Για τις φωτογραφίες και τις εικόνες που γίνονται παγκοσμίως διάσημες λέμε συχνά
πως η επιτυχία τους οφείλεται επειδή κάποιος βρέθηκε στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή. Κι όμως, οι πρωταγωνιστές των παρακάτω εικόνων -φωτογράφοι ή εικονιζόμενοι- θα διαφωνούσαν. Στην δική τους περίπτωση, βρέθηκαν στο λάθος μέρος την λάθος στιγμή, αφού η συσχέτισή τους με τις συγκεκριμένες φωτογραφίες τους κατέστρεψε τη ζωή.
Ο λευκός ολυμπιονίκης του 1968
Είναι καλοκαίρι του 1968 και στο Μεξικό διοργανώνεται η Ολυμπιάδα, στο αγώνισμα 200 μέτρων της οποίας κερδίζουν τα μετάλλια δύο μαύροι Αμερικανοί αθλητές και ένας λευκός Αυστραλός που κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο. Η απονομή των μεταλλίων τους έμελλε να γραφτεί στην Ιστορία, αφού σε μια εποχή που ο φυλετικός διαχωρισμός ήταν ο κανόνας, οι δύο Αμερικανοί σήκωσαν τις γροθιές τους σχηματίζοντας την κίνηση της «μαύρης δύναμης», την ίδια ώρα που ο Αυστραλός στεκόταν αμήχανος στο δεύτερο βάθρο. Κι όμως, σε ένα στιγμιότυπο που ο ίδιος μοιάζει κομπάρσος, καταστράφηκε η δική του καριέρα.
Κι αυτό γιατί, όπως λίγοι γνωρίζουν, ο Peter Norman ήταν αυτός που παρακίνησε τους δύο Αμερικανούς να προβούν σε αυτή τη διαμαρτυρία – μάλιστα, λίγη ώρα πριν την απονομή τους έδωσε την ιδέα των μαύρων γαντιών. Όταν αυτό μαθεύτηκε, η πατρίδα του που επίσης είχε ως επίσημη γραμμή την φυλετική διάκριση εκείνη την εποχή, του απαγόρευσε την συμμετοχή στις επόμενες Ολυμπιάδες. Στην επόμενη διοργάνωση, στο Μόναχο το 1972, η Αυστραλία δεν έστειλε κανέναν εκπρόσωπό της στα αθλήματα του στίβου ενώ ο Norman μετά από αυτές τις εξελίξεις έπεσε σε κατάθλιψη και σε καταχρήσεις ουσιών. Ακόμη και στους Ολυμπιακούς του 2000 στο Σίδνεϊ, σε μια εποχή που υποτίθεται πως τέτοια φαινόμενα θα είχαν πια εκλείψει, ο Norman ήταν ο μόνο Αυστραλός αθλητής που δεν είχε την ευκαιρία να τρέξει στον VIP γύρο της τιμής στο στάδιο.
Ο άγνωστος στον φόνο του RFK
Η κατάρα των Kennedy φαίνεται πως, πέντε χρόνια μετά την δολοφονία του Προέδρου JFK, δεν χτύπησε μόνο τον μικρότερο αδερφό του και γερουσιαστή των ΗΠΑ Bobby Kennedy (γνωστό και ως RFK) αλλά και έναν άγνωστο άνθρωπο που έτυχε να βρεθεί στο σημείο όπου δολοφονήθηκε. Ήταν Ιούνιος του 1968 όταν ο Sirhan Sirhan πλησίασε στην είσοδο του ξενοδοχείου όπου έμενε ο RFK και τον πυροβόλησε. Ο τελευταίος εκείνη την ώρα έμπαινε στο ξενοδοχείο και χαιρετούσε εθιμοτυπικά τον κόσμο που βρισκόταν στην είσοδο. Ένας από αυτούς ήταν και ο 17χρονος Juan Romero, ένας Μεξικανός μετανάστης που δούλευε στο ξενοδοχείο και τον βλέπετε στη φωτογραφία να βαστά το κεφάλι του νεκρού Γερουσιαστή. Ο Bobby είχε σταματήσει για μια χειραψία με τον Romero όταν τον βρήκε η σφαίρα του Sirhan, γι' αυτό και όσοι είδαν τον νεαρό μετανάστη στη φωτογραφία, έριξαν σε εκείνον το φταίξιμο, επειδή καθυστέρησε τον Kennedy με αποτέλεσμα να δώσει άνεση χρόνου στον δολοφόνο να δράσει.
