ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΡΑΙΟΣ ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗΣ: Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ-Ο ΦΡΙΚΤΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΣ- Ο ΘΟΥΡΙΟΣ.Θανατώθηκε διά στραγγαλισμού , μαζί με άλλους επτά συντρόφους του, στις 12 Ιουνίου 1798

ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΗΣ, ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ, ΜΑΡΤΥΡΑΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ ΝΟΥΣ, ΕΘΝΕΓΕΡΤΗΣ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΗΣ.

1798.—[π. ημερ.] Ύστερα από μήνες βασανιστικών ανακρίσεων, δολοφονείται ο Ρήγας Βελεστινλής [Φεραίος] μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του Νεωτέρου Ελληνισμού. Διαφωτιστής, Επαναστάτης, Μάρτυρας, Πολιτικός και Στρατιωτικός νους, Εθνεγέρτης και Οραματιστής. Είχε οδηγηθεί στην φυλακή με την κατηγορία ότι είχε καταστρώσει επαναστατικό σχέδιο για την κατάλυση της οθωμανικής τυραννίας και την απελευθέρωση της Ελλάδος και των άλλων Βαλκανικών λαών. Επειδή δεν ήταν δυνατόν να στοιχειοθετηθεί κατηγορία εναντίον του, εφ’όσον οι ενέργειές του δεν εστρέφοντο εναντίον της νομιμότητος του κράτους της Αυστρίας, καταβλήθηκε προσπάθεια από τον υπουργό της Αστυνομίας να μην δικασθεί από τα ποινικά δικαστήρια, γιατί ο Ρήγας και οι σύντροφοί του θα απαλλάσσονταν από τους δικαστές.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Γεννήθηκε το 1757, όταν η Θεσσαλία στέναζε κάτω από την τυραννία του Σουλτάνου, στο Βελεστίνο Μαγνησίας, όπου βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας πόλεως των Φερών, από ντόπιους γονείς. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν «Ρήγας», όνομα που συνηθιζόταν στην περιοχή του Βελεστίνου και του Πηλίου, ενώ ως επώνυμο, κατά τη συνήθεια των λογίων της εποχής του, χρησιμοποίησε το «Βελεστινλής», από το όνομα του τόπου όπου γεννήθηκε. Νέος με δίψα για μάθηση, σπούδασε στη Σχολή της Ζαγοράς Πηλίου, στην οποία μελετούσε και αρχαίους συγγραφείς. Σε ηλικία περίπου είκοσι ετών πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμαθε ξένες γλώσσες και αύξησε τις