MENU

Αναπάντεχη βραδινή... αποστολή, στο κέντρο της Αθήνας!

Η ιστορία που θα σας διηγηθώ, έλαβε χώρα πριν περίπου 3 χρόνια. Ήταν απόγευμα, σουρούπωνε και εγώ βρισκόμουν στο δωμάτιό μου, κοιτώντας έξω από το τζάμι.

"Όσα βλέπω είναι εικονικά και ψεύτικα, μα τόσο ρεαλιστικά" σκέφτηκα. Είχα υποσυνείδητα μια μεγάλη χαρά που το είχα μάθει από το Δημοσθένη πριν λίγα χρόνια. Σκεφτόμουν τον κόσμο του Χριστού, το πως είναι η ζωή εκεί, το πως, ως αθάνατα πλάσματα, θα κινούμαστε παντού ελεύθεροι, το πως θα πετάμε και θα αισθανόμαστε ανείπωτη αίσθηση ευτυχίας συνεχώς, λουσμένοι στο φως του Χριστού μας. Κάθε άλλη σκέψη έφυγε σχεδόν αμέσως από το μυαλό μου και με πλημμύρισε μια τρομερή χαρά, τόσο που θα ήθελα αυτό το συναίσθημα να μην φύγει ποτέ. Απορροφημένος στις σκέψεις μου, δεν κατάλαβα πόσο γρήγορα βράδιασε. Έκλεισα την κουρτίνα, πήρα το μπουφανάκι μου και είπα να βγω να περπατήσω.
Πριν φύγω, πέρασα απ την κουζίνα και είδα την τυρόπιτα που είχε φτιάξει η αδελφή μου το πρωί. Σκέφτηκα, ας πάρω μαζί μου λίγα κομμάτια, όλο και κάποιος θα χρειάζεται φαγητό. Βγήκα έξω και άρχισα να βαδίζω. Βρισκόμουν βόρεια και ο δροσερός αέρας κουνούσε απαλά, αλλά αισθητά, τα φύλλα των δένδρων. Μιλούσα στο Χριστό και σκεφτόμουν διάφορα, ώσπου μετά από λίγη ώρα περπατήματος, μου ήρθε μια "φλασιά" να πάω στο σταθμό του τρένου, να το πάρω και να πάω μια μικρή βόλτα προς το κέντρο. Σύντομα ήμουν μέσα και μετά από αρκετές στάσεις κατέβηκα στην Ομόνοια, κάτι που δεν θα έλεγα πως το συνηθίζω, όμως κάτι μου έλεγε να το κάνω. "Ομόνοια σκέφτηκα..γιατί άραγε" ;
Περπάτησα λίγο και καθώς διέσχιζα ένα δρόμο, το μάτι μου "έπιασε" σε μια γωνία έναν άστεγο άνδρα. Καθώς τον πλησίαζα παρατηρούσα το μέρος που καθόταν. Ήταν μια γωνία, που την είχε διαμορφώσει με τέτοιο τρόπο, που θύμιζε πρόχειρο, αυτοσχέδιο "σπίτι". Είχε ένα στρώμα, μια κουβέρτα και γύρω-γύρω, μέσα σε αυτή τη γωνία είχε ζωγραφιές, εικόνες του Χριστού και διάφορα λόγια, γραμμένα με στυλό και μαρκαδόρο. Τον πλησίασα και έβγαλα να του δώσω την τυρόπιτα που είχα μαζί μου, όταν κατάλαβα πως κάτι άσχημο του είχε συμβεί. Φαινόταν εκνευρισμένος και στεναχωρημένος ταυτόχρονα.
Τον χαιρέτησα και του πρόσφερα την τυρόπιτα, όμως ήταν τόσο στεναχωρημένος που δεν φάνηκε να τον ένοιαξε. Την άφησα λίγο παραδίπλα του και τον ρώτησα τι έχει.
"Με κλέψανε", μου είπε. "Μόλις πριν λίγο, μου πήραν όλα μου τα πράγματα! Μόνο κάποια φάρμακα γλίτωσα, αλλά τι να το κάνεις" είπε σκύβοντας το κεφάλι.
