Στην Κέρκυρα επιτέθηκε το 1537. Ξεκινώντας προηγουμένως από την Κωνσταντινούπολη, έφτασε τον..
Ιούλιο του ίδιου χρόνου στα παράλια της Ηπείρου, πολιόρκησε ανεπιτυχώς τη Χιμάρα, και ακολούθως στρατοπέδευσε στον Αυλώνα.Συγχρόνως βγήκε από τον Ελλήσποντο ο τουρκικός στόλος που αριθμούσε πάνω από τετρακόσιες γαλέρες, επικεφαλής των οποίων ήταν ο γαμπρός του Σουλτάνου, Λουφούτ πασάς, ο οποίος είχε υπό τις διαταγές του το Χαϊραντίν Μπαρμπαρόσα και τον Αγιάς πασά. Ο Μπαρμπαρόσα με το στόλο κατέπλευσε στον Τάραντα, πολιόρκησε το κάστρο, που παραδόθηκε με συνθήκη, λεηλάτησε εν συνεχεία την πόλη και αιχμαλώτισε τους κατοίκους. Κι αφού μετά λεηλατήθηκαν οι ακτές της Πούλιας, ο τουρκικός στόλος ξεκίνησε για την Κέρκυρα, γεγονός που πληροφορήθηκε ο ενετός Γκενεράλης Πεζάρο, ο οποίος με το στόλο του, έχοντας ούριο άνεμο (σορόκο) πήγε να τον αντιμετωπίσει.
Παρόλα δε που με εντολή της Γερουσίας της Βενετίας, η οποία για τους δικούς της λόγους, ήθελε να αποφύγει τη σύγκρουση τη συγκεκριμένη στιγμή, ο ενετικός στόλος διατάχθηκε να επιστρέψει στην Κέρκυρα, δεν έλειψαν τα μεμονωμένα επεισόδια, τα οποία αποτέλεσαν την αφορμή, ώστε ο Σουλεϊμάν, παρακινούμενος κυρίως από τον Μπαρμπαρόσα, να επιτεθεί στις κτίσεις της Βενετίας και ειδικά στο νησί της Κέρκυρας. Αφού, λοιπόν, απέσπασε από την πολιορκία του Οτράντο τη Ναυτική Αρμάδα κι αφού προχώρησε ο ίδιος με τις στεριανές δυνάμεις από τον Αυλώνα στο Βουθρωτό, που είναι απέναντι από την Κέρκυρα στα δύο ν. μ., διαπεραίωσε στο νησί χίλιους ιππείς για να το ερημώσουν…
Στις 27 Αυγούστου 1537, στις 8 το πρωί, τρεις τούρκικες γαλέρες αγκυροβόλησαν στο λιμάνι της πόλης της Κέρκυρας σε σημείο όπου υπήρχαν μερικά σπίτια, στα οποία οι Τούρκοι βάλανε αμέσως φωτιά. Σε μια από αυτές τις γαλέρες επέβαινε κι ίδιος ο Μπαρμπαρόσα. Την επομένη, όλη η Τούρκικη Αρμάδα, που είχε διανυκτερεύσει στο στενό μεταξύ Κέρκυρας και Βουθρωτού, κατέπλευσε στην πόλη και παρατάχθηκε από το λιμάνι ως την παραλία του χωριού Ποταμός, του οποίου οι Τούρκοι πυρπόλησαν όλα τα σπίτια. Την ίδια μέρα αποβιβάστηκαν στην Κέρκυρα, με 50 πλοία, εικοσιπέντε χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες.
Στις 29 Αυγούστου άρχισαν οι Τούρκοι τις καταστροφές πυρπολώντας πρώτα την ατείχιστη τότε πόλη, η οποία καιγόταν συνεχώς επί τρία ημερόνυχτα. Οι κάτοικοι της πόλης, κυρίως τα γυναικόπαιδα και οι ηλικιωμένοι, είχαν μείνει ανυπεράσπιστοι, εκτός του φρουρίου, δεδομένου ότι εντός αυτού παρέμειναν μόνον οι πολεμιστές, 2000 Ενετοί και 2000 Κερκυραίοι…Κι ενώ οι Τούρκοι όντας κύριοι του νησιού της Κέρκυρας, λεηλατούσαν, σκότωναν και αιχμαλώτιζαν τους κατοίκους, τρεις χιλιάδες περίπου Κερκυραίοι – αποκρούοντας επιτυχώς τέσσερις τουρκικές επιθέσεις – σώθηκαν, οχυρωμένοι στο Αγγελόκαστρο που βρίσκεται στη βορειοδυτική Κέρκυρα.
