MENU

ΚΟΥΖΟΥΛΟΠΡΟΔΡΟΜΟΣ

Ο άνευ βλάβης βίος του ευλαβούς Κουζουλοπροδρόμου.

«εἴ τις δοκεῖ σοφὸς εἶναι ἐν ὑμῖν ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, μωρὸς γενέσθω, ἵνα γένηται σοφός»


(Α.Κορ. γ. 18)-ἝΝΑ ,δυό,τρία , γιά΄σοὺ ρὲ κουζολοπρόδρομε λωλέ.Τρελαθεῖτε γιὰ νὰ μὴν τρελαθεῖτε, τ’ἀκοῦτε;

Φώναζε εὐτυχισμένος μέσα τοὺς δρόμους σὰν νὰ πανηγύριζε ποὺ ἀπομουρλάθηκε.

Τ’ἀκοῦτε ὅλοι οἱ γνωστικοί; Τρελαθεῖτε γιὰ νὰ μὴν τρελαθεῖτε.

Ἅμα δὲν σαλέψετε μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν τρέλα θὲ ΄νὰ ἀποσαλέψετε γιὰ τὰ καλὰ καὶ νὰ σᾶς κλείσουνε στὸ Δαφνί.

Εἶχε ἀξιωθεῖ πράγματι νὰ τό΄νὲ κρίνουνε παθημένο καὶ νὰ πάρει μία μικρὴ συνταξούλα ἀπ’τὸ δημόσιο.

Δὲν ἦταν τάχατες καὶ τίποτα δύσκολο.Χτύπησε χαράματα τὴν πόρτα τῆς Κυρά-Μαρῶς , τότε ποὺ προσευχότανε στὸ δωμάτιο μὲ τὰ Θεωτικὰ τῆς συντροφιὰ μὲ τὶς Ἅγιες Εἰκόνες καὶ γεμάτος ἐνθουσιασμό ἅρπαξε ἀπὸ τὸ ντιβανομπάουλο τῆς ἕνα νεκροσέντονο .

-Καλημέρα Κυραμάρω μου,νὰ στὸ δανειστῶ λιγουλάκι;

-Τί νὰ τὸ κάνεις βρὲ εὐλογημένε, πρωί- πρωὶ ;Αὐτὸ εἶναι σὰν θά΄ρθεῖ ἡ ὥρα μου.

-Καὶ γιὰ πότε ὑπολογίζεις κυρά-Μάρω; δὲν θὰ τὸ χρειαστῶ καὶ γιὰ πολύ.Πάω νὰ πεθάνω τοῦ λόγου μου καὶ ξανάρχομαι.

-Ὁ ἄνθρωπος πεθαίνει μία φορᾶ.

-Μὰ ὄχι! σὰν εἶναι τρελὸς μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν κουζουλάδα πεθαίνει κάθε μέρα .Πεθαίνουν κάθε μέρα οἱ ἁμαρτίες του καὶ κάθε μέρα ἀνασταίνεται. Αἰωνία μας ἡ μνήμη λοιπὸν στοῦ Θεοῦ μας τὴν ἅγια ἀγάπη κυρά-Μάρω καὶ ἔφυγε μὲ σάλτους γιὰ τὴν ἱερὴ ἀποστολή του

Ἀνέβηκε τὰ παλιὰ μαυρισμένα μαρμάρινα σκαλοπάτια ἑνὸς ὑψηλοῦ κτιρίου καὶ ἔφτασε σὸν δεύτερο ὄροφο πού΄ χὲ μαζευτεῖ πολὺς κόσμος , ἔξω ἄπ΄τὸ γραφεῖο ποὺ ΄ξέταζε ἡ ἐπιτροπὴ .

-«Κουτσοὶ καὶ στραβοὶ στὴν Ἁγία Παρασκευή» ἀδέλφια μου.Ἔχει ὁ Θεὸς καὶ γιά μας .Καὶ ἔκατσε ἀνακούκουρδα στὸ πάτωμα περιμένοντας νὰ ἔρθει ἡ σειρά του.

