MENU

Βρετανία, η αντίστροφη μέτρηση

Η σημασία του Λονδίνου ως παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κέντρο στηρίζεται στις συναλλαγές με δολάρια και στο δυτικό σύστημα του χρέους, όπου η βρετανική οικονομία
 και η στερλίνα είναι άνευ σημασίας – γεγονός που σημαίνει ότι, τυχόν αποδυνάμωση τους λόγω του BREXIT δεν θα το επηρεάσει καθόλου.

Ανάλυση

Οι διεθνείς εξελίξεις οφείλουν να μας ενδιαφέρουν όλους, όπως επίσης η ιστορική εμπειρία, εάν θέλουμε να κάνουμε σωστές προβλέψεις για το μέλλον – εκμεταλλευόμενοι ορθολογικά τις συνθήκες που θα δημιουργηθούν στον πλανήτη, με τον έγκαιρο μελλοντικό προγραμματισμό. Για την Ελλάδα δε έχει μεγάλο ενδιαφέρον η έξοδος της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ, αφού θα αποτελέσει ένα σημαντικό παράδειγμα των συνεπειών της – ενώ η χώρα μας ίσως έχει απόλυτη ανάγκη μίας ανάλογης πορείας, εάν θέλει να εξέλθει ενδυναμωμένη από τη μεγαλύτερη κρίση της πρόσφατης ιστορίας της,
Εν τούτοις, όσο εύκολες και αν είναι οι οικονομικές προβλέψεις για χρεοκοπημένα κράτη που ευρίσκονται υπό την κατοχή των πιστωτών τους, έχοντας χάσει την εθνική τους κυριαρχία, τόσο δύσκολες θεωρούνται για τις ελεύθερες χώρες – ειδικά για πρώην παγκόσμιες αυτοκρατορίες σαν τη Μ. Βρετανία, όπου πρέπει να δίνει κανείς μεγάλη σημασία στις συλλογικές αποφάσεις, όπως η έξοδος από την ΕΕ, αποφεύγοντας να τις κρίνει επιδερμικά.
Στα πλαίσια αυτά, τα ερωτήματα σχετικά με το πώς θα εξελιχθεί η οικονομία της Μ. Βρετανίας μετά το BREXIT, τυχόν επιτυχία της οποίας θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου στην ΕΕ που πιέζεται από τη γερμανική μπότα, δεν είναι καθόλου εύκολο να απαντηθούν – αφού δεν γνωρίζουμε εάν η χώρα ευρίσκεται στο κατώφλι μίας μακροπρόθεσμης καθοδικής πορείας ή εάν θα αναγεννηθεί, ακολουθώντας το παράδειγμα εκείνων των κρατών που για να ανακτήσουν τη βιομηχανική τους ισχύ, απομονώνονται αρχικά από τον υπόλοιπο πλανήτη.
Το πόσο δύσκολες είναι οι προγνώσεις τεκμηριώνεται από αυτές του ΔΝΤ, καθώς επίσης ορισμένων άλλων βρετανικών οργανισμών, όπου προβλεπόταν το βύθισμα της χώρας σε ύφεση μετά τη θετική έκβαση του δημοψηφίσματος για την έξοδο της – κάτι που όχι μόνο δεν επιβεβαιώθηκε, αλλά συνέβη ακριβώς το αντίθετο, αφού η οικονομία αναπτύχθηκε με ισχυρό ρυθμό, ενώ το χρηματιστήριο βίωσε μία μεγάλη άνοδο. Εύλογα λοιπόν αντιλαμβάνεται κανείς πως όταν οι βραχυπρόθεσμες προβλέψεις είναι λανθασμένες, τότε οι μακροπρόθεσμες θεωρούνται αδύνατες.