Σακιά ολόκληρα με υβριστικές επιστολές έφταναν στο ξενοδοχείο με παραλήπτη τον Romero, κατηγορώντας τον για την «κρίσιμη» χειραψία – ή απλώς επειδή «ήρθε στη χώρα τους για να τους πάρει την δουλειά και να βοηθήσει σε δολοφονίες». Ο νεαρός μετανάστης δεν μπορούσε να αντέξει την φήμη που τον ακολουθούσε έκτοτε, γι’ αυτό και εγκατέλειψε την πόλη αναζητώντας μια πιο απλή, «άσημη» ζωή. Μέχρι να καταλαγιάσει ο θόρυβος και να κάνει οικογένεια, ο Romero είχε χάσει την ευκαιρία να σπουδάσει, ενώ ποτέ δεν κατάφερε να βρει τον τρόπο να ανταπεξέλθει στην δημοσιότητα αλλά και στις ενοχές που του φόρτωσαν χιλιάδες Αμερικανοί.
Ο έκτος άνδρας που σήκωσε την σημαία στην Ίβο Τζίμα
Σε μία από τις σημαντικότερες για τις ΗΠΑ ημέρες της πολεμικής τους ιστορίας, την στιγμή που έξι Αμερικανοί στρατιώτες ορθώνουν την αστερόεσσα στην Ίβο Τζίμα με φόντο μία από τις φονικότερες μάχες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Ιαπωνίας, η φωτογραφία που τραβήχτηκε έμελλε να γίνει «λάβαρο» πατριωτισμού και ηρωισμού. Θα περίμενε κανείς οι έξι άνδρες της φωτογραφίας να τύχουν λαμπρής τύχης και να ζήσουν μια ζωή γεμάτη τιμές. Κι όμως, τα πράγματα δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι.
Αμέσως μετά το περιστατικό της φωτογραφίας, ακολούθησε φονική μάχη, στην οποία τρεις από τους άνδρες του ενσταντανέ έχασαν τη ζωή τους. Οι Αμερικανοί, φοβούμενοι αποτυχία στο… marketing του πολέμου σε περίπτωση που χάνονταν όλοι οι ήρωες της φωτό, έσπευσαν να εντοπίσουν τους υπολοίπους και να τους φέρουν πίσω στις ΗΠΑ. Δύο από αυτούς βρέθηκαν αμέσως, αλλά ο τελευταίος, ονόματι Ira Hayes, φαίνεται πως δεν επιθυμούσε ούτε την φήμη, ούτε την επιστροφή στην πατρίδα. Μάλιστα, αρνούμενος να εγκαταλείψει τους υπόλοιπους στρατιώτες στο πεδίο της μάχης, απείλησε τους ανωτέρους του με σωματική βία σε περίπτωση που ανέφεραν το όνομά του. Εκείνοι όμως, μετά από τις πιέσεις υψηλά ιστάμενων ανθρώπων στις ΗΠΑ, τον παρέδωσαν και τον έστειλαν πίσω, μαζί με ένα δυσβάσταχτο φορτίο ενοχών για την εγκατάλειψη του πεδίου της μάχης, από το οποίο δεν «γιατρεύτηκε» ποτέ. Πίσω στην Αμερική, μάθαινε τα νέα για τους θανάτους των φίλων του που έπεφταν ένας προς έναν στη μάχη, την ίδια στιγμή που πλήθη συνέρρεαν στο σπίτι του για ένα αυτόγραφο. Τελικά, ο Hayes υπέκυψε στον αλκοολισμό.
Το βικτωριανό πορτρέτο που σκότωσε το μοντέλο του
Δεν μιλάμε για φωτογραφία, αλλά για πίνακα ζωγραφικής –στην βικτωριανή Αγγλία άλλωστε, στις αρχές του 19ου αιώνα, δεν είχε ακόμη εφευρεθεί η τέχνη της φωτογραφίας. Ο πίνακας που βλέπετε λέγεται «Οφηλία» και φιλοτεχνήθηκε από τον John Everett Millais, ο οποίος χρειάστηκε πέντε μήνες για να τον ολοκληρώσει, με την βοήθεια ενός θηλυκού μοντέλου, της Elizabeth Siddal, που πόζαρε ως «νεκρή γυναίκα στο ποτάμι».
