MENU

ΑΙΩΝΙΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Δύο τεράστιες μορφές που βρίσκονται σε περίοπτη θέση στο Πάνθεο των Ηρώων του Έθνους μνημονεύουμε και
τιμούμε αέναα μα πιο πολύ κάθε που μπαίνει η άνοιξη. Τον Γρηγόρη Αυξεντίου, Έφεδρο Αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού από την κατεχόμενη σήμερα Λύση, που έπεσε ηρωικώς μαχόμενος στις 3 Μαρτίου του 1957, πολεμώντας μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματός του τους φλεγματικούς Άγγλους αποικιοκράτες. Και τον τραγουδιστή της Λευτεριάς Ευαγόρα Παλληκαρίδη, από την Τσάδα της Πάφου, τον τελευταίο Εθνομάρτυρα της αγχόνης, που άφησε την τελευταία του Ελληνική Ανάσα στο ικρίωμα της αγχόνης των Βρετανών «συμμάχων», ξημερώματα της 14ης Μαρτίου 1957.
Θαμμένοι μαζί με άλλους έντεκα Ήρωες στα Φυλακισμένα Μνήματα της Λευκωσίας, εντός των Κεντρικών Φυλακών, εκεί όπου οι Βρετανοί έθαβαν κρυφά τις νύκτες, δίχως την παρουσία των γονιών, των συγγενών και φίλων, τους απαγχονισμένους και τις ηγετικές μορφές που έπεφταν στις μάχες κατά τη διάρκεια του Ενωτικού Αγώνα των Κυπρίων του 1955-59. Για να μη μετατρέπονται οι κηδείες τους σε μαζικά συλλαλητήρια και μαχητικές διαδηλώσεις. Ο Γρηγόρης Αυξεντίου ήρθε στην Ελλάδα για να γίνει φιλόλογος. «Μην λυπάσαι που έφυγα από την αγκαλιά σου, γιατί βρίσκομαι στην αγκαλιά της Ελλάδας, της πιο στοργικής μάνας όλου του κόσμου, που είναι υλικά φτωχή, αλλά ψυχικά είναι η πλουσιότερη μάνα όλων των αιώνων», γράφει στη μητέρα του, που του απαντά:
«Γιατί εμέν αρνήθηκες και αγκάλισες άλλη, σ” αρέσαν από μακριά τα ατίμητά της κάλλη…». Ο Γρηγόρης της ανταπαντά: «Δεν είναι από μακριά που γνώρισα τα κάλλη της μητέρα. Μες στην καρδιά μου είχα την τζιαι νύκταν τζιαι ημέραν». Δίνει εξετάσεις για να μπει στη Σχολή Ευελπίδων, κάτι που άρεσε περισσότερο στον πατέρα του. Γράφει την έκθεση ιδεών στη δημοτική γλώσσα και απορρίπτεται. Γίνεται Έφεδρος Αξιωματικός και υπηρετεί στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Εκεί γνωρίζεται με τον Κυριάκο Μάτση, που σπουδάζει στη Γεωπονική Σχολή της Θεσσαλονίκης και μαζί προετοιμάζονται για τον αγώνα Ελευθερίας. Η ελληνική κυβέρνηση αρνείται να τον προάγει σε μόνιμη θέση ανθυπολοχαγού. Πικραμένος επιστρέφει στην Κύπρο, όπου εργάζεται μέχρι την ώρα του προσκλητηρίου του αγώνα.