Σὰν ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ σηκώθηκε καὶ μπῆκε μὲ ζῆλο στὴν αἴθουσα τῶν τρελογιατρῶν πού΄τᾶν καθισμένοι ἀναπαυτικὰ σὲ κάτι μαῦρες πολυθρόνες. Εἰσῆλθε ὡς αὐτοκράτορας φορώντας σὰν σάλι ἐπάνω τοῦ τὸ ἄσπρο νεκροσάβανο.Ἔμοιαζε νὰ τὸ φορεῖ μὲ περηφάνια περισσὴ ὅπως φορᾶ στ΄ἀγάλματα ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος τὸν μανδύα του.

Τότε ἀποσβολώθηκαν ὅλοι τους μένοντας νὰ τὸν κοιτᾶνε ἀμήχανα …Ποιὸς ξέρει; τέτοιον λογὴς τρελὸ πρώτη φορᾶ θὰ ἀπαντοῦσαν, νὰ φοράει μὲ καμάρι ἕνα νεκροσέντονο καὶ νὰ ἀψηφᾶ καὶ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ θεριό, τὸν θάνατο.

Σὰν τοὺς βρῆκε σιωπηροὺς νὰ τὸν θωροῦν ἄφωνοι ὡς τὰ ψάρια ,βρῆκε τὴν στιγμὴ καὶ ἀρχίνησε νὰ τοὺς κηρύττει μὲ δυνατὰ λόγια σὰν τὸν Ἅγιο Βαπτιστὴ στὴν ἔρημο……

-Τί κοιτᾶτε βρὲ σὰν χάνοι;φοβάστε καὶ σεῖς τὸν Θάνατο;ἐγὼ τὸν ἔχω τὸν καλύτερό μου φίλο.Ναὶ ὁ καλύτερος φίλος εἶναι ὁ θάνατος. Γιατί ὄχι μόνο μας περιμένει μὲ ὑπομονὴ μία ὁλόκληρη ζωὴ ἀλλά μας περνᾶ ὑπάκουος σὰν τὸ ὑποζύγι στὸν Παράδεισο.

Μακαρία ἡ ὥρα ἐκείνη τοῦ θανάτου, ποὺ μόλις κλείσουν τὰ μάτια αὐτὰ τὰ πήλινα τότε θὲ ΄νὰ ἀνοίξουν τὰ ἀληθινὰ μάτια τῆς ψυχῆς.Τότενες σὰν ἀπὸ λήθαργο θὰ ξυπνήσουμε στὴν ἄλλη ζωή, τὴν ἀληθινή.Τότε θὰ δοῦμε γονεῖς, ἀδέλφια συγγενεῖς ,Τότε θὰ δοῦμε Ἀγγέλους ,Ἁγίους, μὰ καὶ τὴν Μητέρα ὄλου τοῦ κόσμου τὴν Παρθένο καὶ Θεοτόκο στὴν ὁποία χρωστᾶμε μετὰ Τὸν Θεὸν τὰ πάντα. Καὶ γιὰ τοῦτο τὸ ἀσπροσέντονο ποῦ φορῶ, τί θαρρεῖτε; εἶναι τὸ κουκούλι μου ποὺ μέσα μπῆκα σκουλήκι γιὰ νὰ γεννηθῶ καὶ πάλι καὶ νὰ ἀναπετάξω σὰν πεταλούδα ,ἀγγελόπουλο αἰώνιο, στὴν Βασιλεία καὶ τὰ καλὰ Τοῦ Χριστοῦ μας.

Μόνο μία ψυχολογίνα ποὺ εἶχε κάμει τὴν μούρη της σὰν τὴν μούμια τοῦ Φαραὼ ἀπὸ τὰ βαφτικὰ ἀνατρίχιασε σύγκορμη καὶ φτύνοντας τὸν κόρφο τῆς φώναξε:

-Πῶ πῶ γρουσουζιὰ πρωϊνιάτικα ! Καὶ εἶναι καὶ Δευτερα σήμερα.Δὲν θὰ πάει καλὰ ἡ βδομάδα.

Ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι συγκριάστηκαν ἀπὸ τὸ φέρσιμο καὶ τὰ ἅγια λόγια του Γιώργη .Σὰν τὴν ἀλογόμυγα ἐκέντρισαν τὴν ψυχή τους. Μὰ καὶ τοῦτο τὸ ξεσήκωμα ἀπὸ τοῦτον τὸν ζουρλὸ δὲν τὸ ἄντεχε καὶ πολὺ ἡ νεκροζώντανη ψυχή τους .