γνώσεις του κοντά στους Φαναριώτες. Αργότερα εγκαταστάθηκε στη Βλαχία. Σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της επαναστατικής σκέψης του Ρήγα, διαδραμάτησαν σημαντικά γεγονότα της εποχής του, όπως τα Ορλωφικά και η Γαλλική Επανάσταση. Στόχος του τελικός ήταν “να αναλάβη το πεπτωκός Ελληνικόν γένος, να φθάσει στην πρότερή του θέση, στην παιδεία και στη μόρφωση“. Έδωσε προτεραιότητα στην ψυχική προετοιμασία των σκλαβωμένων, ώστε να πάρουν τα όπλα και να επαναστατήσουν κατά της Οθωμανικής τυραννίας, θέλοντας πρώτα να εξυψώσει το ηθικό τους και μετά να τους ωθήσει στον αγώνα της επανάστασης. «Ως προπαρασκευαστικόν μέσον προς τον σκοπόν τούτον, συνέταξε και διέδωσεν ο Ρήγας σφόδρα επαναστατικόν τραγούδι, τον Θούριον ύμνον… Εξέδωκεν εικόνας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με παρατηρήσεις περί της ανδρείας του, με την πρόθεσιν να κάμη εις τους Έλληνας την αντίθεσιν μεταξύ της παλαιάς και της σημερινής καταστάσεως». Θεωρώντας την αναρχία ως μορφή τυραννίας είχε την πρόνοια να συντάξει σε μια εποχή σκλαβιάς τον πρώτο Καταστατικό Πολιτειακό Χάρτη του βαλκανικού χώρου με το όνομα Νέα Πολιτική Διοίκησις, όπου περιέχονται τα Δίκαια του Ανθρώπου και το Σύνταγμα. Γνωρίζοντας ότι η στρατιωτική επιτυχία ήταν βασικό μέρος του επαναστατικού του σχεδίου, είχε την πρόνοια, πριν από την κάθοδό του στην Ελλάδα, να μεταφράσει ένα βασικό εγχειρίδιο στρατιωτικής τέχνης του γνωστού Αυστριακού στρατάρχη von Khevenhuller , το «Στρατιωτικόν Εγκόλιον». Ο Ρήγας είχε συλλάβει ένα συγκεκριμένο στρατιωτικό σχέδιο για την έναρξη και επέκταση της επανάστασής του. Και ακόμη είχε προνοήσει για την μετά την επανάσταση λειτουργία μιας δημοκρατικής πολιτείας στο Βαλκανικό χώρο, με τη συνεργασία των λαών, που την απάρτιζαν. Συνοπτικά διαπιστώνεται ότι ο Ρήγας Βελεστινλής είναι μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του Ελληνικού και Βαλκανικού χώρου: Διαφωτιστής, Επαναστάτης, Πολιτικός νους, Στρατιωτικός νους, Μάρτυρας, Εθνεγέρτης και Οραματιστής μιας δημοκρατικής πολιτείας του Βαλκανικού χώρου. Οδηγήθηκε στην φυλακή με την κατηγορία ότι είχε καταστρώσει επαναστατικό σχέδιο για την