30 Απριλίου 1945. Ώρα 4 τα ξημερώματα. Το Βερολίνο πολιορκούνταν από συμμαχικές δυνάμεις που εξόντωναν και τους τελευταίους θύλακες αντίστασης των γερμανικών δυνάμεων.
Ο Χίτλερ στο καταφύγιο, έβλεπε ότι η ώρα που θα έπεφτε στα χέρια των εχθρών του πλησίαζε.
Πριν αυτοκτονήσει, κάλεσε στο γραφείο μια από τις γραμματείς του, με σκοπό να της υπαγορεύσει την πολιτική του διαθήκη. Το τελευταίο γραπτό μνημείο μίσους εναντίον των Εβραίων, που συνοδευόταν από ψέματα και προτροπές στους Γερμανούς για συνέχιση της φυλετικής ιδεολογίας του Γ΄ Ράιχ.
Τρία αντίγραφα της διαθήκης έπεσαν στα χέρια των συμμάχων. Δύο από αυτά στους Αμερικάνους και ένα στους Άγγλους. «Δεν ήθελα τον πόλεμο» Στην αρχή της διαθήκης του ο Αδόλφος Χίτλερ περιέγραφε τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής του, από τότε που υπηρέτησε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, γράφοντας το πώς κατανάλωσε το χρόνο, τις δυνάμεις και την υγεία του, με κίνητρο την αγάπη και την πίστη στο λαό. «Δεν είναι αλήθεια ότι εγώ ή οποιασδήποτε άλλος στη Γερμανία θέλησε τον πόλεμο του έτους 1939.
Τον πόλεμο τον θέλησαν και τον προκάλεσαν οι πολιτικοί που ήταν εβραϊκής καταγωγής ή εξυπηρετούσαν εβραϊκά συμφέροντα. Εγώ έκανα πολλές προτάσεις για τον περιορισμό των εξοπλισμών, ώστε να μην είναι δυνατόν να θεωρούμαι υπαίτιος αυτού του πολέμου.
Ούτε επιθύμησα ποτέ, μετά τον Πρώτο ατυχή Παγκόσμιο Πόλεμο, την κήρυξη ενός Δεύτερου Πολέμου εναντίον της Αγγλίας και της Αμερικής. Θα περάσουν αιώνες αλλά από τα ερείπια των πόλεων μας και των μνημείων μας θα αναδίδεται αιωνίως το μίσος εναντίον του υπεύθυνου λαού, στον οποίο οφείλουμε όλα αυτά: τον διεθνή Ιουδαϊσμό και τους υποστηρικτές του».
«Δεν επιθυμώ να πέσω στα χέρια των εχθρών» Στη συνέχεια της διαθήκης αναφέρθηκε στην εισβολή στην Πολωνία, για την οποία ανέφερε ότι πρότεινε στους Πολωνούς λύση των γερμανοπολωνικών προβλημάτων υπό διεθνή έλεγχο. Κατηγορούσε τους άγγλους πολιτικούς που επιθυμούσαν τον πόλεμο, είτε «για την ελπίδα επικερδών επιχειρήσεων», είτε «παρακινημένοι από την προπαγάνδα του διεθνούς Ιουδαϊσμού».
Και εξηγούσε για ποιο λόγο θα έμενε μέχρι τέλους στο Βερολίνο. «… δεν μπορώ να αποχωριστώ την πόλη που είναι η πρωτεύουσα αυτής της αυτοκρατορίας. Θα ήθελα να μοιραστώ τη μοίρα των εκατομμυρίων εκείνων, που δέχθηκαν να παραμείνουν στην πόλη. Εξάλλου, δεν επιθυμώ να πέσω στα χέρια των εχθρών που χρειάζονται ένα νέο θέαμα σκηνοθετημένο από τους Εβραίους για να ψυχαγωγήσουν τους λυσσασμένους όχλους τους. Αποφάσισα να μείνω στο Βερολίνο και να διαλέξω μόνος μου το θάνατο τη στιγμή την οποία θα κρίνω ότι δεν μπορώ πια να διατηρήσω τα αξιώματα του Φύρερ και του Καγκελαρίου.
Πεθαίνω ευχαριστημένος από τις αναρίθμητες γενναίες πράξεις των στρατιωτών μας στο μέτωπο και των γυναικών μας στην πατρίδα. Από το έργο των αγροτών και των εργατών μας και από τη μοναδική στην Ιστορία αυταπάρνηση της νεολαίας μας, που φέρει το όνομά μας».