Μυήθηκε στην Ε.Ο.Κ.Α. τον Ιανουάριο του 1955. Ορκίζεται να αγωνισθεί για την ΕΝΩΣΗ της Κύπρου με τη Μητέρα Ελλάδα, δίνοντας τον λόγο της στρατιωτικής του τιμής στον ίδιο τον Αρχηγό Διγενή. Την πρώτη νύκτα του αγώνα κτυπά τον κρατικό ραδιοσταθμό. Η ταυτότητά του γίνεται γνωστή στους Άγγλους, που τον επικηρύσσουν με το ποσό των 250 λιρών. Αργότερα το ποσό αυξάνεται στις 5.000 λίρες. Τις επόμενες μέρες φθάνει στο νησί, προκειμένου να καταστείλει το αντάρτικο της Ε.Ο.Κ.Α. ο σκληρός στρατάρχης Χάρτινγκ. Ο Γρηγόρης τον υποδέχεται με εκρήξεις που τον τρομάζουν. Κατατρεγμένος όσο κανένας άλλος από την προδοσία:
«Όπου κι αν πάω η προδοσία με καταδιώκει», έγραφε με κάθε ευκαιρία ο ίδιος ο Αυξεντίου. Βγαλμένος από τα βάθη της ελληνικής ιστορίας, βροντοφωνάζει ξανά το «Μολών Λαβέ» του Λεωνίδα. Εκεί στις κακοτράχαλες πλαγιές του ορεινού συμπλέγματος της Μονής Μαχαιρά. Μόνος απέναντι στη σιδηρόφρακτη βρετανική μηχανή. Οι Άγγλοι αδυνατούν να τον εξοντώσουν και τον καίνε ζωντανό!!! Ο πατέρας του τον αναγνωρίζει «απ” τις χοντρές ελληνικές κοκκάλες, όμοιες με τις δικές του, κι απ” τον σταυρό της πατρίδας που ΄χε φυλαχτάρι μες στις τρίχες του κόρφου του. Η μάνα του Αντωνού τον αποχαιρετά με ένα μεστό από λυρισμό Επικήδειο: «…μια μάνα τέτοιου ήρωα, εν προσβολή να κλάψει, προσβάλλει τον λεβέντη της, τζιείνον που θ’ απολάψει. Χαλάλιν της Πατρίδος μου, ο γιος μου, η ζωή μου, τζι αφού εν επαραδόθηκεν, τζι έμεινεν τζιαι σκοτώθηκεν, ας έσιει την ευτζιήν μου…».
Η ελληνική πολιτεία, πολύ καθυστερημένα, το 2002, τον τίμησε, προάγοντάς τον αναδρομικά στον βαθμό του Αντιστράτηγου. Ιδού και η αιώνια παρακαταθήκη του: «Είτε ζήσουμε, είτε πεθάνουμε, ένα θα είναι το έπαθλο του αγώνα μας, για νεκρούς και ζώντας. Η Κύπρος να γίνει Ελληνική και να ζήσει ελεύθερη και ευτυχισμένη. Όσοι, δε, επιζήσουν να μην επιδιώξουν ανταμοιβές και αξιώματα, ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΞΑΡΓΥΡΩΝΟΝΤΑΙ».
Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, παρά το μικρό της ηλικίας του, ήταν ένας φτασμένος ποιητής, αθλητής, αλλά και ένας βαθιά καλλιεργημένος άνθρωπος. Πολύπλευρος και πολυδιάστατος, έκανε και θα να κάνει πάντα αισθητή την παρουσία του ανάμεσά μας. Σε ηλικία 17 χρονών εγκατέλειψε το σχολείο και εντάχθηκε στις αντάρτικες ομάδες της Ε.Ο.Κ.Α.. Είχε ήδη καταγράψει στο βιογραφικά του μεγάλες στιγμές αντίστασης κατά της αποικιοκρατίας. Μαθητής του Ελληνικού Γυμνασίου Πάφου αφαιρεί από το Σχολείο του την αγγλική σημαία και στη θέση της τοποθετεί την ελληνική. Στις 17 Νοεμβρίου 1955 οι μαθητές του Γυμνασίου συγκεντρώθηκαν και προετοίμαζαν μια διαδήλωση από τις γνωστές που οργάνωνε η Άλκιμος Νεολαία Ε.Ο.Κ.Α. (Α.Ν..Ε.) ως αντιπερισπασμό.
Οι στρατιώτες είχαν διαταγή να πυροβολήσουν αδιάκριτα. Ο Ευαγόρας συλλαμβάνεται και οδηγείται στο δικαστήριο, με την κατηγορία ότι συμμετείχε σε οχλαγωγίες. Δεν παραδέχθηκε την κατηγορία και η δίκη αναβλήθηκε για τις 6 Δεκεμβρίου. Μια μέρα πριν από τη δίκη, μπαίνει κρυφά στο σχολείο και αφήνει στην έδρα ένα σημείωμα: «Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μην τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ… Θα πάρω μιαν ανηφοριά, θα πάρω μονοπάτια, να βρω τα σκαλοπάτια που παν στην Λευτεριά …».
