Η γεωγραφική θέση ενός κράτους στον παγκόσμιο χάρτη έχει τεράστια σημασία για την ισχύ του, πολιτική, οικονομική και στρατιωτική. Τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά μπορεί να μετατραπούν
σε συγκριτικό πλεονέκτημα και να αποτελέσουν πηγή ευκαιριών, αλλά μπορεί παράλληλα να γίνουν αιτία πολλών δεινών για τα ίδια τα κράτη και τους λαούς τους. Κράτη που έχουν πρόσβαση στη θάλασσα και μπορούν να ελέγξουν τις θαλάσσιες οδούς και το παγκόσμιο εμπόριο, κράτη των οποίων το υπέδαφος έχει ενεργειακές πηγές, τεράστιες ποσότητες ορυκτού πλούτου και πρώτων υλών, μπορεί να γίνουν στόχος άλλων χωρών, κυρίως μεγάλων δυνάμεων, που επιδιώκουν είτε να τις θέσουν άμεσα ή έμμεσα υπό τον πολιτικό έλεγχό τους ή ακόμα και να τις καταλάβουν. O 36ος γεωγραφικός παράλληλος αρχίζει από το Γιβραλτάρ και περνά από όλο τον νότιο ευρασιατικό άξονα φθάνοντας μέχρι το Χονγκ Κονγκ. Στον παράλληλο αυτό βρίσκονται μεταξύ άλλων όλες οι χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, το Κουρδιστάν, το Ιράν – Ιράκ, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, η Ινδία, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Βόρεια και Νότια Κορέα καθώς και η Ρωσία, οι οποίες βρίσκονται στη ζώνη αγγλοσαξονικών γεωστρατηγικών συμφερόντων. Πολλές όμως από αυτές τις χώρες ταράσσονται από διενέξεις και πολεμικές συγκρούσεις για την ανακατανομή των εδαφών.
Η κατά κοινή παραδοχή στρατηγική και γεωπολιτική αξία της Μεσογείου, ήταν η αιτία που στο παρελθόν μετατράπηκε σε πεδίο σύγκρουσης ισχυρών δυνάμεων. Σήμερα η σημασία της περιοχής αυτής και ειδικότερα της Ανατολικής Μεσογείου έχει πολλαπλασιαστεί εξαιτίας των τεράστιων αποθεμάτων ενεργειακών πόρων που διαθέτει, ενώ παγκόσμιες και περιφερειακές δυνάμεις διαγκωνίζονται για να δημιουργήσουν σφαίρες επιρροής στην περιοχή.σε συγκριτικό πλεονέκτημα και να αποτελέσουν πηγή ευκαιριών, αλλά μπορεί παράλληλα να γίνουν αιτία πολλών δεινών για τα ίδια τα κράτη και τους λαούς τους. Κράτη που έχουν πρόσβαση στη θάλασσα και μπορούν να ελέγξουν τις θαλάσσιες οδούς και το παγκόσμιο εμπόριο, κράτη των οποίων το υπέδαφος έχει ενεργειακές πηγές, τεράστιες ποσότητες ορυκτού πλούτου και πρώτων υλών, μπορεί να γίνουν στόχος άλλων χωρών, κυρίως μεγάλων δυνάμεων, που επιδιώκουν είτε να τις θέσουν άμεσα ή έμμεσα υπό τον πολιτικό έλεγχό τους ή ακόμα και να τις καταλάβουν. O 36ος γεωγραφικός παράλληλος αρχίζει από το Γιβραλτάρ και περνά από όλο τον νότιο ευρασιατικό άξονα φθάνοντας μέχρι το Χονγκ Κονγκ. Στον παράλληλο αυτό βρίσκονται μεταξύ άλλων όλες οι χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, το Κουρδιστάν, το Ιράν – Ιράκ, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, η Ινδία, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Βόρεια και Νότια Κορέα καθώς και η Ρωσία, οι οποίες βρίσκονται στη ζώνη αγγλοσαξονικών γεωστρατηγικών συμφερόντων. Πολλές όμως από αυτές τις χώρες ταράσσονται από διενέξεις και πολεμικές συγκρούσεις για την ανακατανομή των εδαφών.
