Οι Κοτζαμπάσηδες δεν έπαψαν ποτέ να διαφεντεύουν

Οι Έλληνες αναμεταξύ των λέγουν, ότι τρεις είναι αι πληγαί του τόπου των,
οι επίσκοποι (πρώτοι ούτοι), οι κοτζαμπάσηδες (δεύτεροι), και οι Τούρκοι τελευταίοι).
 (WIL. GELL, “NARATIVE OF A JOURNEY IN THE MOREA”, LONDON 1823)

Οι Κοτζαμπάσηδες ή Προεστοί ή Προύχοντες ή Πρόκριτοι ή Γέροντες ή Καλλικάντζαροι - όπως τους έλεγε ο λαός - ήσαν οι μεγαλοχτηματίες που μαζί με τον Ανώτερο Κλήρο αποτελούσαν την ηγετική τάξη στην Ελλάδα κατά την Τουρκοκρατία. Είχαν διοικητικές, δικαστικές και αστυνομικές αρμοδιότητες. Επιπλέον μάζευαν τους φόρους. Έτσι κατάντησαν να είναι δυνάστες του λαού χειρότεροι από τους Τούρκους. Ο Κοτζαμπάσης είχε το δικαίωμα να δικάζει όλες τις κοινωνικές υποθέσεις και ν’ αποφασίζει χωρίς να μπορεί να επέμβει καμία Τουρκική εξουσία. Η πιο συνηθισμένη ποινή ήταν ο φάλαγγας (Από το Αρχείο της Κοινότητας Ύδρας).

Η οικονομική κατάσταση των Κοτζαμπάσηδων


Πριν την επανάσταση υπήρχαν Έλληνες τσιφλικάδες με περιουσίες μεγαλύτερες κι απ' αυτές των Τούρκων, όπως: Οι Δεληγιανναίοι πού είχαν τσιφλίκια στην Ηλεία, Γορτυνία και Ολυμπία. Οι Νοταραίοι στην Πελλήνη. Οι Λονταίοι στην Αγειάλεια. Ο Σύντυχος είχε 40 τσιφλίκια στη Γορτυνία, ο Κοίλος 30 τσιφλίκια στην Ηραία. Ο ιστορικός Οικονόμου μας λέει: «Κατά τα τελευταία προ της Επαναστάσεως έτη εις την Πελοπόννησον, Στερεάν Ελλάδα, Ήπειρον και Θεσσαλίαν η καλλιεργημένη έκτασις η οποία ανήκε εις τους Τούρκους και εις το Τουρκικόν Δημόσιον μόλις έφθανε τα 6.368.720 στρέμματα έναντι 9.521.200 στρέμματα πού ανήκαν ατούς Έλληνες (διάβαζε τσιφλικάδες)».

Οι Κοτζαμπάσηδες σε σχέση με τους Ραγιάδες


Πολλές φορές η φτωχολογιά ζήταγε την βοήθεια των Τούρκων για να γλυτώσει από τους Κοτζαμπάσηδες.
Το 1816 οι κάτοικοι της Άνδρου ζητάνε την βοήθεια του Γιουσούφ Εφέντη:
«Ενδοξότατε και Μεγαλοπρεπέστατε Γιουσούφ Εφέντη, την Ενδοξότητά σου ταπεινώς προσκυνούμεν ημείς οι ταπεινοί σκλάβοι σου. Η χρεία και η ανάγκη μας παρακινούν ελπίζοντες στην ευσπλαχνία σου (...) στο να σου φανερώσωμεν και εγγράφως τα όσο αδίκως και παραλόγως μας έχει παρμένα ο Γραμματικός Αντωνάκης Καμπάνης στο τεφτέρι του Γραμματιλικίου του (...) επειδή δια να στρωθεί τεφτέρι, δεν κάνει σύναξην παρά την πάλαιαν συνήθειαν του χωριού μας αλλά συνάζει κάποιους λωλούς οι οποίοι όντας μεθυσμένοι απ' αυτόν, δεν μας αφήνουν να ομιλήσουμε εκείνο το οποίο ήτο παλαιά συνήθεια και τα δίκαιον και σου εφανερώσαμεν ότι είμεθα ευχαριστημένοι και δεόμεθα εις τον θεόν να σου χαρίζει χρόνους και να ευτυχήσει το ντοβλέτι σου».


Οι κάτοικοι της Σκύρου ζητάνε την βοήθεια του Καπουδάν Πασά:
«Βλέποντες την αθλίαν κατάστασιν της κοινότητας και δοκιμάζοντες τα μύρια κακά και ζουλούμια, όπου μας έχουν πουλημένους αυτοί οι διοικηταί κοτζαμπάσηδες και μας κατήντησαν από τα βαρύτατα δοσίματα και ζημίες δια να κατασκορπιστούμε από την νήσον μας ρίχνοντας μας τεφτέρι ανυπόφερτο έξω από τις δυνάμεις μας»...
(Δ. Παπαγεωργίου, ιστορία της Σκύρου, 1909)


Σε πολλές περιπτώσεις οι ραγιάδες είχαν ξεσηκωθεί και πήραν τις περιουσίες των κοτζαμπάσηδων. Οι καλικάντζαροι ζητούσαν την βοήθεια του Σουλτάνου. Στη Σάμο μάλιστα οι αγρότες αγρίεψαν και έδιωξαν εντελώς τούρκους και κοτζαμπάσηδες από το νησί από το 1809 μέχρι το 1813.


Την εποχή εκείνη μετά το 1806, υπήρχαν δύο κόμματα (ταράφια) που συμμετείχαν και τούρκοι και κοτζαμπάσηδες - γιατί βέβαια τα συμφέροντά τους ήσαν ίδια. Υπόγραψαν μάλιστα επίσημο συμφωνητικό να αλληλοϋποστηρίζονται όταν ξεσηκώνεται ο λαός. (το συμφωνητικό υπάρχει στο αρχείο του Λόντου. τόμ. Α,91).
Όταν η επανάσταση ήταν στην αρχή της οι κοτζαμπάσηδες και οι επίσκοποι την χτύπησαν με κάθε μέσο. Βοήθησαν τους Τούρκους στον μεγάλο διωγμό των κλεφτών που έγινε εκείνα τα χρόνια και συνεργάστηκαν στην εξόντωση των Πετμεζαίων. Κουμανιωταίων, Κολοκοτρωναίων και των Πλαπουταίων.


«Μετά την εξόντωση των κλεφτών, έμειναν απόλυτοι κυρίαρχοι οι προύχοντες. Στον Μωριά οι Προεστοί και οι μοναχοί του Μεγάλου Σπηλαίου, της Αγίας Τριάδος και Μονής Ταξίαρχων, έσπευσαν να δηλώσουν υποταγή εις τους Τούρκους». «Οι Τούρκοι τους έδωσαν προνόμια με Φιρμάνια». (Γ. Παπανδρέου, «Καλαβρυτινή Επετηρίς»)


Εμείς καλά καθόμαστεν εδώ στον ξένο τόπο
Κι αν μας πειράξουν τίποτα της Πάτρας οι γιαγάδες,
Τότε θα μας γνωρίσουνε, τότε θα μας ειδούνε.
Θα ειδούν το Γιάννη του παπά, το γιο του Παπαντρέα,
Πώς πιάνει σκλάβους ζωντανούς, σκλάβους Κοτσαμπασήδες,
Πιάνει και τον Αχμέτ Αγά, της Πάτρας τον βοϊβόντα.


«Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό».
Διονύσιος Σολωμός.


Πηγή http://www.vrahokipos.net/old/history/gr/1821.htm