που δημιουργούν στις χώρες υποδοχής οι Έλληνες που έφυγαν για το εξωτερικό στη διάρκεια της κρίσης (2008-2016).
Βάσει των στοιχείων που παρουσιάζει η Endeavor, αθροιστικά, από το 2008 μέχρι και σήμερα, οι Έλληνες του brain drain έχουν παραγάγει περισσότερα από 50 δισ. ευρώ ΑΕΠ στις νέες «πατρίδες» τους. Ειδικότερα, οι άνθρωποι αυτοί, κυρίως ανώτερης/ανώτατης εκπαίδευσης, συνεισφέρουν ετησίως 12,9 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ των χωρών υποδοχής (κυρίως Γερμανία και Αγγλία) και 9,1 δισ. ευρώ σε φορολογικά έσοδα, εκ των οποίων €7,9 δισ. σε φόρους εισοδήματος και εισφορές και €1,2 δισ. σε ΦΠΑ.
Συγκριτικά με όλα τα εξαγόμενα «προϊόντα» της χώρας, το ανθρώπινο δυναμικό κατέχει την πρώτη θέση σε αξία με 12,9 δισ. ευρώ, ενώ ακολουθούν τα προϊόντα πετρελαίου (7,2 δισ.), τα προϊόντα αλουμινίου (1,3 δισ.), τα φάρμακα (0,7 δισ.), το ελαιόλαδο (0,5 δισ.), τα ψάρια, οι ελιές, τα προϊόντα καπνού, τα πληροφοριακά συστήματα και τα τυροκομικά προϊόντα με 0,4 δισ., το βαμβάκι και τα ροδάκινα (0,3 δισ.).
Ενδιαφέρον στοιχείο, όπως επισημαίνεται στην έρευνα, είναι το ποσό που έχει δαπανήσει το ελληνικό κράτος για την εκπαίδευση των ανθρώπων αυτών, το οποίο υπολογίζεται στα 8 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με στοιχεία από τις χώρες υποδοχής και εγχώριες έρευνες, η εκτιμώμενη φυγή ανθρώπινου κεφαλαίου από τον Ιανουάριο 2008 μέχρι σήμερα είναι μεταξύ 350.000 (εκτίμηση Endeavor) και 427.000 (εκτίμηση ΤτΕ).
Είναι χαρακτηριστικό ότι περισσότεροι εργαζόμενοι (49%) παρά άνεργοι (43%) επιθυμούν να φύγουν από τη χώρα αναζητώντας καλύτερες ευκαιρίες εξέλιξης και ένα σταθερότερο περιβάλλον. Η διαρροή ταλέντου αποτελεί - όπως επισημαίνει η Endeavor - σημαντικό πρόβλημα για τις εταιρείες στη χώρα με επιτυχημένη πορεία και προοπτική ανάπτυξης καθώς έχουν ανάγκη για καταρτισμένο προσωπικό αλλά αντιμετωπίζουν αυξανόμενη δυσκολία να κρατήσουν τα ταλέντα στην Ελλάδα ή να τους δώσουν κίνητρα για να επιστρέψουν.
Οι βασικοί λόγοι είναι κυρίως το υψηλό μη μισθολογικό κόστος που συμπιέζει περισσότερο τους ήδη χαμηλούς μισθούς, η απουσία προοπτικής επαγγελματικής εξέλιξης, αλλά και η απουσία ευρύτερου αναπτυξιακού πλάνου, θετικού «αφηγήματος» και προοπτικής σε επίπεδο χώρας.