Τη σπουδαιότητα της περιοχής για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, κατέδειξε ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Henry Kissinger σε σχετική έκθεσή του το 1974. Ο Kissinger «ξεκαθάριζε» ότι έπρεπε να τεθούν υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ ο ορυκτός πλούτος του Τρίτου Κόσμου. Το στόχο του Κissinger «διεύρυνε» αρκετά χρόνια αργότερα, το 1998, ο αντιπρόεδρος μιας από τις μεγαλύτερες πετρελαιοπαραγωγικές εταιρείες των ΗΠΑ, στο πλαίσιο μιας συνεδρίασης του Κονγκρέσο, ο οποίος έκανε λόγο ακόμη και για στρατιωτική επέμβαση της Ουάσινγκτον στο Αφγανιστάν «αν προέκυπτε ανάγκη». Και ως «ανάγκη» ανέφερε παραδειγματικά την περίπτωση παρεμπόδισης της Κίνας στην εισροή κεφαλαίων στην Αμερική. Η όλη επιχειρηματολογία του αντιπροέδρου της εταιρείας στηριζόταν στο γεγονός ότι όταν μία χώρα ελέγχει μονοπωλιακά τους φυσικούς πόρους, υπερισχύει έναντι των άλλων χωρών και επιβάλλει την πολιτική της.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά την ομοφωνία μεταξύ των συμμάχων της Βορειοτλαντικής Συμμαχίας ότι η σταθερότητα και η ασφάλεια στην Ευρώπη ήταν συνδεδεμένη στενά με τη σταθερότητα και την ασφάλεια στη Μεσόγειο, ξεκίνησε ένας «απευθείας διάλογος» με τα μεσογειακά κράτη που δεν ήταν μέλη του ΝΑΤΟ. Η διαδικασία αυτή είναι γνωστή ως «Μεσογειακός Διάλογος» και στα κράτη που αποδέχθηκαν τη σχετική πρόσκληση του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβάνονται η Αίγυπτος, το Ισραήλ, το Μαρόκο, η Τυνησία, το Ισραήλ, η Ιορδανία, η Αλγερία και η Μαυριτανία.
Η «Μεσογειακή Ένωση» που προέκυψε αργότερα, περιελάμβανε όλα τα κράτη της ΕΕ και όλες τις χώρες της Μεσογείου ή εκείνες που συμμετείχαν στην Ευρωμεσογειακή Συνεργασία. Η βασική ιδέα για τη λειτουργία της Ένωσης ήταν ότι θα μπορούσε να λειτουργεί ως σύνδεσμος ανάμεσα στην Ευρώπη, στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή. Αρχική πρόταση ήταν να γίνουν μέλη μόνο τα κράτη – μέλη της ΕΕ, τα οποία συνορεύουν με τη Μεσόγειο, δηλαδή, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία, η Κύπρος, η Μάλτα και η Σλοβενία. Η δυσαρέσκεια όμως των υπολοίπων χωρών μελών της ΕΕ, όπως της Γερμανίας, είχε ως αποτέλεσμα τελικά να συμπεριληφθούν όλες οι χώρες της Ένωσης και τη μετονομασία της σε «Ένωση για τη Μεσόγειο».
Στους κόλπους όμως της Ένωσης – όπως ήταν αναμενόμενο άλλωστε- δημιουργήθηκαν ορισμένοι άξονες ή τρίγωνα στρατηγικής και συνεργασίας. Ένα από αυτά τα τρίγωνα, και ίσως από τα πιο σημαντικά, αποτελεί το τρίγωνο Γερμανίας, Ρωσίας, Τουρκίας. Ένα δεύτερο μικρότερο, το τρίγωνο Ελλάδας – Τουρκίας – Ισραήλ με συνδετικό κρίκο την Κύπρο. Το δεύτερο αυτό τρίγωνο αποδεικνύει τις αγγλοσαξονικές διαθέσεις στην ευρύτερη περιοχή, την οποία περιλαμβάνει το τρίγωνο, όπως μία παρέμβαση στη Συρία ή στο Ιράν μέσω της Ελλάδας, αλλά και μία θαλάσσια δίοδο προς το Ισραήλ μέσω της Κύπρου.
Ανάμεσα σ’ αυτά τα τρίγωνα βρίσκεται και ο Λίβανος, σημαντικός παράγοντας θρησκευτικής ισορροπίας στη Μέση Ανατολή, όπου διαμένουν περισσότεροι από 15 εκατομμύρια Ορθόδοξοι. Εκτός αυτού μπορεί με την υποστήριξη των λαών της Μέσης Ανατολής να στηρίζει τις ενεργειακές πολιτικές της Μεσογείου.
Τον Ιούνιο του 1995 το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας των ΗΠΑ, στο πλαίσιο της περιγραφής των στόχων της αμερικανικής στρατηγικής για την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ, αναφέρεται αναλυτικά στο ρόλο και τη στρατηγική αξία της Τουρκίας και της Ελλάδας. Μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι η Τουρκία βρίσκεται στο σταυροδρόμι σχεδόν κάθε σημαντικού ζητήματος που απασχολεί τις ΗΠΑ στην Ευρασία, όπως είναι η μεταφορά του φυσικού αερίου. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, στην έκθεση γίνεται μνεία στη στρατηγική θέση που κατέχει στη Μεσόγειο, την οποία φαίνεται ωστόσο να θεωρεί υποδέεστερη της Τουρκίας.
Ουσιαστικά οι ΗΠΑ επιχειρούν να ακυρώσουν την παραδοσιακά ναυτική ισχύ της Ελλάδας και να συνδέσουν περισσότερο το ρόλο της σε σχέση με τα Βαλκάνια. Στόχος των προσπαθειών τους είναι να καταστήσουν την Τουρκία έναν ισχυρό παράγοντα της περιοχής, γι’ αυτό και επιχειρούν να την παρουσιάζουν ως τη νέα ναυτική δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ιστορία βέβαια έχει αποδείξει ότι η Τουρκία δεν μπορεί να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη θάλασσα.