MENU

Το παιχνίδι με το GREXIT

Οι Η.Π.Α. τάσσονται υπέρ της εξόδου, ο Σόιμπλε επιμένει, οι πολίτες έχουν μάλλον πεισθεί, ενώ η κυβέρνηση νομίζει πως με τη δραχμή θα μπορούσε να μείνει στην εξουσία
 εφαρμόζοντας μία αριστερή πολιτική και ξεπλένοντας τις προδοσίες του παρελθόντος – οπότε καλό κουράγιο σε όλους μας.
.

«Κανένας δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον, οπότε όλα μπορεί να συμβούν ή να μη συμβούν. Οφείλουμε όμως να γνωρίζουμε πως, όταν δρομολογηθεί κάτι τόσο σημαντικό, όπως η έξοδος μίας χώρας από την Ευρωζώνη, είναι συνήθως ξαφνικό και απροσδόκητο – συμβαίνει δηλαδή, όταν κανένας δεν το περιμένει«.
.

Άρθρο

Ενώ το ΔΝΤ τοποθετείται υπέρ της μείωσης του ελληνικού χρέους θεωρώντας το ως εξαιρετικά μη βιώσιμοο Γερμανός υπουργός οικονομικών είναι εντελώς αντίθετος εκτός εάν η Ελλάδα εγκαταλείψει την Ευρωζώνη – εκούσια προφανώς, αφού διαφορετικά είναι ανέφικτο. Εν τούτοις συμφωνούν μεταξύ τους ως προς ένα τουλάχιστον σημείο: στην επιβολή νέων μέτρων, είτε για να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ (ΔΝΤ), είτε 3,5% (Γερμανία).
Το γεγονός δε, σύμφωνα με το οποίο καμία απολύτως χώρα της Ευρωζώνης μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση δεν κατάφερε ούτε καν να πλησιάσει το 3,5% αφήνει αδιάφορους τους Ευρωπαίους – όταν κανένας στον πλανήτη δεν μπορεί να κατανοήσει πως είναι δυνατόν να πετύχει αυτόν τον άθλο εκείνο το κράτος, το οποίο είναι για όγδοο συνεχόμενο χρόνο βυθισμένο στην ύφεση, έχοντας χάσει πάνω από το 25% του ΑΕΠ του.
Ακόμη χειρότερα, κανένας από όλους αυτούς που συμμετέχουν στη διαπραγμάτευση, ούτε καν η ελληνική κυβέρνηση, δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται σχετικά με το εάν οι Έλληνες Πολίτες είναι σε θέση ή θέλουν να επιβαρυνθούν για νιοστή φορά με επί πλέον φόρους, με νέες εισφορές ή με μειώσεις των εισοδημάτων τους – πόσο μάλλον όταν οι προοπτικές για το μέλλον τους επιδεινώνονται, μεταξύ άλλων από αυτά ακριβώς τα μέτρα.
Εκτός αυτού στις στατιστικές που χρησιμοποιούν, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής κυβέρνησης, δεν δίνεται καμία απολύτως σημασία στον παράγοντα «κόστος διαβίωσης» – ο οποίος δεν αντιμετωπίζεται με την εσωτερική υποτίμηση, αποτελώντας ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα της.
Ειδικότερα, ο επίσημος μέσος χαμηλότερος μισθός το 1999 στην Ελλάδα ήταν της τάξης των 170.000 δρχ. καθαρά – δηλαδή περίπου 500 €. Σήμερα ο μισθός αυτός ευρίσκεται στα 400 €, όταν την ίδια στιγμή η αγοραστική του αξία είναι κατά πολύ χαμηλότερη. Για παράδειγμα, το 1999 ένα κιλό ψωμί κόστιζε 60 δρχ. ή 0,17 € – ενώ σήμερα έχει φτάσει στο 1 € περίπου, αυξημένο κατά σχεδόν έξι φορές. Με ένα δεύτερο παράδειγμα, το εισιτήριο στα μέσα μαζικής μεταφοράς στην Αθήνα το 1999 κόστιζε 75 δρχ. ή 0,22 € – ενώ σήμερα 1,40 € ή σχεδόν επτά φορές υψηλότερα.
Με τα 500 € λοιπόν το 1999 αγόραζε κανείς 2.941 κιλά ψωμί, ενώ με τα 500 € σήμερα αγοράζει μόλις 500 κιλά – οπότε τα 500 σημερινά ευρώ αντιστοιχούν με 83 € του 1999, με βάση την αγοραστική αξία τους στο ψωμί. Με δεδομένο δε το ότι, τα 500 € μειώθηκαν στα 400 €, οπότε δεν μπορεί κανείς να αγοράσει 500 κιλά ψωμί αλλά 400, τότε τα 500 € έχει γίνει ουσιαστικά 68 € σε όρους ψωμιού.
Εάν τώρα συμπεριλάβει κανείς στη σκέψη του το ότι, η ανεργία στην Ελλάδα το 1999 ήταν κάτω από το 10%, ενώ σήμερα υπολογίζεται μεν στο 23%, αλλά με πολύ μεγαλύτερο το ποσοστό της μερικής απασχόλησης, θα κατανοήσει πως τα περιθώρια επιβολής νέων μέτρων είναι ανύπαρκτα – πόσο μάλλον καινούργιων φόρων, οι οποίοι μπορούν να θεσμοθετούνται από τη Βουλή, αλλά δεν είναι δυνατόν να εισπραχθούν, όπως τεκμηριώνεται από το γράφημα που ακολουθεί.



Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη των χρεών απέναντι στο δημόσιο (γαλάζιες στήλες, αριστερή κάθετος), καθώς επίσης του αριθμού των οφειλετών (κόκκινες κουκίδες, δεξιά κάθετος).

.
Με βάση το γράφημα, σχεδόν 4,3 εκ. Έλληνες χρωστούσαν το 2016 περί τα 95 δις € στο κράτος, ποσόν που είναι υψηλότερο από το 50% του ΑΕΠ – όταν το 2010 περίπου 1 εκ. χρωστούσε κάτω από 40 δις €. Από τα 4,3 αυτά εκ. Έλληνες, το 85% οφείλει κάτω από 3.000 € – ενώ το 80% του συνολικού χρέους προέρχεται από αυτούς που χρωστούν πάνω από 1 εκ. €.
Εάν τώρα συμπληρώσουμε την εικόνα με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών που υπολογίζονται στα 110 δις €, καθώς επίσης με τα χρέη απέναντι στα ασφαλιστικά ταμεία, στις επιχειρήσεις κοινωνικής ωφελείας, καθώς επίσης στους λοιπούς οργανισμούς του δημοσίου, θα διαπιστώσουμε πως η κατάσταση είναι πια εκτός ελέγχου – αφού τα ληξιπρόθεσμα ιδιωτικά χρέη έχουν υπερβεί κατά πολύ το ΑΕΠ της χώρας.
Αυτά ακριβώς υπογραμμίζει το ΔΝΤ στην καινούργια του έκθεση, αλλά εξάγει δυστυχώς εντελώς παράλογα συμπεράσματα – αφού ισχυρίζεται πως το πρόβλημα δεν είναι η αδυναμία των Ελλήνων να πληρώσουν τα χρέη τους, αλλά η ανικανότητα του εισπρακτικού μηχανισμού, καθώς επίσης η ανύπαρκτη φορολογική συνείδηση των Πολιτών και ειδικά των πλουσίων.
Ως εκ τούτου προτείνει μέτρα τιμωρίας, όπως είναι η μείωση του αφορολόγητου εισοδήματος – έτσι ώστε να πληρώνουν μελλοντικά φόρους ακόμη και αυτοί που ευρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας, αν και όχι με συντελεστή 22% αλλά με 7%. Επόμενος παραλογισμός η διευκόλυνση των μαζικών απολύσεων, η οποία δεν θα ήταν ίσως τόσο αρνητική εάν η ανεργία κυμαινόταν σε φυσιολογικά επίπεδα, αλλά όχι στο 23%.
Τέλος απαιτεί μία ακόμη μείωση των συντάξεων, παρά το ότι η τελευταία ξεκίνησε την 1η Ιανουαρίου – ενώ οι συνεχείς μειώσεις προκαλούν περισσότερο χάος, με ανύπαρκτη ουσιαστικά ωφέλεια για ένα κράτος βυθισμένο στην ύφεση, αφού περιορίζεται συνεχώς η ζήτηση, άρα οι επενδύσεις, τα δημόσια έσοδα κοκ.