Ἔτσι τὸν ἀπολύσανε ἀμέσως,διώχνοντας τὸν ἀπὸ τὸ γραφεῖο, ὅπως διώχνει ἄνθρωπος μία μύγα ἀπὸ το φαΐ του καὶ ἀπογράφοντάς τὸν στὴ λίστα τῶν Ψυχοπαθῶν.

Μόλις τ’ἀνακοινώσανε πὼς πέτυχε στὶς ἐξετάσεις καὶ ἀναδείχθηκε τρελὸς καὶ μὲ πτυχίο πῆρε νὰ τρέχει ἐλεύθερος στοὺς δρόμους καὶ νὰ πηδᾶ ἀπ’τὴ χαρά του σὰν νὰ κέρδισε τὸν πρῶτο ἀριθμὸ τοῦ λαχείου ,ἐνῶ συνάμα φώναζε μονολογώντας :

-Ἒ ρὲ μπαγάσα ,πλάνε ντουνιὰ , νὰ πού σου τὴν ἔκαμα καὶ γῶ.Μόνο σὺ ὠρὲ θὰ κοροιδέυεις τοὺς ἀνθρώπους βάζοντάς τους ὁλημερὶς νὰ τρέχουνε γύρω ἄπ΄τὸ μαγγανοπήγαδο σὰν τὰ γαιδούρια ;Λίγη ἡ ζωή μου σὲ τοῦτο τὸ κατώφλι σου μὰ μὲ τοῦ Θεοῦ μου τὴν ἅγια φωτιὰ θὰ κάνω ἀποκαΐδια τὸ ἄχρηστο τσαρδί σου

...Ἒ βρὲ Προδρομάκο , ἔμπαινε ὀρὲ … μπράβο σου ! Κατάφερες νὰ κάνεις καὶ σὺ κάτι ἄξιο στὴ ζωή σου. Νὰ ποὺ ἀξιώθηκες νὰ σὲ κρίνουνε γιὰ ξεσκλάβωτο ἀπ’τὰ σίδερα τῶν συνετῶν καὶ νὰ πετᾶς ἐλεύθερος σὰν τὸ χελιδονόπουλο στὰ ἐπουράνια Τοῦ Θεοῦ . Εὖγε σου!καὶ εἰς ἄλλα μὲ ὑγείαν…

…Ὕστερα ἀπὸ λίγο πετάχτηκε μέχρι ἀπέναντι στὴν πλατεία νὰ ρίξει ἀπ’τὴ βρύση λίγο νερὸ στὰ μάτια του καὶ ὅταν ξανάγυρε στὸ κονάκι τοῦ συνάντησε νὰ περνᾶ ἀπ’ἔξω ἕναν παιδικό του φίλο καὶ συμμαθητὴ τὸν Μπάμπη ,ποὺ χὲ πάει ἐδῶ καὶ καιρὸ στὶς Ἀμερικὲς ν’ἀποσπουδάξει .

-Ρὲ πρόδρομε ; Ἐσὺ ‘σαι;

-Ναὶ ἐγώ! Καὶ σὺ σαὶ ὁ Μπάμπης ἀπ’τ’Ἀμέρικα;

-Χρόνια καὶ ζαμάνια! Μὰ πῶς κατάντησες ἔτσι ἐσύ; Καὶ ἄνοιξε ἀποσβωλομένος τὸ στόμα του.Σὲ ἤξερα γιὰ σοβαρὸ ἄνθρωπο, πῶς ἔγινες ἔτσι κουρελιάρης;

-Βαρέθηκε πιὰ ὁ Θεὸς τοὺς φρόνιμους καὶ εἶπε νὰ φτιάξω καὶ ἕναν Πανταβὸ νὰ περνῶ τὴν ὥρα μου.

-Ἒ βρὲ πὼς καταντᾶ ὁ ἄνθρωπος… σιγοψιθύρισε τότε μὲ οἶκτο μέσα ἀπὸ τὸ στόμα του.