κατάλυση της οθωμανικής τυραννίας και την απελευθέρωση της Ελλάδος και των άλλων Βαλκανικών λαών. Επειδή δεν ήταν δυνατόν να στοιχειοθετηθεί κατηγορία εναντίον του, εφ’όσον οι ενέργειές του δεν εστρέφοντο εναντίον της νομιμότητος του κράτους της Αυστρίας, καταβλήθηκε προσπάθεια από τον υπουργό της Αστυνομίας να μην δικασθεί από τα ποινικά δικαστήρια, γιατί ο Ρήγας και οι σύντροφοί του θα απαλλάσσονταν από τους δικαστές. Με σίδερα στα πόδια και στα χέρια, όπως γράφουν τα σχετικά έγγραφα, και μαρτύρια έξι μηνών, παραδόθηκε από τους Αυστριακούς στον τούρκο καϊμακάμη του Βελιγραδίου. Στραγγαλίσθηκε τον Ιούνιο του 1798 στον πύργο Νεμπόϊζα του Βελιγραδίου, που βρίσκεται δίπλα στον Δούναβη, μαζί με άλλους επτά Συντρόφους του. Πιστός στο καθήκον για τα ιδανικά της ελευθερίας και των «Δικαίων του Ανθρώπου«. πηγή

Ὁ φρικτός θάνατος τοῦ Βελεστινλῆ (12 Ἰουνίου 1978)

https://averoph.files.wordpress.com/2014/06/cf81cf86-cebdceb5cebccf80cebfcf8acf83ceb1.jpg?w=251&h=260

ΠΥΡΓΟΣ Nebojša (ἀπό τήν πρωτότυπη φωτ/φία στό:wikimapia.org)
Ο Ρήγας συνελήφθη στην Τεργέστη την 1η Δεκεμβρίου του 1797 μαζί με τον Περραιβό. Κατόπιν οδηγήθηκε στη Βιέννη, στις 14 Φεβρουαρίου 1798, όπου ανακρίθηκε μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους του. Κατάληξη των ανακρίσεων, σε συνδυασμό με τις συνεννοήσεις με τον Σουλτάνο, ήταν να εκτοπισθούν από τους συλληφθέντες οι Αυστριακοί και άλλων εθνοτήτων υπήκοοι για να δικαστούν από τις Αυστριακές αρχές, εκτός από τους Οθωμανούς, που απελάθηκαν και οδηγήθηκαν στην Οθωμανική επικράτεια για να υποστούν τις κυρώσεις του Σουλτάνου. Ο Ρήγας (41 χρονών) και οι επτά σύντροφοί του, που ανήκαν στην ίδια κατηγορία, ο Ευστράτιος Αργέντης (31 χρονών, έμπορος από τη Χίο), ο Δημήτριος Νικολίδης (32 χρονών,γιατρός από τα Ιωάννινα), οΑντώνιος Κορωνιός (27 χρονών, έμπορος και λόγιος από τη Χίο), ο Ιωάννης Καρατζάς (31 χρονών, λόγιος από τη Λευκωσία της Κύπρου), ο Θεοχάρης Γεωργίου Τουρούντζιας (22 χρονών, έμπορος από την Σιάτιστα), ο Ιωάννης Εμμανουήλ (24 χρονών, φοιτητής της ιατρικής από τη Καστοριά) και ο Παναγιώτης Εμμανουήλ (22 χρονών, αδερφός του προηγούμενου και υπάλληλος του