Βέβαια, το ΔΝΤ τεκμηριώνει την αυστηρότητα του, όσον αφορά τα προτεινόμενα μέτρα, με την απαίτηση των Ευρωπαίων για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% – ενώ οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι, ενώ επικρίνουν το ΔΝΤ, επιμένουν στη συμμετοχή του στο πρόγραμμα εξόντωσης της Ελλάδας. Προφανώς επειδή δεν επιθυμούν να έχουν μόνο αυτοί την ευθύνη της ανθρωπιστικής κρίσης που εξελίσσεται ραγδαία, όπως συμπεραίνεται από τη στάση της Ολλανδίας και της Γερμανίας – ενώ δεν θέλουν πριν από τις εκλογές στις χώρες τους να δεσμευθούν με τη συνέχιση της χρηματοδότησης της Ελλάδας χωρίς το Ταμείο.
Από την άλλη πλευρά τώρα κλιμακώνονται οι αμερικανικές «παραινέσεις», όσον αφορά την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, ως μοναδική δυνατότητα σωτηρίας της – οπότε φαίνεται να συμφωνούν έμμεσα οι Η.Π.Α. με τον κ. Σόιμπλε, ο οποίος θέτει το GREXIT ως προϋπόθεση της διαγραφής χρέους (χωρίς την οποία η χώρα μας ασφαλώς δεν έχει μέλλον). Εν τούτοις, κανένας δεν γνωρίζει τι σκέφτεται ακριβώς ο Γερμανός – ο οποίος ποτέ δεν ανακοινώνει αυτά που στην πραγματικότητα σχεδιάζει, ενώ θεωρείται αρκετά ικανός στο γεωπολιτικό πόκερ.
Τέλος, όσον αφορά την ελληνική κυβέρνηση, έχοντας αποτύχει τραγικά τόσο με τις διαπραγματεύσεις, όσο και με την διακυβέρνηση της χώρας, φαίνεται πως εξετάζει σοβαρά το θέμα της δραχμής – ειδικά αφού το ποσοστό του πληθυσμού που τάσσεται υπέρ της υιοθέτησης του εθνικού νομίσματος αυξάνεται σταθερά, ως αποτέλεσμα των δεινών που υφίσταται από τα μνημόνια. Άλλωστε με τη δραχμή θα μπορούσε ίσως να παραμείνει στην εξουσία η κυβέρνηση, καθώς επίσης να εφαρμόσει μία αριστερή πολιτική, ξεπλένοντας παράλληλα τις «προδοσίες» του παρελθόντος.
Την ίδια στιγμή η εγχώρια ελίτη οποία έχει συνειδητοποιήσει πως αφενός μεν δεν θα συμμετέχει στη λεηλασία της χώρας, αφετέρου κινδυνεύει να λεηλατηθεί και η ίδια, έχει απομακρυνθεί από το «μένουμε Ευρώπη» – προσδοκώντας πως με το εθνικό νόμισμα θα έχει μεγαλύτερα πλεονεκτήματα και λιγότερους κινδύνους.
Επομένως, όλα δείχνουν πως η επιστροφή στη δραχμή είναι πιθανότερη από ποτέ – για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια κρίσης. Οπότε καλό κουράγιο σε όλους μας, με την ελπίδα να καταλάβουμε πως το νόμισμα δεν κάνει την οικονομία, αλλά η οικονομία το νόμισμα – καθώς επίσης πως το πείραμα θα επιτύχει, ακόμη και αν χαθούν ακόμη πάρα πολλά.