-Καὶ μὲ λυπᾶσαι βρὲ παλιόφιλε; Καὶ γῶ ἔχω πτυχίο .Μὰ τρελοῦ, παίρνω καὶ σύνταξη κιόλας καὶ νὰ σοῦ πῶ, μ’ἀρέσει ἔτσι. Χρόνους πολλοὺς πάλευα νὰ ἀγγίξω καὶ νὰ δῶ τὸ πρόσωπο Τοῦ Θεοῦ μὰ ἡ φρονιμάδα μου ἦταν φράγμα ἀδιαπέραστο ποὺ δὲ μ’ἄφηνε νὰ σμίξω μαζί Του.Μὰ μόλις ἀποτρελάθηκα καὶ μετὰ ,τὸν ἔχω πάντα δίπλα μου καὶ κάνουμε τὴν καλύτερη παρέα.

Τὰ ταπεινὰ καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξέλεξε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν Βασιλεία τοῦ Μπάμπη, σὰν τί νόμιζες;

Τί λὲς βρὲ Λουκουμά- ἔτσι τὸν φωνάζανε μικρὸ στὸ σχολεῖο γιατί τοῦ ἄρεσε νὰ τρώει λουκουμάδες- δηλαδὴ μόνο οἱ ἀνόητοι καὶ τὰ σαράβαλα θὲ νὰ μποῦνε στὸν Παράδεισο,;μήπως ἔτσι ὅπως τὰ λὲς κάνεις ἄδικο τὸν Θεό;

- Ἄδικος δὲν εἶναι, μὰ κατὰ πολλὰ δίκαιος. Σᾶς ἔδωκα φρονιμάδα λέει στοὺς σοφοὺς μὰ οὔτε κ’ἔτσι μ’ἀνταμώσατε, ἐνῶ οἱ τρελοὶ μπόρεσαν μέσα ἀπὸ τὴν ἁγία μωρία τους να’ρθοῦνε κοντά μου.

Σίχαμα λοιπὸν οἱ συνετοὶ ποὺ στήνουν τὴν σοφία τοὺς πάνω στὸν ἐγωϊσμό τους.

Ἐσὺ σπουδαγμένος μὲ χάρτες καὶ πτυχία δὲν τὸ ‘μαθὲς πῶς ἡ ἀνθρώπινη σωφροσύνη ὁδηγεῖ στὴν παραφροσύνη;

-Καὶ ἡ πολὺ παραφροσύνη ποῦ ὁδηγεῖ;

-Ὁ δρόμος τῆς ἅγιας ἀγάπης που’ναὶ πραγματικὴ τρέλα γιὰ τὸ νοῦ ἐσᾶς τῶν γνωστικῶν , μόνο αὐτὴ βγάζει στὸ κατώφλι τοῦ θεοῦ.
-…
Μὰ ἐσεῖς οἱ μυαλομένοι δὲν μπορεῖτε νὰ μᾶς καταλάβετε γιατί ζῆτε μέσα στὸ μέτρο. Ἐνῶ πέρα ἀπὸ τὸ μέτρο ζοῦν μονάχα ὁ Θεὸς καὶ οἱ κουζουλοί.

-Ἡ πολλὴ δυστυχία βλέπω μώρανε τὸ μυαλό σου Λουκουμὰ καὶ κουνοῦσε μὲ περιφρονητικὴ συμπόνια τὸ δεξί του χέρι.

-Ἁλάτι εἶναι οἱ μουρλοὶ ποὺ δὲν ἀφήνουν τὴν φρονιμάδα νὰ σαπίσει.Γιαυτὸ καὶ σεῖς οἱ γνωστικοί μας ἔχετε πιότερο ἀνάγκη.

-Ἀέρινα λόγια εἶναι αὐτὰ ποὺ λὲς ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὸ ἄδειο σου κεφάλι.Μὰ γιὰ κοίταξε γύρω σου .Ὅλοι σου ὁ φίλοι βολεύτηκαν, σπουδάσανε, βρῆκαν μία δουλεία ,κάνανε οἰκογένειες , καὶ γίναν ἀνθρῶποι ἐνῶ σὺ κατάντησες σὰν τὸ σκουλήκι σὲ τούτη τὴν βρωμόκουτα, δείχνοντάς του τὴν παραστατικά, καὶ ἀπὸ πάνω καυχιέσαι;

-Ναὶ Μπάμπη μου σκούληκας εἶμαι ἐγώ.Κάμπια, καὶ τοῦτο δῶ εἶναι τὸ κουκούλι μου

Ἐδῶ μέσα κλείστηκα σκούληκας καὶ περιμένω τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ νὰ μὲ ἀναστήσει καὶ νὰ βγῶ πεταλούδα.