Σε κάθε περίπτωση, η επιτυχία της βρετανικής οικονομίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο, με τον οποίο η κυβέρνηση της θα εκμεταλλευθεί το ελεύθερο πεδίο που θα της παρέχει η ανεξαρτησία της από την ΕΕ – ακόμη και στο θέμα της μεταναστευτικής πολιτικής, όπου εάν λειτουργήσει σωστά θα μπορέσει να προσελκύσει εξειδικευμένο προσωπικό από τον υπόλοιπο πλανήτη, αντί τους ανειδίκευτους μετανάστες ή πρόσφυγες  οι οποίοι έχουν πλημμυρίσει τις χώρες της ΕΕ.
Σημαντικό θέμα είναι επίσης η φορολογική πολιτική που θα υιοθετηθεί η οποία, εάν είναι επαρκώς ανταγωνιστική, θα έχει ως αποτέλεσμα την εγκατάσταση νέων επιχειρήσεων – όπου υποθέτουμε πως θα δοθεί μεγάλη σημασία στη βιομηχανία, η οποία έχει συρρικνωθεί αρκετά προς όφελος της Γερμανίας. Με δεδομένο δε το ότι, τα χρέη των τραπεζών και των νοικοκυριών είναι ακόμη πολύ υψηλά (γράφημα), η πολιτική που θα ακολουθηθεί από την κεντρική της τράπεζα θα έχει ιδιαίτερη βαρύτητα.
Εκτός αυτού, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Μ. Βρετανίας είναι ελλειμματικό (γράφημα), γεγονός που σημαίνει πως η χώρα καταναλώνει επί πιστώσει περισσότερα από όσα παράγει – οπότε, εάν δεν επιτευχθεί εδώ πρόοδος, τότε θα αντιμετωπίσει μεγάλα προβλήματα σε συνδυασμό με το ιδιωτικό χρέος της, όσον αφορά το ρυθμό ανάπτυξης της.
Ανεξάρτητα όμως από τα παραπάνω οι περισσότεροι αναλυτές είναι σίγουροι σχετικά με το ότι, ο μεγάλος χαμένος του BREXIT θα είναι το χρηματοοικονομικό κέντρο του Λονδίνου – προβλέποντας πως θα πάρουν τη θέση του στην Ευρώπη άλλες πόλεις, όπως το Παρίσι, η Φρανκφούρτη ή το Λουξεμβούργο. Οι προβλέψεις αυτές στηρίζονται στις δηλώσεις των μεγάλων τραπεζών, σύμφωνα με τις οποίες θα μεταφέρουν πολλές θέσεις εργασίας στην ηπειρωτική Ευρώπη – ενώ η βασική υπόθεση είναι πως η Μ. Βρετανία στον τομέα των υπηρεσιών δεν θα έχει προνομιακή πρόσβαση στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά, οπότε θα χάσει μεγάλα μερίδια της.
Η ιστορική εμπειρία
Περαιτέρω, η ιστορική εμπειρία (πηγή: F&W) δεν επιβεβαιώνει κάτι τέτοιο, με την έννοια πως μπορεί μεν το Λονδίνο να έχει απώλειες από το BREXIT, αλλά θα παραμείνει το κορυφαίο διεθνές χρηματοπιστωτικό κέντρο της Ευρώπης – αφού τα εδραιωμένα κέντρα αυτού του είδους δεν χάνουν εύκολα την κυρίαρχη θέση τους, διακρινόμενα από μία μεγάλη ανθεκτικότητα.
Ειδικότερα, στο παρελθόν η κατάρρευση ενός χρηματοπιστωτικού κέντρου ήταν το αποτέλεσμα μεγάλων καταστροφών, όπως οι πόλεμοι – λόγω των οποίων ακολουθούσαν δραματικές αλλαγές στις οικονομικές συνθήκες. Ως εκ τούτου, μπορεί μεν η έξοδος από την ΕΕ να αποτελεί ένα σημαντικό πολιτικό και οικονομικό γεγονός, αλλά ασφαλώς δεν συγκρίνεται με έναν παγκόσμιο πόλεμο ή με μία βιομηχανική επανάσταση – οπότε οι προβλέψεις αυτού του είδους είναι υπερβολικές.