Πριν πεθάνω διώχνω τους προδότες Γκέρινγκ και Χίμλερ Ο Χίτλερ δεν παρέλειψε στη διαθήκη του να παρακινήσει όλους τους υποστηρικτές του: «να συνεχίσουν τον αγώνα του Έθνους και να ενισχύσουν με κάθε μέσο την εθνικοσοσιαλιστική κατεύθυνση και το πνεύμα αντίστασης των στρατιωτών». Δηλαδή τους καλούσε να μην συνθηκολογήσουν σε καμία περίπτωση και να «εκτελέσουν πιστά το καθήκον τους ως το θάνατο».
«Πριν πεθάνω διώχνω από το κόμμα τον πρώην στρατάρχη του Γ’ Ράιχ, Χέρμαν Γκέρινγκ και τον πρώην αρχηγό των Ες Ες, Χάινριχ Χίμλερ. Με τις μυστικές διαπραγματεύσεις που διεξήγαγαν με τον εχθρό εν αγνοία μου και παρά τη θέλησή μου και με την απόπειρά τους να καταλάβουν για λογαριασμό τους την εξουσία εναντίον του νόμου, προκάλεσαν τεράστια ζημιά στη χώρα και σε όλον τον λαό, χωρίς να λάβουμε υπόψη την προδοσία προς το πρόσωπό μου».
«Να αγωνιστείτε για τη διατήρηση των φυλετικών νόμων» Αναφερόμενος στα στελέχη της νέας κυβέρνησης που σχημάτισε από το Καταφύγιο, τους προέτρεπε «να είναι σκληροί αλλά ποτέ άδικοι». Τους ζητούσε να μην προάγουν το φόβο σε σύμβουλο των πράξεών τους και να θέτουν την τιμή του Έθνους πάνω από όλα. «Ας γνωρίζουν ότι το έργο της ανοικοδόμησης ενός εθνικοσοσιαλιστικού κράτους αντιπροσωπεύει το έργο των αιώνων του μέλλοντος και υποχρεώνει τον καθένα να υπηρετεί πάντα το κοινό συμφέρον .
Και επάνω από όλα ζητώ από τους αρχηγούς του Έθνους και από τους υφισταμένους τους να αγωνισθούν για τη διατήρηση των φυλετικών νόμων και να αντιταχθούν χωρίς οίκτο στον δηλητηριαστή όλων των λαών, τον διεθνή Ιουδαϊσμό». Υπογραφή: Αδόλφος Χίτλερ. Μάρτυρες: Δρ. Γιόζεφ Γκέμπελς, Μάρτιν Μπόρμαν, Βίλχελμ Μπούργκντορφ, Χανς Κρεμπς.
Ο Χίτλερ στο καταφύγιο, έβλεπε ότι η ώρα που θα έπεφτε στα χέρια των εχθρών του πλησίαζε.
Πριν αυτοκτονήσει, κάλεσε στο γραφείο μια από τις γραμματείς του, με σκοπό να της υπαγορεύσει την πολιτική του διαθήκη. Το τελευταίο γραπτό μνημείο μίσους εναντίον των Εβραίων, που συνοδευόταν από ψέματα και προτροπές στους Γερμανούς για συνέχιση της φυλετικής ιδεολογίας του Γ΄ Ράιχ.
Τρία αντίγραφα της διαθήκης έπεσαν στα χέρια των συμμάχων. Δύο από αυτά στους Αμερικάνους και ένα στους Άγγλους. «Δεν ήθελα τον πόλεμο» Στην αρχή της διαθήκης του ο Αδόλφος Χίτλερ περιέγραφε τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής του, από τότε που υπηρέτησε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, γράφοντας το πώς κατανάλωσε το χρόνο, τις δυνάμεις και την υγεία του, με κίνητρο την αγάπη και την πίστη στο λαό. «Δεν είναι αλήθεια ότι εγώ ή οποιασδήποτε άλλος στη Γερμανία θέλησε τον πόλεμο του έτους 1939.
Τον πόλεμο τον θέλησαν και τον προκάλεσαν οι πολιτικοί που ήταν εβραϊκής καταγωγής ή εξυπηρετούσαν εβραϊκά συμφέροντα. Εγώ έκανα πολλές προτάσεις για τον περιορισμό των εξοπλισμών, ώστε να μην είναι δυνατόν να θεωρούμαι υπαίτιος αυτού του πολέμου.
