MENU

Σχέση Αρχόντων, Θεού και Εκκλησίας...Ποιος υπάρχει για ποιον, ποιος χρησιμοποιεί ποιόν, ο Θεός τους άρχοντες ή οι άρχοντες το Θεό.

Είναι το ερώτημα που τίθεται διαχρονικά, τέθηκε και τώρα με αφορμή το πρόσφατο περιστατικό στη Μεγαλόπολη: Ποιος υπάρχει για ποιον, ποιος χρησιμοποιεί ποιόν, ο Θεός τους άρχοντες ή οι άρχοντες το Θεό.
 


Του Αποστόλου Β. Νικολαΐδη, Καθηγητή της Κοινωνιολογίας της Θρησκείας και της Κοινωνικής Ηθικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών 
Τις πρώτες απαντήσεις στο ερώτημα έδωσε ο ίδιος ο Χριστός, όταν διαχώρισε με τρόπο σαφή ανάμεσα στα οφειλόμενα στον Καίσαρα και τα οφειλόμενα στο Θεό.

Με βάση αυτή την αρχή δεν μπορεί να ισχύει το χιαστί σχήμα.

Να αποδίδονται δηλαδή στον Καίσαρα όσα ανήκουν στο Θεό, και στο Θεό όσα ανήκουν στον Καίσαρα.

Ο ίδιος ξεκαθάρισε επιπλέον, στο διάλογο με τον Πιλάτο, ότι η εξουσία των αρχόντων είναι εκ του Θεού, ανεξάρτητα από τον τρόπο που την απέκτησαν, και επομένως ενεργούν ως διαχειριστές και γι’ αυτό ως υπόλογοι για τον τρόπο που την ασκούν όχι μόνο στο λαό αλλά και το Θεό.


Ο Παύλος και οι Πατέρες της Εκκλησίας χαρακτηρίζουν τους άρχοντες ως διακόνους και οικονόμους του Θεού, ταγμένους στην υπηρεσία των λαών, ενώ διευκρινίζουν ότι δεν συμβαίνει το ίδιο με τους πονηρούς άρχοντες, η εξουσία των οποίων δεν οφείλεται στο Θεό αλλά σχετίζεται με την κακία και την πονηρία των ανθρώπων που τους επιλέγουν ή τους ανέχονται.

Αυτό είναι και το νόημα των λόγων του ιερού Χρυσοστόμου, όταν ισχυρίζεται πως οι λαοί επιλέγουν ως άρχοντες αυτούς που στη συνέχεια θα τους βασανίσουν.

Σ’ αυτό το πλαίσιο ορίζεται θεολογικά και η στάση των πολιτών έναντι των αρχόντων. Δύο είναι οι βασικές προϋποθέσεις για την υποταγή και την απόδοση τιμών σ’ αυτούς.
Αφενός ότι οι άρχοντες δεν συμπεριφέρονται ως θεοί, δεν στρέφονται κατά του Θεού ή δεν ενεργούν σαν να μην υπάρχει, και αφετέρου ότι εργάζονται για το καλό των πολιτών και όχι για τα δικά τους συμφέροντα ή τα συμφέροντα τρίτων.

Αν δεν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις οι πολίτες έχουν το ηθικό δικαίωμα να είναι απείθαρχοι και ανυπάκουοι στις εξουσίες, επιλέγοντας να πειθ
αρχούν στο Θεό μάλλον ή σε ανθρώπους.