Αργέντη), με συνοδεία των αυστριακών αρχών παραδόθηκαν στις 10 Μαΐου 1798 στους Τούρκους του Βελιγραδίου και φυλακίστηκαν στον πύργο Nebojša (Небојша), παραποτάμιο φρούριο του Βελιγραδίου. Εκεί, ύστερα από συνεχή βασανιστήρια, στις 12 Ιουνίου του 1798, στραγγαλίστηκαν και τα σώματά τους ρίχτηκαν στον Δούναβη. Εδώ, πρέπει να σημειωθεί ότι, μόλις μαθεύτηκε η σύλληψη του Ρήγα, πολλοί έκανα έκκληση, στο σουλτάνο Σελίμ Γ΄, για την απελευθέρωση του. Ανάμεσα σε αυτούς ο φίλος του Ρήγα, Οσμάν Πασβανόγλου, ηγεμόνας του Βιδινίου και ο Αλή Πασάς αλλά μάταια.
ΠΗΓΗ -το είδα στο Αβέρωφ


ΘΟΥΡΙΟΣ- (ολόκληρος, στίχοι)

ἤτοι ὁρμητικὸς πατριωτικὸς ὕμνος πρῶτος, εἰς τὸν ἦχον

ΜΙΑ ΠΡΟΣΤΑΓΗ ΜΕΓΑΛΗ
Ὡς πότε παλικάρια, νὰ ζοῦμε στὰ στενά, μονάχοι σὰ λεοντάρια, σταῖς ράχαις στὰ βουνά; Σπηλιαῖς νὰ κατοικοῦμε, νὰ βλέπωμεν κλαδιά, νὰ φεύγωμ᾿ ἀπ᾿ τὸν κόσμον, γιὰ τὴν πικρὴ σκλαβιά; Νὰ χάνωμεν ἀδέλφια, πατρίδα καὶ γονεῖς, τοὺς φίλους, τὰ παιδιά μας, κι ὅλους τοὺς συγγενεῖς; Καλλιῶναι μίας ὥρας ἐλεύθερη ζωή, παρὰ σαράντα χρόνοι, σκλαβιὰ καὶ φυλακή. Τί σ᾿ ὠφελεῖ ἂν ζήσῃς, καὶ εἶσαι στὴ σκλαβιά; στοχάσου πῶς σὲ ψαίνουν, καθ᾿ ὥραν στὴν φωτιά. Βεζύρης, δραγουμάνος, ἀφέντης κι᾿ ἂν σταθῇς ὁ τύραννος ἀδίκως σὲ κάμνει νὰ χαθῇς. Δουλεύεις ὅλ᾿ ἡμέρα, σὲ ὅ,τι κι᾿ ἂν σὲ πῇ, κι᾿ αὐτὸς πασχίζει πάλιν, τὸ αἷμα σου νὰ πιῇ. Ὁ Σοῦτζος, κι᾿ ὁ Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβῆς Γκίκας καὶ Μαυρογένης, καθρέπτης, εἶν᾿ νὰ ἰδῇς. Ἀνδρεῖοι καπετάνοι, παπᾶδες, λαϊκοί, σκοτώθηκαν κι᾿ ἀγάδες, μὲ ἄδικον σπαθί. Κι᾿ ἀμέτρητ᾿ ἄλλοι τόσοι, καὶ Τοῦρκοι καὶ Ῥωμιοί, ζωὴν καὶ πλοῦτον χάνουν, χωρὶς κᾀμμιὰ ῾φορμή. Ἐλᾶτε μ᾿ ἕναν ζῆλον, σὲ τοῦτον τὸν καιρόν, νὰ κάμωμεν τὸν ὅρκον, ἐπάνω στὸν Σταυρόν. Συμβούλους προκομμένους, μὲ πατριωτισμὸν νὰ βάλωμεν εἰς ὅλα, νὰ δίδουν ὁρισμόν. Οἱ νόμοι νἆν᾿ ὁ πρῶτος, καὶ μόνος ὁδηγός, καὶ τῆς πατρίδος ἕνας, νὰ γένῃ ἀρχηγός. Γιατὶ κ᾿ ἡ ἀναρχία, ὁμοιάζει τὴν σκλαβιά, νὰ ζοῦμε σὰν θηρία, εἶν᾿ πλιὸ σκληρὴ φωτιά. Καὶ τότε μὲ τὰ χέρια, ψηλὰ στὸν οὐρανὸν ἂς ποῦμ᾿ ἀπ᾿ τὴν καρδιά μας, ἐτοῦτα στὸν Θεόν· Ἐδῶ συκώνονται οἱ πατριῶται ὀρθοί, καὶ ὑψώνοντες τὰς χεῖρας πρὸς τὸν οὐρανόν, / κάμνουν τὸν ὅρκον. Ὅρκος κατὰ τῆς