Η Elizabeth ήταν η βοηθός ενός πιλοποιού, την οποία εντόπισε κάποια στιγμή ένας καλλιτέχνης και την έπεισε πως η ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα της και τα κόκκινα μαλλιά της την καθιστούσαν ιδανικό μοντέλο για ζωγράφους. Έτσι, πέρασε τα επόμενα χρόνια της ποζάροντας για την τέχνη. Σε αυτό το διάστημα ήταν που βρέθηκε και ο Millais κοντά της, ζητώντας της να ποζάρει ως «Οφηλία». Για να πετύχει το αποτέλεσμα που ήθελε, ο καλλιτέχνης την έβαλε να ξαπλώσει σε μια μπανιέρα γεμάτη νερό για πολλές ώρες. Μόνο που ήταν χειμώνας και το νερό το ζέσταιναν μόνο μερικές λάμπες κάτω από την μπανιέρα, οι οποίες σύντομα έσβησαν. Το μοντέλο, θέλοντας να επιδείξει επαγγελματισμό στάθηκε ακίνητο μέσα στο παγωμένο νερό για την υπόλοιπη ημέρα με αποτέλεσμα να… αρπάξει πνευμονία. Η ασθένεια μπορεί να μην την σκότωσε, αλλά – όπως γινόταν συνήθως σε μια μάλλον άσχημη περίοδο για την Ιατρική επιστήμη – την σκότωσε η θεραπεία. Η οποία δεν ήταν παρά ένα μίγμα οπίου και αλκοόλ κατάλληλου μόνο για να σε κάνει να ξεχνάς τον πόνο. Η Siddal εθίστηκε στο όπιο και λίγο καιρό αργότερα, μετά από μία ανεπιτυχή κύηση –πιθανότατα εξαιτίας της ουσίας- βρέθηκε νεκρή από υπερβολική δόση, πιθανότατα προσπάθεια αυτοκτονίας.
Ο φωτογράφος της βομβιστικής επίθεσης της Οκλαχόμα
Βρισκόμαστε στην πόλη της Οκλαχόμα το 1995, όταν μια βομβιστική επίθεση σκορπά τον τρόμο, και μαζί του μερικά πτώματα στους δρόμους. Ένας εργαζόμενος εταιρίας πετρελαίου, ο Lester LaRue, βρίσκεται εκεί με μια φωτογραφική μηχανή και απαθανατίζει την προσπάθεια ενός πυροσβέστη να μεταφέρει ένα αιμόφυρτο βρέφος – την εικόνα δηλαδή που βλέπετε ακριβώς δίπλα. Η φωτογραφία πουλήθηκε από τον LaRue στο Newsweek, έγινε εξώφυλλο, παγκόσμια είδηση και με πρωτοβουλία του LaRue μέχρι και αναμνηστικό αγαλματάκι ή στάμπα σε μπλουζάκια.
Κάπου εδώ αρχίζει για τον LaRue η κατρακύλα. Κι αυτό γιατί όχι μόνο η οικογένεια του βρέφους εμφανίστηκε και τον κατηγόρησε για εμπορική εκμετάλλευση της τραγωδίας τους, αλλά και επειδή σε μια περίπλοκη για τα πνευματικά δικαιώματα εποχή, εμφανίστηκε και η πετρελαϊκή εταιρία για την οποία εργαζόταν ο LaRue, υποστηρίζοντας πως η φωτογραφία τραβήχτηκε από τον υπάλληλό της εν ώρα εργασίας με φωτογραφική μηχανή της εταιρίας, επομένως η εικόνα της ανήκε δικαιωματικά. Μετά από μια πολύκροτη δίκη, η εταιρία δικαιώθηκε, και ο LaRue έμεινε καταχρεωμένος και με σημαντικό έλλειμμα αξιοπρέπειας. Και η ειρωνεία της τύχης δεν σταματά εκεί. Κατόπιν εορτής, αποδείχθηκε πως δίπλα στον LaRue την στιγμή της μεταφοράς του βρέφους υπήρχε κι άλλος ένας φωτογράφος, ο Charles Porter, που τράβηξε ακριβώς το ίδιο στιγμιότυπο το οποίο αργότερα βραβεύτηκε με το βραβείο Pulitzer καλύτερης φωτογραφίας. Κάπως έτσι, η μοίρα θέλησε από τους δύο φωτογράφους που βρέθηκαν στο κατάλληλο σημείο την κατάλληλη στιγμή, ο ένας να βραβευθεί και ο άλλος να χάσει την δουλειά του, τα χρήματά του και αρκετή από την αξιοπρέπειά του.