Στις 18 Δεκεμβρίου 1956, μαζί με άλλους 2 συναγωνιστές του, μετέφεραν όπλα και τρόφιμα στο βουνό. Ξαφνικά βρέθηκαν αντιμέτωποι με αγγλική περίπολο. Οι 2 συναγωνιστές του Ευαγόρα κατάφεραν να διαφύγουν, αλλά ο ίδιος συνελήφθη. Στην κατοχή του είχε ένα οπλοπολυβόλο Μπρεν γρασαρισμένο που δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και 3 γεμιστήρες. «Έχεις τίποτε να πεις, για να μην καταδικασθείς σε θάνατο;», ρώτησε ο Άγγλος δικαστής. «Γνωρίζω ότι θα καταδικασθώ σε θάνατο, είπε ο Ευαγόρας, θα με κρεμάσετε, το ξέρω. Ό,τι έκαμα, το έκαμα ως Έλλην Κύπριος, που Ζητά τη Ελευθερία του. Εύχομαι να είμαι ο τελευταίος πού θ” αντικρίσει την αγχόνη. Τίποτε άλλο!». Η προσευχή του εισακούστηκε…
Ήταν ο ένατος και τελευταίος ήρωας της αγχόνης… «Στείλε μία λαμπάδα στον Άη Γιώργη και αύριο στεί­λε την μητέρα μου να την δω και να μου φέρει και τον σταυρό μου…», ήταν τα τελευταία λόγια που είπε ο Ευαγόρας απευθυνόμενος στον πατέρα του, που τον επισκέφθηκε την παραμονή του απαγχονισμού. Ήλθαν την επομένη οι γονείς. Για να αντικρίσουν τα παγερά βλέμματα του Άγγλου δεσμοφύλακα και των Τούρκων επικουρικών, που δεν τους επέτρεψαν να τον ασπασθούν ούτε καν πριν από τον απαγχονισμό: «Έτσι όριζε ο νόμος…»! Κλεισμένος μέσα στο στενό και ανήλιαγο κελί ο Ευαγόρας, κι απ” έξω η μάνα, ο πατέρας, οι αδελφές… Το πυκνό συρμάτινο πλέγμα κάνει το τοπίο θολό και δεν επιτρέπει να δουν καθαρά το πρόσωπό του, που παρά τα φρικτά βασανιστήρια έλαμπε από χαρά.
Ο Ευαγόρας αστειεύεται και εμψυχώνει τους δικούς του. Ήρεμος και γαλήνιος ετοιμάζεται για το στερνό ταξίδι… Το εφηβικό του πρόσωπο άστραψε πιο πολύ, καθώς περνούσε στον λαιμό του το σύμβολο της πίστεως. Τώρα θα βγει συντροφιά μαζί του. Θα βαδίσει άφοβα προς την αθανασία… Ο Ευαγόρας πέρασε στην αιωνιότητα αφήνοντας πίσω του κληρονομιά ανεκτίμητη το πολυσύνθετο έργο του. Στίχους που ευωδιάζουν Ελλάδα και αγνό ανεπιτήδευτο έρωτα. Ποιήματα και γράμματα που ο Ευαγόρας έγραφε στα περιθώρια των μαθητικών τετραδίων, στα αντάρτικα λημέρια, ακόμα και μέσα από τα κελιά των μελλοθανάτων. Για δύο αποδέκτες! Τη Μάνα Ελλάδα και ένα ανεκπλήρωτο έρωτά του.
Γρηγόρης Αυξεντίου και Ευαγόρας Παλληκαρίδης. Δύο ανυπέρβλητα Μεγέθη, βγαλμένα μέσα από τους διαιώνιους θρύλους της ελληνικής μυθολογίας, που επάξια κατέχουν περίοπτη θέση στο αέτωμα των μαρτύρων του Έθνους. Αιώνια Πρότυπα Εθνικής Αξιοπρέπειας, Ηθικής Ευαισθησίας και Δημοκρατικού Ήθους. ΑΘΑΝΑΤΟΙ!
ΝΤΙΝΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΗ
Εκπαιδευτικός στο ΤΕΙ Λάρισας από το Μονάγρι Λεμεσού