Επί 73 ολόκληρα χρόνια τους «έκρυβε» στην αυλή του σπιτιού της. Τα περισσότερα από αυτά τα χρόνια διακινδυνεύοντας
την προσωπική της ελευθερία ή και τη ζωή της. Μολονότι δεν ήταν καν μέλη της οικογένειάς της, φρόντιζε να μην τους «λείπει» τίποτα. Ακόμα και η δροσιά, τα ζεστά καλοκαίρια. Τώρα που ο ήλιος της ζωής της αρχίζει να δύει, και θα αναγκαστεί να τους «αποχωριστεί», θέλει να τους «παραδώσει» εκεί όπου ανήκουν: στις λαμπρές σελίδες της εποποιίας του έθνους…
την προσωπική της ελευθερία ή και τη ζωή της. Μολονότι δεν ήταν καν μέλη της οικογένειάς της, φρόντιζε να μην τους «λείπει» τίποτα. Ακόμα και η δροσιά, τα ζεστά καλοκαίρια. Τώρα που ο ήλιος της ζωής της αρχίζει να δύει, και θα αναγκαστεί να τους «αποχωριστεί», θέλει να τους «παραδώσει» εκεί όπου ανήκουν: στις λαμπρές σελίδες της εποποιίας του έθνους…
Οι «φιλοξενούμενοι» της κ. Ερμιόνης Μπρίγκου είναι έξι νεκροί Ελληνες στρατιώτες. Όπως διαβάζουμε στην Καθημερινή, τους είδε η κα Ερμιόνη, εννιάχρονο κοριτσάκι τότε, να πέφτουν νεκροί μπροστά στο σπίτι της πολεμώντας τον ιταλικό στρατό στη Χειμάρρα της Αλβανίας και βοήθησε, με τις παιδικές της δυνάμεις, τους γονείς της να τους κουβαλήσουν και να τους θάψουν στην αυλή τους. Εκτοτε και μέχρι σήμερα δεν τους «άφησε» ποτέ μόνους! Ούτε ακόμα και όταν την εποχή της δικτατορίας του Χότζα όλα «τα ’σκιαζε η φοβέρα». Πρώτοι μήνες του 1941 και ο ελληνικός στρατός είχε φτάσει καταδιώκοντας τους Ιταλούς στη Χειμάρρα. Εκεί, στον άγριο ορεινό όγκο Σκούταρι, διεξάγονταν λυσσώδεις μάχες και όσο διαρκούσαν οι επιχειρήσεις, στο σπίτι του Ιωάννη και της Σοφίας Μπρίγκου, στον οικισμό «Ζάμαρη», στην άκρη του χωριού, είχε εγκατασταθεί η διοίκηση της ελληνικής δύναμης. Η μικρή Ερμιόνη, σε ρόλο αγγελιαφόρου μετέφερε εν μέσω βομβών και με τις σφαίρες να πέφτουν χαλάζι, μηνύματα, φάρμακα, νερό και αλάτι στους μαχητές στα χαρακώματα.
Οπως εξιστόρησε στην «Καθημερινή», μια μέρα οι Ιταλοί χτύπησαν το σπίτι-στρατηγείο με όλμους σκοτώνοντας έξι στρατιώτες. Καθώς οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να μεταφερθούν, γιατί είχαν γίνει στόχος, μαζί με τον πατέρα και τη μητέρα της «σήκωσαν» τους Ελληνες στρατιώτες και τους μετέφεραν στην αυλή. Εσκαψαν, άνοιξαν εκεί δυο τάφους και τους έθαψαν. «Ενας από αυτούς πεθαίνοντας μας είπε: εγώ φεύγω, σας αφήνω το πορτοφόλι μου».
Στη «μακρά νύχτα» του Χότζα, οι Έλληνες στρατιώτες αναπαύονταν «εν τόπω χλοερώ», με τη φροντίδα της οικογένειας Μπρίγκου. Για τους Ελληνες κατοίκους του οικισμού ήταν ένα καλά κρυμμένο «ιερό μυστικό». Φρόντιζαν να μη μαθευτεί και μπουν σε περιπέτειες, με δεδομένη την εχθρότητα του καθεστώτος και του αλβανικού εθνικισμού, απέναντι στους Χειμαρριώτες. «Είχαμε φόβο, κρατούσαμε κλειστό το στόμα», λέει η κυρία Ερμιόνη.
ΠΗΓΗ
ΠΗΓΗ