«Δεν επιθυμώ να πέσω στα χέρια των εχθρών» Στη συνέχεια της διαθήκης αναφέρθηκε στην εισβολή στην Πολωνία, για την οποία ανέφερε ότι πρότεινε στους Πολωνούς λύση των γερμανοπολωνικών προβλημάτων υπό διεθνή έλεγχο. Κατηγορούσε τους άγγλους πολιτικούς που επιθυμούσαν τον πόλεμο, είτε «για την ελπίδα επικερδών επιχειρήσεων», είτε «παρακινημένοι από την προπαγάνδα του διεθνούς Ιουδαϊσμού».
Και εξηγούσε για ποιο λόγο θα έμενε μέχρι τέλους στο Βερολίνο. «… δεν μπορώ να αποχωριστώ την πόλη που είναι η πρωτεύουσα αυτής της αυτοκρατορίας. Θα ήθελα να μοιραστώ τη μοίρα των εκατομμυρίων εκείνων, που δέχθηκαν να παραμείνουν στην πόλη. Εξάλλου, δεν επιθυμώ να πέσω στα χέρια των εχθρών που χρειάζονται ένα νέο θέαμα σκηνοθετημένο από τους Εβραίους για να ψυχαγωγήσουν τους λυσσασμένους όχλους τους. Αποφάσισα να μείνω στο Βερολίνο και να διαλέξω μόνος μου το θάνατο τη στιγμή την οποία θα κρίνω ότι δεν μπορώ πια να διατηρήσω τα αξιώματα του Φύρερ και του Καγκελαρίου.
Πεθαίνω ευχαριστημένος από τις αναρίθμητες γενναίες πράξεις των στρατιωτών μας στο μέτωπο και των γυναικών μας στην πατρίδα. Από το έργο των αγροτών και των εργατών μας και από τη μοναδική στην Ιστορία αυταπάρνηση της νεολαίας μας, που φέρει το όνομά μας».
Πριν πεθάνω διώχνω τους προδότες Γκέρινγκ και Χίμλερ Ο Χίτλερ δεν παρέλειψε στη διαθήκη του να παρακινήσει όλους τους υποστηρικτές του: «να συνεχίσουν τον αγώνα του Έθνους και να ενισχύσουν με κάθε μέσο την εθνικοσοσιαλιστική κατεύθυνση και το πνεύμα αντίστασης των στρατιωτών». Δηλαδή τους καλούσε να μην συνθηκολογήσουν σε καμία περίπτωση και να «εκτελέσουν πιστά το καθήκον τους ως το θάνατο».
«Πριν πεθάνω διώχνω από το κόμμα τον πρώην στρατάρχη του Γ’ Ράιχ, Χέρμαν Γκέρινγκ και τον πρώην αρχηγό των Ες Ες, Χάινριχ Χίμλερ. Με τις μυστικές διαπραγματεύσεις που διεξήγαγαν με τον εχθρό εν αγνοία μου και παρά τη θέλησή μου και με την απόπειρά τους να καταλάβουν για λογαριασμό τους την εξουσία εναντίον του νόμου, προκάλεσαν τεράστια ζημιά στη χώρα και σε όλον τον λαό, χωρίς να λάβουμε υπόψη την προδοσία προς το πρόσωπό μου».
«Να αγωνιστείτε για τη διατήρηση των φυλετικών νόμων» Αναφερόμενος στα στελέχη της νέας κυβέρνησης που σχημάτισε από το Καταφύγιο, τους προέτρεπε «να είναι σκληροί αλλά ποτέ άδικοι». Τους ζητούσε να μην προάγουν το φόβο σε σύμβουλο των πράξεών τους και να θέτουν την τιμή του Έθνους πάνω από όλα. «Ας γνωρίζουν ότι το έργο της ανοικοδόμησης ενός εθνικοσοσιαλιστικού κράτους αντιπροσωπεύει το έργο των αιώνων του μέλλοντος και υποχρεώνει τον καθένα να υπηρετεί πάντα το κοινό συμφέρον .
Και επάνω από όλα ζητώ από τους αρχηγούς του Έθνους και από τους υφισταμένους τους να αγωνισθούν για τη διατήρηση των φυλετικών νόμων και να αντιταχθούν χωρίς οίκτο στον δηλητηριαστή όλων των λαών, τον διεθνή Ιουδαϊσμό». Υπογραφή: Αδόλφος Χίτλερ. Μάρτυρες: Δρ. Γιόζεφ Γκέμπελς, Μάρτιν Μπόρμαν, Βίλχελμ Μπούργκντορφ, Χανς Κρεμπς.