τυραννίας καὶ τῆς ἀναρχίας. Ὦ βασιλεῦ τοῦ κόσμου, ὁρκίζομαι σὲ σέ, στὴν γνώμην τῶν τυράννων, νὰ μὴν ἐλθῶ ποτέ. Μήτε νὰ τοὺς δουλεύσω, μήτε νὰ πλανηθῶ, εἰς τὰ ταξίματά τους, γιὰ νὰ παραδοθῶ. Ἐν ὅσῳ ζῶ στὸν κόσμον, ὁ μόνος μου σκοπός, γιὰ νὰ τοὺς ἀφανίσω, θὲ νἆναι σταθερός. Πιστὸς εἰς τὴν πατρίδα, συντρίβω τὸν ζυγόν, ἀχώριστος γιὰ νἆμαι, ὑπὸ τὸν στρατηγόν. Κι᾿ ἂν παραβῶ τὸν ὅρκον, ν᾿ ἀστράψ᾿ ὁ οὐρανός, καὶ νὰ μὲ κατακάψῃ, νὰ γένω σὰν καπνός. Τέλος τοῦ ὅρκου Σ᾿ ἀνατολὴ καὶ δύσι, καὶ νότον καὶ βοριά, γιὰ τὴν πατρίδα ὅλοι, νἄχωμεν μιὰ καρδιά. Στὴν πίστιν του καθ᾿ ἕνας, ἐλεύθερος νὰ ζῇ, στὴν δόξαν τοῦ πολέμου, νὰ τρέξωμεν μαζί. Βουλγάροι κι᾿ Ἀρβανῆτες, Ἀρμένοι καὶ Ῥωμιοί, Ἀράπηδες καὶ ἄσπροι, μὲ μιὰ κοινὴν ὁρμή, Γιὰ τὴν ἐλευθερίαν, νὰ ζώσωμεν σπαθί, πῶς εἴμαστ᾿ ἀντριωμένοι, παντοῦ νὰ ξακουσθῇ. Ὅσ᾿ ἀπ᾿ τὴν τυραννίαν, πῆγαν στὴν ξενητιὰ στὸν τόπον του καθ᾿ ἕνας, ἂς ἔλθῃ τώρα πλιά. Καὶ ὅσοι τοῦ πολέμου, τὴν τέχνην ἀγροικοῦν ἐδῶ ἂς τρέξουν ὅλοι, τυράννους νὰ νικοῦν. Ἡ Ῥούμελη τοὺς κράζει, μ᾿ ἀγκάλαις ἀνοιχταῖς, τοὺς δίδει βιὸ καὶ τόπον, ἀξίαις καὶ τιμαῖς. Ὡς πότ᾿ ὀφφικιάλος, σὲ ξένους Βασιλεῖς; ἔλα νὰ γένῃς στῦλος, δικῆς σου τῆς φυλῆς. Κάλλιο γιὰ τὴν πατρίδα, κᾀνένας νὰ χαθῇ ἢ νὰ κρεμάσῃ φοῦντα, γιὰ ξένον στὸ σπαθί. Καὶ ὅσοι προσκυνήσουν, δὲν εἶναι πλιὸ ἐχθροί, ἀδέλφια μας θὰ γένουν, ἂς εἶναι κ᾿ ἐθνικοί. Μὰ ὅσοι θὰ τολμήσουν, ἀντίκρυ νὰ σταθοῦν, ἐκεῖνοι καὶ δικοί μας, ἂν εἶναι, ἂς χαθοῦν. Σουλιώταις καὶ Μανιώταις, λιοντάρια ξακουστὰ ὡς πότε σταῖς σπηλιαῖς σας, κοιμᾶστε σφαλιστά; Μαυροβουνιοῦ καπλάνια, Ὀλύμπου σταυρ᾿ ἀητοί, κι᾿ Ἀγράφων τὰ ξεφτέρια, γεννῆτε μιὰ ψυχή. Ἀνδρεῖοι Μακεδόνες, ὁρμήσετε γιὰ μιά, καὶ αἷμα τῶν τυράννων, ρουφῆστε σὰ θεριά. Τοῦ Σάββα καὶ Δουνάβου, ἀδέλφια Χριστιανοί, μὲ τ᾿ ἄρματα στὸ χέρι, καθ᾿ ἕνας ἂς φανῇ, Τὸ αἷμα σας ἂς βράσῃ, μὲ δίκαιον θυμόν, μικροὶ μεγάλ᾿ ὁμῶστε, τυράννου τὸν χαμόν. Λεβέντες ἀντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί, ὁ βάρβαρος ὡς πότε, θὲ νὰ σᾶς τυραννῇ. Μὴν καρτερῆτε πλέον, ἀνίκητοι Λαζοί, χωθῆτε στὸ μπογάζι, μ᾿ ἐμᾶς καὶ σεῖς μαζί. Δελφίνια τῆς θαλάσσης, ἀζδέρια τῶν νησιῶν, σὰν ἀστραπὴ χυθῆτε, χτυπᾶτε τὸν ἐχθρόν. Τῆς Κρήτης καὶ τῆς