ΠΗΓΗ
πως η επιτυχία τους οφείλεται επειδή κάποιος βρέθηκε στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή. Κι όμως, οι πρωταγωνιστές των παρακάτω εικόνων -φωτογράφοι ή εικονιζόμενοι- θα διαφωνούσαν. Στην δική τους περίπτωση, βρέθηκαν στο λάθος μέρος την λάθος στιγμή, αφού η συσχέτισή τους με τις συγκεκριμένες φωτογραφίες τους κατέστρεψε τη ζωή.
Ο λευκός ολυμπιονίκης του 1968
Είναι καλοκαίρι του 1968 και στο Μεξικό διοργανώνεται η Ολυμπιάδα, στο αγώνισμα 200 μέτρων της οποίας κερδίζουν τα μετάλλια δύο μαύροι Αμερικανοί αθλητές και ένας λευκός Αυστραλός που κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο. Η απονομή των μεταλλίων τους έμελλε να γραφτεί στην Ιστορία, αφού σε μια εποχή που ο φυλετικός διαχωρισμός ήταν ο κανόνας, οι δύο Αμερικανοί σήκωσαν τις γροθιές τους σχηματίζοντας την κίνηση της «μαύρης δύναμης», την ίδια ώρα που ο Αυστραλός στεκόταν αμήχανος στο δεύτερο βάθρο. Κι όμως, σε ένα στιγμιότυπο που ο ίδιος μοιάζει κομπάρσος, καταστράφηκε η δική του καριέρα.
Κι αυτό γιατί, όπως λίγοι γνωρίζουν, ο Peter Norman ήταν αυτός που παρακίνησε τους δύο Αμερικανούς να προβούν σε αυτή τη διαμαρτυρία – μάλιστα, λίγη ώρα πριν την απονομή τους έδωσε την ιδέα των μαύρων γαντιών. Όταν αυτό μαθεύτηκε, η πατρίδα του που επίσης είχε ως επίσημη γραμμή την φυλετική διάκριση εκείνη την εποχή, του απαγόρευσε την συμμετοχή στις επόμενες Ολυμπιάδες. Στην επόμενη διοργάνωση, στο Μόναχο το 1972, η Αυστραλία δεν έστειλε κανέναν εκπρόσωπό της στα αθλήματα του στίβου ενώ ο Norman μετά από αυτές τις εξελίξεις έπεσε σε κατάθλιψη και σε καταχρήσεις ουσιών. Ακόμη και στους Ολυμπιακούς του 2000 στο Σίδνεϊ, σε μια εποχή που υποτίθεται πως τέτοια φαινόμενα θα είχαν πια εκλείψει, ο Norman ήταν ο μόνο Αυστραλός αθλητής που δεν είχε την ευκαιρία να τρέξει στον VIP γύρο της τιμής στο στάδιο.
Ο άγνωστος στον φόνο του RFK
Η κατάρα των Kennedy φαίνεται πως, πέντε χρόνια μετά την δολοφονία του Προέδρου JFK, δεν χτύπησε μόνο τον μικρότερο αδερφό του και γερουσιαστή των ΗΠΑ Bobby Kennedy (γνωστό και ως RFK) αλλά και έναν άγνωστο άνθρωπο που έτυχε να βρεθεί στο σημείο όπου δολοφονήθηκε. Ήταν Ιούνιος του 1968 όταν ο Sirhan Sirhan πλησίασε στην είσοδο του ξενοδοχείου όπου έμενε ο RFK και τον πυροβόλησε. Ο τελευταίος εκείνη την ώρα έμπαινε στο ξενοδοχείο και χαιρετούσε εθιμοτυπικά τον κόσμο που βρισκόταν στην είσοδο. Ένας από αυτούς ήταν και ο 17χρονος Juan Romero, ένας Μεξικανός μετανάστης που δούλευε στο ξενοδοχείο και τον βλέπετε στη φωτογραφία να βαστά το κεφάλι του νεκρού Γερουσιαστή. Ο Bobby είχε σταματήσει για μια χειραψία με τον Romero όταν τον βρήκε η σφαίρα του Sirhan, γι' αυτό και όσοι είδαν τον νεαρό μετανάστη στη φωτογραφία, έριξαν σε εκείνον το φταίξιμο, επειδή καθυστέρησε τον Kennedy με αποτέλεσμα να δώσει άνεση χρόνου στον δολοφόνο να δράσει.
