MENU

Δίχως κόμμα, δίχως στέγη...

Του Δημήτρη Καζάκη.Έτσι είχε πει ο κ. Τσακνής σε μια από τις γνωστές για την θρησκοληψία τους εκδηλώσεις της
κομμουνιστικής αριστεράς για το χαμένο Κόμμα. Το "κ" κεφαλαίο πάντα, όπως αποτυπώνουν τα πατερικά κείμενα την έννοια του θείου. Και φυσικά πάντα συμμετέχουν μόνο οι τεθλημένοι συγγενείς του νεκρού. Μην ακουστεί καμιά αιρετική άποψη, που όσοι θρησκόληπτοι προφασίζονται τους επαναστάτες μαρξιστές, δεν μπορούν να διαχειριστούν.
Λίγο καιρό αργότερα ο κ. Τσακνής ίσως να μην βρήκε κόμμα, αλλά βρήκε σίγουρα στέγη ως βιτρίνα του Ταγματάρχη στην μετονομασθείσα ΝΕΡΙΤ σε ΕΡΤ.


Κι επειδή η θρησκοληψία για το Κόμμα στους χώρους αυτούς ξεπερνά ακόμη και τους μοναστικούς χώρους της θρησκείας, απλά θα ήθελα να υπενθυμίσω σε κάθε ένθερμο εκμαυλιστή της επιστήμης της τάξης πάλης που ίδρυσε ο Μαρξ και οι σύντροφοί του, δυο πράγματα:
Αφενός, αυτό που έλεγε ο Ένγκελς, ότι ο σοσιαλισμός από τότε που έγινε επιστήμη πρέπει να τον μεταχειριζόμαστε ως τέτοιον, δηλαδή τουλάχιστον οφείλουμε να τον μελετάμε. Όχι να τον παπαγαλίζουμε από άθλια εγχειρίδια. Αφετέρου, το κόμμα δεν υπήρξε ποτέ αυτοσκοπός για τους Μαρξ & Ένγκελς, αλλά το μέσο για την πολιτική ανεξαρτησία και συγκρότηση της ίδιας της τάξης.
Το κόμμα ιστορικά είχε μόνο νόημα αν εκφράζει ή λειτουργεί ως καταλύτης για την συγκρότηση της εργατικής τάξης ως τάξης απέναντι στην εξουσία της άρχουσας τάξης. Να γιατί κάθε φορά που τα κόμματα, όπου συμμετείχαν ενεργά οι Μαρξ-Ενγκελς, έπαυαν να λειτουργούν ως τέτοια, δεν δίσταζαν ούτε στιγμή να τους κηρύσσουν ανοιχτό πόλεμο μέχρις εσχάτων.
Στις μάζες λοιπόν δοκιμάζεται η ιδέα του κόμματος. Μέσα σ' αυτές και με τους δικούς τους όρους πραγματώνεται. Δοκιμάζεται στα μέτωπα πάλης και τα αιτήματα που αναδεικνύει η ίδια η συγκυρία για την κατατρεγμένη κοινωνία. Διαφορετικά δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια σέχτα.
Κι ότι έγραφε κάποτε ο Μαρξ για τον Λασσάλ και το κόμμα του, ισχύει σήμερα απόλυτα για όλους τους θρησκόληπτους οπαδούς του Κόμματος: Ο Λασσάλ «όπως καθένας που ισχυρίζεται ότι διαθέτει στην τσέπη του μια πανάκεια για τα βάσανα των μαζών, έδωσε στην προπαγάνδα του ευθύς εξαρχής, έναν θρησκευτικό, σεχταριστικό χαρακτήρα. Στην πράξη, όλες οι σέχτες είναι θρησκευτικές. Κι επειδή ήταν ο ιδρυτής μιας σέχτας, αρνήθηκε κάθε σχέση με το προηγούμενο κίνημα, τόσο στη Γερμανία, όσο και στο εξωτερικό. Έκανε το ίδιο λάθος με τον Προυντόν, με το να μην αναζητά την πραγματική βάση της προπαγάνδας του στα υπαρκτά στοιχεία του κινήματος