Νύδρας, θαλασσινὰ πουλιά, καιρὸς εἶν᾿ τῆς πατρίδος, ν᾿ ἀκοῦστε τὴν λαλιά. Κι᾿ ὅσ᾿ εἶστε στὴν ἀρμάδα, σὰν ἄξια παιδιά, οἱ νόμοι σᾶς προστάζουν, νὰ βάλετε φωτιά. Μ᾿ ἐμᾶς κ᾿ ἐσεῖς Μαλτέζοι, γεννῆτ᾿ ἕνα κορμί, κατὰ τῆς τυραννίας, ῥιχθῆτε μὲ ὁρμή. Σᾶς κράζει ἡ Ἑλλάδα, σᾶς θέλει σᾶς πονεῖ, ζητᾷ τὴν συνδρομήν σας, μὲ μητρικὴν φωνή. Τί στέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον ἐκστατικός; τεινάξου στὸ Μπαλκάνι, φώλιασε σὰν ἀητός. Τοὺς μπούφους καὶ κοράκους, καθόλου μὴν ψηφᾷς, μὲ τὸν ῥαγιὰ ἑνώσου, ἂν θέλῃς νὰ νικᾷς. Συλήστρα καὶ Μπραΐλα, Σμαῆλι καὶ Κιλί, Μπενδέρι καὶ Χωτῆνι, ἐσένα προσκαλεῖ. Στρατεύματά σου στεῖλε, κ᾿ ἐκεῖνα προσκυνοῦν γιατὶ στὴν τυραννίαν, νὰ ζήσουν δὲν μποροῦν. Γγιουρντζῆ πλιὰ μὴ κοιμᾶσαι, συκώσου μὲ ὁρμήν, τὸν Προύσια νὰ μοιάσῃς, ἔχεις τὴν ἀφορμήν. Καὶ σὺ ποῦ στὸ Χαλέπι, ἐλεύθερα φρονεῖς πασιᾶ καιρὸν μὴ χάνεις, στὸν κάμπον νὰ φανῇς. Μὲ τὰ στρατεύματά σου, εὐθὺς νὰ συκωθῇς, στῆς Πόλης τὰ φερμάνια, ποτὲ νὰ μὴ δοθῇς. Τοῦ Μισιριοῦ ἀσλάνια, γιὰ πρώτη σας δουλειά, δικόν σας ἕνα μπέη, κάμετε βασιλιά. Χαράτζι τῆς Αἰγύπτου, στὴν Πόλ᾿ ἂς μὴ φανῇ, γιὰ νὰ ψοφήσ᾿ ὁ λύκος, ὁποῦ σᾶς τυραννεῖ. Μὲ μιὰ καρδίαν ὅλοι, μιὰ γνώμην, μιὰ ψυχή, χτυπᾶτε τοῦ τυράννου, τὴν ῥίζα νὰ χαθῇ. Ν᾿ ἀνάψωμεν μιὰ φλόγα, σὲ ὅλην τὴν Τουρκιά, νὰ τρέξ᾿ ἀπὸ τὴν Μπόσνα, καὶ ὡς τὴν Ἀραπιὰ Ψηλὰ στὰ μπαϊράκια, συκῶστε τὸν σταυρόν, καὶ σὰν ἀστροπελέκια, χτυπᾶτε τὸν ἐχθρόν. Ποτὲ μὴ στοχασθῆτε, πῶς εἶναι δυνατός, καρδιοκτυπᾷ καὶ τρέμει, σὰν τὸν λαγὸν κι᾿ αὐτός. Τρακόσοι Γγιρτζιαλῆδες, τὸν ἔκαμαν νὰ ἰδῇ, πῶς δὲν μπορεῖ μὲ τόπια, μπροστᾶ τους νὰ εὐγῇ. Λοιπὸν γιατί ἀργῆτε, τί στέκεσθε νεκροί; ξυπνήσετε μὴν εἶστε ἐνάντιοι κ᾿ ἐχθροί. Πῶς οἱ προπάτορές μας, ὁρμοῦσαν σὰ θεριά, γιὰ τὴν ἐλευθερίαν, πηδοῦσαν στὴ φωτιά. Ἔτζι κ᾿ ἡμεῖς, ἀδέλφια, ν᾿ ἁρπάξωμεν γιὰ μιὰ τ᾿ ἄρματα, καὶ νὰ βγοῦμεν ἀπ᾿ τὴν πικρὴ σκλαβιά. Νὰ σφάξωμεν τοὺς λύκους, ποὺ στὸν ζυγὸν βαστοῦν, καὶ Χριστιανοὺς καὶ Τούρκους, σκληρὰ τοὺς τυραννοῦν. Στεργιᾶς καὶ τοῦ πελάγου, νὰ λάμψῃ ὁ σταυρός, καὶ στὴν δικαιοσύνην, νὰ σκύψῃ ὁ ἐχθρός. Ὁ κόσμος νὰ γλυτώσῃ, ἀπ᾿ αὕτην τὴν πληγή, κ᾿ ἐλεύθεροι νὰ ζῶμεν, ἀδέλφια εἰς τὴν γῆ. Πέρας μὲν ὧδε, Ἡ δὲ αὖ πράξις τέρας.

ΠΗΓΗ