"Μην στεναχωριέσαι" του είπα, "όλα διορθώνονται". "Πόσο ήταν η ζημιά όλων αυτών που έχασες";
Μου λέει "40 τα πράγματα και 10 τα φάρμακα, κανα 50 ευρώ.
"Θα σου τα δώσω εγώ" του λέω.
Γύρισε, με κοίταξε. "Δεν κάνεις πλάκα μου λέει ε";
"Εννοείται πως όχι " του λέω, "μόνο που, υπάρχει ένα πρόβλημα. Δεν τα έχω μαζί μου, περίμενε εδώ και θα γυρίσω. Μην φύγεις εντάξει ;"
"Εντάξει ", μου λέει, "αλλά μη με κοροϊδέψεις."
"Μην στεναχωριέσαι" του λέω, "μίλα στο Χριστό και όλα καλά"!
"Μόνο σε Εκείνον" μου λέει!
Από εκείνη την στιγμή άρχισα να τρέχω για να γυρίσω πίσω στο σπίτι, το οποίο απείχε αρκετά, για να πάρω 50 ευρώ που είχα στοκ για μια μελλοντική αγορά μου. Δεν κατάλαβα, ούτε πότε πήρα το τρένο, ούτε πότε κατέβηκα από αυτό, ούτε πότε πήγα σπίτι, ούτε πότε ξαναπήρα το τρένο και έφτασα πάλι μπροστά στον άστεγο άντρα σε εκείνο το σοκάκι της Ομόνοιας. Με περίμενε ακόμη!
"Ήρθες" μου λέει!
"Όπως σου είχα πει φίλε μου" του λέω. "Πάρε, εδώ είναι όσα χρειάζεσαι."
Τα μάτια του έλαμψαν! "Δόξα το Θεό μου λέει που ήρθες δεν ξέρω τι θα είχα κάνει."
"Πάντοτε κανονίζει ο Χριστός μας" του λέω.
 Χαμογέλασε, τα είπαμε λίγο, μου είπε πως έμενε με κάποιον ακόμη άστεγο φίλο του και πως είχαν τσακωθεί. Του είπα να πάει να τα βρουν, μου είπε θα το σκεφτεί.
"Ξέρω να ζωγραφίζω" μου λέει, "θέλεις να σου φτιάξω κάτι ; μια εικόνα του Χριστού ;"
Του λέω "δεν είναι ανάγκη αλλά αν εσύ το θέλεις φτιάξε μου!"
"Πέρνα" μου λέει "να την πάρεις σε κάνα 2-3 μέρες".
Του είπα να μιλάει στο Χριστό και πως όλα στον κόσμο αυτό είναι ψεύτικα, τον αποχαιρέτησα και έφυγα.
Στο δρόμο για το σπίτι είχα μια ανεξήγητη χαρά. Ήμουν εντελώς "αλλού". Σκεφτόμουν αυτό που είχα πει, πριν λίγο καιρό στο Χριστό, καθώς Του μιλούσα ένα βράδυ. "Χριστέ μου, εσύ κανόνισε, να είμαι εκεί που θέλεις εσύ να είμαι, να κάνω αυτό που θέλεις να κάνω." Το έλεγα συχνά και το σκεφτόμουν. Έτσι και έγινε. Ήμουν εκεί που χρειαζόταν, όταν χρειαζόταν.
Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με έκανε να μοιραστώ μαζί σας την ιστορία αυτή. Κάτι μου έλεγε να το κάνω. Ίσως ωφελήσει με κάποιο τρόπο που ο Χριστός μας ξέρει, κάποιον ή κάποιους.
Να πω επίσης, πως όταν γύρισα σπίτι τσακώθηκα με ένα συγγενικό μου πρόσωπο. Αυτό το λέω για να τονίσω, πως εννοείται δεν είμαι κάτι το ιδιαίτερο, παρά απλός άνθρωπος, όπως όλοι μας, με τις αδυναμίες του, τα κόμπλεξ και τα κουσούρια του. Όλοι παρά τα στραβά τους όμως, μπορούν να είναι μαχητές του Χριστού, αρκεί να το θέλουν και να το επιλέγουν.
Σε ευχαριστώ Δημοσθένη, που δίπλα σου γνώρισα τον Χριστό.
D.F.