Σακιά ολόκληρα με υβριστικές επιστολές έφταναν στο ξενοδοχείο με παραλήπτη τον Romero, κατηγορώντας τον για την «κρίσιμη» χειραψία – ή απλώς επειδή «ήρθε στη χώρα τους για να τους πάρει την δουλειά και να βοηθήσει σε δολοφονίες». Ο νεαρός μετανάστης δεν μπορούσε να αντέξει την φήμη που τον ακολουθούσε έκτοτε, γι’ αυτό και εγκατέλειψε την πόλη αναζητώντας μια πιο απλή, «άσημη» ζωή. Μέχρι να καταλαγιάσει ο θόρυβος και να κάνει οικογένεια, ο Romero είχε χάσει την ευκαιρία να σπουδάσει, ενώ ποτέ δεν κατάφερε να βρει τον τρόπο να ανταπεξέλθει στην δημοσιότητα αλλά και στις ενοχές που του φόρτωσαν χιλιάδες Αμερικανοί.
Ο έκτος άνδρας που σήκωσε την σημαία στην Ίβο Τζίμα
Σε μία από τις σημαντικότερες για τις ΗΠΑ ημέρες της πολεμικής τους ιστορίας, την στιγμή που έξι Αμερικανοί στρατιώτες ορθώνουν την αστερόεσσα στην Ίβο Τζίμα με φόντο μία από τις φονικότερες μάχες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Ιαπωνίας, η φωτογραφία που τραβήχτηκε έμελλε να γίνει «λάβαρο» πατριωτισμού και ηρωισμού. Θα περίμενε κανείς οι έξι άνδρες της φωτογραφίας να τύχουν λαμπρής τύχης και να ζήσουν μια ζωή γεμάτη τιμές. Κι όμως, τα πράγματα δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι.
Αμέσως μετά το περιστατικό της φωτογραφίας, ακολούθησε φονική μάχη, στην οποία τρεις από τους άνδρες του ενσταντανέ έχασαν τη ζωή τους. Οι Αμερικανοί, φοβούμενοι αποτυχία στο… marketing του πολέμου σε περίπτωση που χάνονταν όλοι οι ήρωες της φωτό, έσπευσαν να εντοπίσουν τους υπολοίπους και να τους φέρουν πίσω στις ΗΠΑ. Δύο από αυτούς βρέθηκαν αμέσως, αλλά ο τελευταίος, ονόματι Ira Hayes, φαίνεται πως δεν επιθυμούσε ούτε την φήμη, ούτε την επιστροφή στην πατρίδα. Μάλιστα, αρνούμενος να εγκαταλείψει τους υπόλοιπους στρατιώτες στο πεδίο της μάχης, απείλησε τους ανωτέρους του με σωματική βία σε περίπτωση που ανέφεραν το όνομά του. Εκείνοι όμως, μετά από τις πιέσεις υψηλά ιστάμενων ανθρώπων στις ΗΠΑ, τον παρέδωσαν και τον έστειλαν πίσω, μαζί με ένα δυσβάσταχτο φορτίο ενοχών για την εγκατάλειψη του πεδίου της μάχης, από το οποίο δεν «γιατρεύτηκε» ποτέ. Πίσω στην Αμερική, μάθαινε τα νέα για τους θανάτους των φίλων του που έπεφταν ένας προς έναν στη μάχη, την ίδια στιγμή που πλήθη συνέρρεαν στο σπίτι του για ένα αυτόγραφο. Τελικά, ο Hayes υπέκυψε στον αλκοολισμό.
Το βικτωριανό πορτρέτο που σκότωσε το μοντέλο του
Δεν μιλάμε για φωτογραφία, αλλά για πίνακα ζωγραφικής –στην βικτωριανή Αγγλία άλλωστε, στις αρχές του 19ου αιώνα, δεν είχε ακόμη εφευρεθεί η τέχνη της φωτογραφίας. Ο πίνακας που βλέπετε λέγεται «Οφηλία» και φιλοτεχνήθηκε από τον John Everett Millais, ο οποίος χρειάστηκε πέντε μήνες για να τον ολοκληρώσει, με την βοήθεια ενός θηλυκού μοντέλου, της Elizabeth Siddal, που πόζαρε ως «νεκρή γυναίκα στο ποτάμι».