Πολύ γνωστό παράδειγμα των καταστροφικών συνεπειών ενός πολέμου αποτελεί η παρακμή της Αμβέρσας, η οποία ήταν το σημαντικότερο χρηματοοικονομικό κέντρο του 16ου αιώνα. Η φλαμανδική αυτή πόλη, υπό την ηγεμονία των Ισπανών-Αψβούργων, ήταν το σπουδαιότερο λιμάνι του ευρωπαϊκού εμπορίου μπαχαρικών με τη Ασία, καθώς επίσης των εισαγωγών ζάχαρης από την Αμερική – ενώ έλεγχε όλους τους εμπορικούς δρόμους, από τη θάλασσα της Βαλτικής έως τη Μεσόγειο, φιλοξενώντας το μεγαλύτερο χρηματιστήριο της εποχής. Με απλά λόγια, η Αμβέρσα ήταν το κέντρο της παγκόσμιας οικονομίας – αφού το 40% του διεθνούς εμπορίου διεκπεραιωνόταν από το λιμάνι της, ενώ χρηματοδοτούταν από την ίδια.
Συνεχίζοντας, στα μέσα του 16ου αιώνα δεν υπήρχε τίποτα που να αιτιολογεί μία σύντομη πτώση της – κάτι που άλλαξε ραγδαία μετά τον ολλανδικό απελευθερωτικό πόλεμο, όπου το 1576 κατέλαβε και κατέστρεψε το λιμάνι της Αμβέρσας ο ισπανικός στρατός. Το ίδιο συνέβη για δεύτερη φορά δέκα χρόνια αργότερα, με αποτέλεσμα η εμπορική και οικονομική ελίτ να μετακινηθεί στον προτεσταντικό βορά – ο οποίος έδωσε τέλος τον αγώνα απελευθέρωσης του εναντίον της Ισπανίας. Έτσι το Άμστερνταμ έγινε το καινούργιο χρηματοοικονομικό και εμπορικό κέντρο της Ευρώπης – ενώ η Αμβέρσα κατέρρευσε οικονομικά.
Κάτι ανάλογο συνέβη με την αντικατάσταση του Άμστερνταμ από το Λονδίνο – όπου μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου άρχισε η Αγγλία να αποδυναμώνει τον ολλανδικό ανταγωνισμό με μερκαντιλιστικές πρακτικές, όπως αυτές που χρησιμοποιεί η Γερμανία σήμερα, με την πειρατεία, καθώς επίσης με ναυτικές συγκρούσεις. Έτσι στα τέλη του 17ου αιώνα πέτυχε το στόχο της, αφού η κυριαρχία των ολλανδικών πλοίων έπαψε να υφίσταται τόσο στο ευρωπαϊκό, όσο και στο διεθνές εμπόριο – οπότε ξεκίνησε η άνοδος της βρετανικής αυτοκρατορίας το 18ο αιώνα και επιταχύνθηκε το 19ο, με τη βοήθεια της βιομηχανικής επανάστασης.
Με τον ίδιο στρατιωτικό τρόπο το Βερολίνο έγινε στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα το κυρίαρχο χρηματοοικονομικό κέντρο της Γερμανίας, διατηρώντας τη θέση του έως το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όπου την έχασε μετά το διαμελισμό της Γερμανίας – ενώ δεν την ανέκτησε μετά την επανένωση, κάτι που όμως θα μπορούσε να αλλάξει σύντομα.
Η άνοδος της Νέας Υόρκης οφείλεται κατ’ αναλογία στους δύο παγκοσμίους πολέμους – όπου το Λονδίνο μετά το 1918, έχοντας αποδυναμωθεί και χρεωθεί, δεν μπορούσε πλέον να διατηρήσει την κυρίαρχη θέση του. Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο δε κατέρρευσε η βρετανική αυτοκρατορία, όταν την ίδια εποχή οι Η.Π.Α. κατάφεραν να κυριαρχήσουν οικονομικά στον πλανήτη όσο καμία άλλη χώρα στην ιστορία – οπότε η μεταφορά της χρηματοπιστωτικής δύναμης στη Νέα Υόρκη ήταν αυτονόητη.
