ΟΕλληνας πρωθυπουργός πρόσφατα προσχώρησε στην άποψη πως τα ελληνικά αποθέματα πρέπει να έχουν ευρωπαϊκό πρόσημο.
Του ΚΩΝ/ΝΟΥ ΦΙΛΗ διευθυντή ερευνών στο Ινστιτούτο Διεθνών Σxέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου
Με αυτό τον τρόπο θέλει να θωρακίσει τη χώρα έναντι μελλοντικών κινδύνων αλλά και να δημιουργήσει συνθήκες σταθερότητας, δεδομένου ότι επενδυτές και καταναλωτές επιζητούν διαρκή και αδιάλειπτη ροή, αξιόπιστους και προβλέψιμους εταίρους. Κάποιοι κύκλοι, ωστόσο, συγχέουν την πρόθεση της κυβέρνησης να δώσει προτεραιότητα στους Ευρωπαίους εταίρους της, σε ό,τι αφορά την αξιοποίηση πιθανών κοιτασμάτων εντός της ελληνικής επικράτειας, με την ανάπτυξη «ευρωπαϊκής ΑΟΖ». Ξεκαθαρίζω πως η κάθε χώρα έχει τη δυνατότητα ανακήρυξης δικής της ΑΟΖ και κατόπιν οριοθέτησης με τις όμορες χώρες, εντούτοις, υπερεθνική ΑΟΖ δεν υφίσταται. Διασφαλίζοντας, πάντως, την πολιτική στήριξη της Ε.Ε. δημιουργείται ομπρέλα προστασίας για τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.
Αναλογιζόμενοι ότι η προτιμότερη αγορά για να κατευθύνουμε τους υδρογονάνθρακές μας είναι η ευρωπαϊκή, το σκεπτικό είναι επί της αρχής ορθό. Η αδυναμία των Βρυξελλών να υιοθετήσουν μία ενιαία γραμμή σε συνάρτηση με το ισχυρό τουρκικό λόμπι καταδεικνύει την ανάγκη να αναζητήσουμε επιπλέον συμμαχίες για την αποτελεσματικότερη προώθηση των συμφερόντων μας. Μπορεί, δηλαδή, μεμονωμένες χώρες να μας στηρίξουν (π.χ. Γαλλία), αλλά δύσκολα οι διστακτικοί Ευρωπαίοι θα πάρουν καθαρή θέση υπέρ μας ή θα καταφέρουν να περιορίσουν την τουρκική επιθετικότητα.
Σε πρώτο επίπεδο, συνεπώς, αντί να αναζητούμε την ομόφωνη στήριξη των Ευρωπαίων εταίρων μας, πρέπει να κινητοποιηθούμε προς την κατεύθυνση δημιουργίας των κατάλληλων συνθηκών/προϋποθέσεων που θα προσελκύσουν το ενδιαφέρον τους, συνδέοντας ευθέως την εκμετάλλευση του ενεργειακού μας πλούτου με τις εντεινόμενες ανάγκες της Γηραιάς Ηπείρου, προκειμένου δυνητικά να βελτιώσουμε σημαντικά το πλαίσιο διαπραγμάτευσης έναντι αυτών. Ομως, το βάθος χρόνου για τις εξελίξεις είναι άνω της δεκαετίας και ο κίνδυνος αποπροσανατολισμού ιδιαιτέρως ορατός.
Επισημαίνεται πως μονομερείς ενέργειες σχετικά με την ΑΟΖ, σύμφωνα με τους περισσότερους ειδικούς, δεν διευκολύνουν την επιτάχυνση των διαδικασιών εξόρυξης. Υπάρχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά και χρονικά στάδια σε ενδεχόμενη συνολική διευθέτηση με όμορες χώρες. Εδώ και λίγο καιρό η δυσκολία έγκειται στο ότι η Τουρκία είτε επιχειρεί να ανατρέψει υφιστάμενες συμφωνίες (βλ. Ελλάδας – Αλβανίας του 2009) είτε προσπαθεί να μπλοκάρει τις διαπραγματεύσεις (με Λιβύη και Αίγυπτο), καθιστάμενη συναποφασίζουσα. Παρ” όλα αυτά, σε ό,τι αφορά το Κάιρο, η Αγκυρα δύσκολα θα καταφέρει να το πείσει να συνδεθούν οι ΑΟΖ τους αποκόβοντας την Ελλάδα από την Κύπρο, διότι αυτό θα κόστιζε στους Αιγυπτίους τη συμφωνία με την Κύπρο και κατ” επέκταση με τη Σαουδική Αραβία, που φαίνεται να φυλάσσουν σαν κόρη οφθαλμού.
Από την άλλη, η νέα αιγυπτιακή ηγεσία, η οποία πασχίζει να σταθεροποιηθεί, χωρίς προς το παρόν να έχει υιοθετήσει μία ξεκάθαρη και σαφή ατζέντα για τις σχέσεις της με τα κράτη της περιοχής, θα αποφύγει να προκαλέσει την Τουρκία ή τελοσπάντων θα διατηρήσει το πλεονέκτημα που της δίνει το γεγονός πως τόσο η Αθήνα όσο και η Αγκυρα τη βλέπουν ως πολύφερνη νύφη για να διασφαλίσουν πρώτες τη συγκατάθεσή της, γεγονός που εύλογα θα δεσμεύσει και αυτόν που αναγκαστικά θα ακολουθήσει.
Αν και αρκετά πρόωρο, το ενδεχόμενο συνεκμετάλλευσης με Λιβύη και Αίγυπτο, σε περίπτωση που ορισμένα από τα αποθέματα βρίσκονται σε σημείο που οι μελλοντικές μας ΑΟΖ τέμνονται, μας προσφέρει ένα πλεονέκτημα που αξίζει να χρησιμοποιής