Η θεολογική αντίληψη και η αίσθηση ότι η εξουσία είναι θεόσδοτη και όχι αυτόφωτη δεν επιτρέπει στους άρχοντες να διεκδικούν ρόλο Θεού ή να χρησιμοποιούν το Θεό και την πίστη σ’ αυτόν ως εργαλεία αναρρίχησης και παραμονής στην εξουσία, ή εργαλεία αιτιολόγησης των πονηρών πεπραγμένων τους, και μάλιστα με τη θεσμική συγκατάθεση των εκπροσώπων της Εκκλησίας.
Χαρακτηριστικό δείγμα είναι όσα συμβαίνουν σήμερα στις λεγόμενες τελετές «δοξολογίας» ή τις επιμνημόσυνες δεήσεις με αφορμή διαφόρους εθνικές επετείους ή θυσίες αγωνιστών, όπου ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιούνται και ο επιδιωκόμενος σκοπός καθιέρωσής τους επιβάλλει να τεθεί με έμφαση το ερώτημα, ποιος δοξάζει και δοξολογεί ποιον, ο άρχοντας το Θεό ή ο Θεός τον άρχοντα ή δοξάζονται και οι δύο, ο ένας μέσω του άλλου.

Η αληθινή και ανυπόκριτη στάση δοξολογίας απέναντι του Θεού προϋποθέτει α) τη θεσμική παραδοχή ότι αυτός υπάρχει, β) την πεποίθηση ότι κάθε δώρημα και επιτυχία είναι εκ Θεού, γ) την αίσθηση της εξάρτησης από αυτόν, που δηλώνεται κυρίως με τη μετοχή στην εκκλησιαστική ζωή, και δ) την συνειδητοποίηση της ανάγκης για την απόδοση δοξολογίας για όλα τα παραπάνω.
Φοβούμαι ότι καμιά από τις παραπάνω προϋποθέσεις δεν ισχύει σε καιρούς εκκοσμίκευσης της εκκλησιαστικής, πολιτικής και εν γένει κοινωνικής ζωής, όπως συμβαίνει σήμερα.
Και αυτό έπρεπε να το γνωρίζουν καλύτερα οι εκκλησιαστικοί άνδρες παρά οι πολιτικοί, οι οποίοι ουδέποτε έπαψαν να χρησιμοποιούν αφενός τη θρησκευτικότητα των ψηφοφόρων και αφετέρου τη συγκαταβατικότητα των εκκλησιαστικών αρχόντων στο πλαίσιο της λεγόμενης σχέσης συναλληλίας που περισσότερο ωφέλησε την Πολιτική και πολύ λιγότερο την Εκκλησία.
Μια συγκαταβατικότητα που εν προκειμένω και χάρη των πολιτικών σκοπιμοτήτων απέσπασε τις εν λόγω τελετές από το φυσικό τους χώρο, τη Θεία Λειτουργία, συμβάλλοντας έτσι στη μετατροπή τους σε πολιτικές κυρίως αν όχι κοσμικές εκδηλώσεις, εξυπηρετώντας ταυτόχρονα τις «αλειτούργητες» διαθέσεις και πρακτικές των αρχόντων και αφαιρώντας, χωρίς καμιά εκκλησιολογική βάση, από το λαό τη συμμετοχή του στα δρώμενα για λόγους ασφαλείας των πολιτικών προσώπων.
Έτσι το μόνο που επιτυγχάνεται τελικά, αν λάβουμε υπόψη όλο το σκηνικό μέσα και έξω από το Ναό, είναι οι πολιτικοί να «κάνουν το κομμάτι» τους στις «πλάτες» του Χριστού και της Εκκλησίας του.

Αν όλα αυτά ωφελούν μεν τους πολιτικούς που τα επιζητούν ζημιώνουν όμως την Εκκλησία στη θεσμική της έκφραση, γιατί δηλώνουν το βαθμό εκκοσμίκευσή της, η στάση των αριστερών πολιτικών, ανεξάρτητα από τη σκοπιμότητά της, που αρνούνται να συμμετέχουν σε ίδιες ή παρόμοιες εκδηλώσεις, μπορεί υπό όρους να θεωρηθεί ότι μάλλον ωφελεί παρά βλάπτει την υπόθεση της Εκκλησίας.
Πρωτίστως προσφέρει την ευκαιρία για επανεξέταση μιας σειράς θεμάτων που ευνοούν και διαιωνίζουν την εκκοσμίκευση, η οποία δεν έχει ζημιογόνες συνέπειες μόνο για την εκκλησιαστική αλλά και την κοινωνική ζωή στο σύνολό της.