Οφείλουμε να γνωρίζουμε εδώ πως τα διεθνή χρηματοοικονομικά κέντρα προσφέρουν όλων των ειδών τις συναλλαγές – σε αντίθεση με τα τοπικά που εξειδικεύονται σε ορισμένες μόνο, όπως για παράδειγμα η διαχείριση περιουσιακών στοιχείων εκ μέρους της Ζυρίχης, τα ασφαλιστικά προϊόντα από το Μόναχο κοκ.
Στα διεθνή όλες οι συναλλαγές συσσωρεύονται σε ένα μέρος, στο οποίο συμμετέχει ολόκληρος ο πλανήτης – όπου το Λονδίνο είναι μεν σημαντικό σήμερα για τις ευρωπαϊκές συναλλαγές, αλλά σε καμία περίπτωση κυρίαρχο. Απλά είναι συνδεδεμένο καλύτερα με τα αντίστοιχα της Νέας Υόρκης και του Χονγκ Κονγκ – τα οποία κυριαρχούν το μεν πρώτο λόγω των Η.Π.Α. και το δεύτερο εξαιτίας της Κίνας.
Εν τούτοις το Λονδίνο προσφέρει ένα ευρύ φάσμα χρηματοπιστωτικών προϊόντων και υπηρεσιών, τα οποία είναι σχεδόν ανύπαρκτα σε άλλες πόλεις. Για παράδειγμα, οι χρηματαγορές της Φρανκφούρτης και του Παρισιού είναι ασήμαντες διεθνώς – ενώ επί πλέον οι παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές στηρίζονται στο αγγλοσαξονικό δίκαιο και όχι στο ηπειρωτικό ευρωπαϊκό. Επομένως είναι απίθανο να χάσει τη θέση του λόγω του BREXIT – πόσο μάλλον αφού δεν θα στηριχθεί κάτι τέτοιο ούτε από τη Νέα Υόρκη, ούτε από το Χονγκ Κονγκ.
Πρέπει να τονισθεί επίσης πως η σημασία του Λονδίνου ως παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κέντρο στηρίζεται στις συναλλαγές με δολάριακαι στο δυτικό σύστημα του χρέους – όπου η βρετανική οικονομία και η στερλίνα είναι άνευ σημασίας. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι, τυχόν αποδυνάμωση της βρετανικής οικονομίας λόγω του BREXIT δεν θα το επηρεάσει καθόλου – ενώ, όπως η Αμβέρσα πριν από πέντε αιώνες, έτσι και το Λονδίνο ως χρηματοπιστωτικό κέντρο, είναι αποσυνδεδεμένο από τη χώρα του και λειτουργεί ανεξάρτητα από την οικονομία της.
Επίλογος
Συμπερασματικά λοιπόν οι προβλέψεις σχετικά με τα αποτελέσματα του BREXIT για τη Μ. Βρετανία είναι πολύ δύσκολες – πόσο μάλλον όταν η ΕΕ και η Ευρωζώνη είναι αντιμέτωπες με μεγάλα προβλήματα, τα οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν τη διάλυση τους, ενώ δεν ανήκουν στους διεκδικητές της παγκόσμιας ηγεμονίας.
Κατά την άποψη μας δε αυτός που θα συμμαχήσει τελικά με τη Ρωσία, οι Η.Π.Α. δηλαδή ή η Κίνα, θα είναι ο κυρίαρχος του πλανήτη – ενώ η Ευρώπη το μεγάλο του λάφυρο. Η Μ. Βρετανία πάντως φαίνεται να διάκειται θετικά τόσο απέναντι στην Κίνα, όσο και στις Η.Π.Α. – ενώ η ΕΕ δεν έχει πάρει ακόμη σαφή θέση, με τη Γερμανία να έχει την ανόητη ψευδαίσθηση πως μπορεί να ανταγωνισθεί τις τρεις άλλες μεγάλες δυνάμεις.