Καλά! περίμενε μέχρις τότε… «παρηγοριὰ στὸν ἄρρωστο μέχρι νὰ βγεῖ ἡ ψυχή του!»Μὰ ἀργεῖ Λουκουμά μου ὁ Θεὸς καὶ σκάει ὁ φτωχός…

Καὶ ἔφυγε ἀμήχανος μὲ μία εἰρωνία νὰ σαρκώνεται στὸ περιποιημένο καὶ ξυρισμένο πρόσωπό του.

Ὅταν ὁ φίλος του ὁ Μπάμπης εἶχε ἀπομακρυνθεῖ πιὰ χώθηκε ἀμέσως μέσα στὸ χαρτόκουτο ποὺ φάνταζε σὰ κουβούκλι, ἔπιασε τὸν τίμιο ξύλινο σταυρὸ ποὺ φοροῦσε στὸ στῆθος του καὶ ἄρχισε δακρισμένος νὰ μιλᾶ τοῦ Χριστοῦ:

«Χριστέ μου.Ὅταν σταυρώνομαι ἐγὼ ,τότε σταυρώνεσαι καὶ Σὺ μαζί μου. Καὶ ὅταν σταυρώνεσαι καὶ Σὺ ,σταυρώνομαι καὶ ἐγὼ μὲ σένα.

Ἡ σταύρωσή μου σταύρωσή Σου.Ἡ πίκρα μου πίκρα Σου Μὰ καὶ ἡ ἀνάστασή Σου , ἀνάστασή μου.

Αὐτὸ πάει νὰ πεῖ ἀγάπη.Σ’ἀγαπῶ !»

Καὶ ἔμεινε ἔτσι δακρισμένος καὶ πονεμένος ὅλη τὴν ἡμέρα, μέχρι ποὺ πῆρε καὶ ἀποβράδιαζε.

Σὰν ἔπεσε τὸ σκοτάδι κοιμήθηκε ἕνα ὕπνο πικραμένο μὰ καὶ γλυκὸ συνάμα, ὕπνο χαρμολύπικο κατὰ πὼς εἶναι καὶ τὰ λιβανισμένα πρόσωπα τῶν μαρτύρων στοὺς ἁγιασμένους θόλους τῶν ἱερῶν σκηνωμάτων.

Κατὰ τὸ μεσονύχτι ὅμως ,ὅταν οἱ δρόμοι εἶχαν νεκρώσει, ἀκούστηκε μία γλυκιὰ φωνὴ ξαφνικὰ καὶ ἀναπάντεχα. .Ἔβγαινε μέσα ἀπὸ τὸν ἐσταυρωμένο ποὺ τώρα κράταγε σφιχτὰ στὴν φούχτα τοῦ ὁ Κουζουλοπρόδρομος.

-Κοιμᾶσαι Πρόδρομε παιδί μου ; Κουράστηκες; Ἐγὼ κλαίω γιὰ σένα.

Ἀμέσως ἄνοιξε ἔκπληκτος τὰ μάτια του.Δὲν εἶδε κανένα.Νόμισε πὼς ἦταν τ’ὀνείρου του. Τὸν πῆρε ὕστερα ἀπὸ λίγο ὁ ὕπνος μὰ καὶ πάλι ξανακούστηκε ἡ ἴδια φωνή:

--ΚοιμάσαιΠροδρομε ; Κουράστηκες; Ἐγὼ κλαίω γιὰ σένα.

Τρόμαξε ! Ναί! Μιλοῦσε ὁ Χριστὸς μέσα ἀπὸ τὸν Σταυρό Του καὶ οἱ παλάμες τοῦ ὑγράνθηκαν ἀπὸ τὰ θεϊκά δάκρυα τοῦ γλυκοῦ Ἰησοῦ...


(Από το νεοεκδοθέν βιβλίο «ΚΟΥΖΟΥΛΟΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Ο Αναχωρητής του κόσμου.»

π.Διονυσίου Ταμπάκη τηλ.6944133891)