της τάξης, αλλά αντίθετα επιζητώντας να επιβάλει σ’ αυτό το κίνημα μια πορεία που καθορίζεται από κάποια συγκεκριμένη δογματική συνταγή.» Σ’ αυτό το πνεύμα προειδοποιούσε τον διάδοχο του Φ. Λασσάλ στην ηγεσία της Ένωσης, Γιόχαν φον Σβάϊτσερ, με όσο πιο διπλωματικό τρόπο μπορούσε: «Και εσείς ο ίδιος γνωρίζετε από προσωπική εμπειρία τη διαφορά ανάμεσα σ’ ένα κίνημα σέχτας και στο κίνημα της τάξης. Η σέχτα αναζητά το δικό της raison d’etre και point d’honneur όχι σε ότι έχει κοινό με το κίνημα της τάξης, αλλά στα δικά της ιδιαίτερα κομματικά συνθήματα που την κάνουν να διαφέρει από αυτό το κίνημα.»
Γι αυτό κι όταν "το γερμανικό προλεταριάτο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην πολιτική σκηνή ως ακραίο δημοκρατικό κόμμα," όπως έγραφε ο Ένγκελς, οι ιδρυτές της επιστήμης της ταξικής πάλης επέλεξαν να τελειώσουν με το "κομμουνιστικό κόμμα" κι αντί μιας "κομμουνιστικής εφημερίδας"¨έκδοσαν μια ριζοσπαστική δημοκρατική εφημερίδα.
Να πώς το εξηγούσε ο ίδιος ο Ενγκελς: "Και, όταν ίδρύσαμε μιά μεγάλη εφημερίδα στή Γερμανία, μάς είχε καθοριστεί απο μόνη της η σημαία. Καί ή σημαία αύτή μπορούσε νά είναι μονάχα ή σημαία τής δημοκρατίας, όμως μιας δημοκρατίας πού πάντα καί σέ χάθε ξεχωριστή περίπτωση πρόβαλλε τόν ειδικό προλεταριακό της χαρακτήρα, πού ωστόσο δέ μπαρούσε άκόμα νά τόν γράψει μιά γιά πάντα στό λάβαρο της. Αν δέν ένεργούσαμε έτσι, άν δέν πιάναμε τό κίνημα άπό τό πιό προχωρημένο πραγματικά προλεταριακό άκρο του πού υπήρχε τότε καί δέν τό προωθούσαμε παραπέρα δέ θά μάς έμενε τίποτε άλλο παρά νά κηρύσσουμε τόν κομμουνισμό άπό καμιά μικρή έπαρχιακή έφημεριδούλα καί αντί νά ιδρύσουμε ένα μεγάλο κόμμα δράσης, νά φτιάξουμε μιά μικρή αίρεση. Γιά κήρυκες όμως στήν έρημο είμαστε άκατάλληλοι, κι αύτό γιατί είχαμε μελετήσει πολύ καλά τους ούτοπικούς. Δέν είχαμε φτιάξει το πρόγραμμά μας γιά τέτιο ακοπό."
Γι' αυτό κι όποιος σήμερα όπου η συντετριμένη εργατική τάξη στην Ελλάδα καλείται να παλέψει για εθνική ανεξαρτησία, δημοκρατία και πατρίδα, ενάντια στο πιο απειλητικό αποικιακό καθεστώς, που έχει αναδείξει ο ιμπεριαλισμός, ασχολείται με το ποιός κατέχει τα κλειδιά του Περισσού, δεν μπορεί να μιλά εξ ονόματος των ιδρυτών της επιστήμης του σοσιαλισμού. Δεν είναι παρά ένας θρησκόληπτος αιρετικός, που ονειροπολεί τα περασμένα και αρνείται να δοκιμαστεί στο σήμερα με τους όρους που επιτάσσει ο αγώνας για την απελευθέρωση στις μέρες μας. Το μόνο που θέλει είναι να καθυποτάξει την κοινωνία στις αντιλήψεις του. Στη θεολογία του μόνο αληθινού Θεού: του Κόμματος!