Η Elizabeth ήταν η βοηθός ενός πιλοποιού, την οποία εντόπισε κάποια στιγμή ένας καλλιτέχνης και την έπεισε πως η ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα της και τα κόκκινα μαλλιά της την καθιστούσαν ιδανικό μοντέλο για ζωγράφους. Έτσι, πέρασε τα επόμενα χρόνια της ποζάροντας για την τέχνη. Σε αυτό το διάστημα ήταν που βρέθηκε και ο Millais κοντά της, ζητώντας της να ποζάρει ως «Οφηλία». Για να πετύχει το αποτέλεσμα που ήθελε, ο καλλιτέχνης την έβαλε να ξαπλώσει σε μια μπανιέρα γεμάτη νερό για πολλές ώρες. Μόνο που ήταν χειμώνας και το νερό το ζέσταιναν μόνο μερικές λάμπες κάτω από την μπανιέρα, οι οποίες σύντομα έσβησαν. Το μοντέλο, θέλοντας να επιδείξει επαγγελματισμό στάθηκε ακίνητο μέσα στο παγωμένο νερό για την υπόλοιπη ημέρα με αποτέλεσμα να… αρπάξει πνευμονία. Η ασθένεια μπορεί να μην την σκότωσε, αλλά – όπως γινόταν συνήθως σε μια μάλλον άσχημη περίοδο για την Ιατρική επιστήμη – την σκότωσε η θεραπεία. Η οποία δεν ήταν παρά ένα μίγμα οπίου και αλκοόλ κατάλληλου μόνο για να σε κάνει να ξεχνάς τον πόνο. Η Siddal εθίστηκε στο όπιο και λίγο καιρό αργότερα, μετά από μία ανεπιτυχή κύηση –πιθανότατα εξαιτίας της ουσίας- βρέθηκε νεκρή από υπερβολική δόση, πιθανότατα προσπάθεια αυτοκτονίας.
Ο φωτογράφος της βομβιστικής επίθεσης της Οκλαχόμα
Βρισκόμαστε στην πόλη της Οκλαχόμα το 1995, όταν μια βομβιστική επίθεση σκορπά τον τρόμο, και μαζί του μερικά πτώματα στους δρόμους. Ένας εργαζόμενος εταιρίας πετρελαίου, ο Lester LaRue, βρίσκεται εκεί με μια φωτογραφική μηχανή και απαθανατίζει την προσπάθεια ενός πυροσβέστη να μεταφέρει ένα αιμόφυρτο βρέφος – την εικόνα δηλαδή που βλέπετε ακριβώς δίπλα. Η φωτογραφία πουλήθηκε από τον LaRue στο Newsweek, έγινε εξώφυλλο, παγκόσμια είδηση και με πρωτοβουλία του LaRue μέχρι και αναμνηστικό αγαλματάκι ή στάμπα σε μπλουζάκια.
Κάπου εδώ αρχίζει για τον LaRue η κατρακύλα. Κι αυτό γιατί όχι μόνο η οικογένεια του βρέφους εμφανίστηκε και τον κατηγόρησε για εμπορική εκμετάλλευση της τραγωδίας τους, αλλά και επειδή σε μια περίπλοκη για τα πνευματικά δικαιώματα εποχή, εμφανίστηκε και η πετρελαϊκή εταιρία για την οποία εργαζόταν ο LaRue, υποστηρίζοντας πως η φωτογραφία τραβήχτηκε από τον υπάλληλό της εν ώρα εργασίας με φωτογραφική μηχανή της εταιρίας, επομένως η εικόνα της ανήκε δικαιωματικά. Μετά από μια πολύκροτη δίκη, η εταιρία δικαιώθηκε, και ο LaRue έμεινε καταχρεωμένος και με σημαντικό έλλειμμα αξιοπρέπειας. Και η ειρωνεία της τύχης δεν σταματά εκεί. Κατόπιν εορτής, αποδείχθηκε πως δίπλα στον LaRue την στιγμή της μεταφοράς του βρέφους υπήρχε κι άλλος ένας φωτογράφος, ο Charles Porter, που τράβηξε ακριβώς το ίδιο στιγμιότυπο το οποίο αργότερα βραβεύτηκε με το βραβείο Pulitzer καλύτερης φωτογραφίας. Κάπως έτσι, η μοίρα θέλησε από τους δύο φωτογράφους που βρέθηκαν στο κατάλληλο σημείο την κατάλληλη στιγμή, ο ένας να βραβευθεί και ο άλλος να χάσει την δουλειά του, τα χρήματά του και αρκετή από την αξιοπρέπειά του.
ΠΗΓΗ