Στις 27 Αυγούστου 1537, στις 8 το πρωί, τρεις τούρκικες γαλέρες αγκυροβόλησαν στο λιμάνι της πόλης της Κέρκυρας σε σημείο όπου υπήρχαν μερικά σπίτια, στα οποία οι Τούρκοι βάλανε αμέσως φωτιά. Σε μια από αυτές τις γαλέρες επέβαινε κι ίδιος ο Μπαρμπαρόσα. Την επομένη, όλη η Τούρκικη Αρμάδα, που είχε διανυκτερεύσει στο στενό μεταξύ Κέρκυρας και Βουθρωτού, κατέπλευσε στην πόλη και παρατάχθηκε από το λιμάνι ως την παραλία του χωριού Ποταμός, του οποίου οι Τούρκοι πυρπόλησαν όλα τα σπίτια. Την ίδια μέρα αποβιβάστηκαν στην Κέρκυρα, με 50 πλοία, εικοσιπέντε χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες.
Στις 29 Αυγούστου άρχισαν οι Τούρκοι τις καταστροφές πυρπολώντας πρώτα την ατείχιστη τότε πόλη, η οποία καιγόταν συνεχώς επί τρία ημερόνυχτα. Οι κάτοικοι της πόλης, κυρίως τα γυναικόπαιδα και οι ηλικιωμένοι, είχαν μείνει ανυπεράσπιστοι, εκτός του φρουρίου, δεδομένου ότι εντός αυτού παρέμειναν μόνον οι πολεμιστές, 2000 Ενετοί και 2000 Κερκυραίοι…Κι ενώ οι Τούρκοι όντας κύριοι του νησιού της Κέρκυρας, λεηλατούσαν, σκότωναν και αιχμαλώτιζαν τους κατοίκους, τρεις χιλιάδες περίπου Κερκυραίοι – αποκρούοντας επιτυχώς τέσσερις τουρκικές επιθέσεις – σώθηκαν, οχυρωμένοι στο Αγγελόκαστρο που βρίσκεται στη βορειοδυτική Κέρκυρα.
Όλες οι προσπάθειες των τούρκων για την κατάληψη του Φρουρίου απέβησαν άκαρπες. Μάλιστα στις 6 Σεπτεμβρίου άρχισε από το φρούριο – διοικητής του οποίου ήταν ο Αλέξανδρος Τρον – γενικός βομβαρδισμός εναντίον του τουρκικού στόλου, στον οποίο προκλήθηκαν σοβαρές ζημιές. Σπάσανε κατάρτια κ.λπ. και σκοτώθηκαν πολλοί Τούρκοι, μεταξύ των οποίων και ο αρχιναυπηγός του στόλου, και βυθίστηκαν δύο γαλέρες. Επίσης μια οβίδα σκότωσε τέσσερις Τούρκους μέσα σ’ ένα χαράκωμα, γεγονός που κατά τον Τούρκο ιστοριογράφο Ααλί, υποχρέωσε το Σουλεϊμάν να αποφασίσει να λύσει την πολιορκία, λέγοντας ότι «η ζωή ενός Μουσουλμάνου δεν μπορεί να εξαγοραστεί ούτε με χίλια κάστρα». Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι είχε προηγηθεί η αναφορά προς το Σουλτάνο του Αγιά πασά, ο οποίος ανέφερε ότι μετά από σχετική μυστική έρευνα που είχε πραγματοποιήσει ο στο φρούριο της Κέρκυρας, θεωρούσε ότι αυτό ήταν απόρθητο. Γι’ αυτό και αμέσως μετά έστειλαν έναν Κερκυραίο αιχμάλωτο στους πολιορκημένους, να διαπραγματευτεί την αναίμακτη παράδοσή τους, ο οποίος επέστρεψε άπραγος.
Έτσι μετά και από αυτή την εξέλιξη, ο Σουλτάνος έδωσε διαταγή να λυθεί η πολιορκία και όσοι Τούρκοι βρίσκονταν στη στεριά να επιβιβαστούν άμεσα στα πλοία.
Την εβδόμη Σεπτεμβρίου βγήκαν από το φρούριο μερικά περίπολα, τα οποία δεν συνάντησαν στην πόλη ΚΑΝΕΝΑ ζωντανό παρά μόνο πτώματα. Στις οχτώ του μηνός εξακολούθησε η αναχώρηση των τουρκικών πλοίων, κυρίως των μεταγωγικών που μεταφέρανε τα ζώα που είχαν λαφυραγωγήσει και τους δεκαπέντε έως δεκαέξι χιλιάδες κερκυραίους αιχμαλώτους.
Έτσι μετά και από αυτή την εξέλιξη, ο Σουλτάνος έδωσε διαταγή να λυθεί η πολιορκία και όσοι Τούρκοι βρίσκονταν στη στεριά να επιβιβαστούν άμεσα στα πλοία.
Την εβδόμη Σεπτεμβρίου βγήκαν από το φρούριο μερικά περίπολα, τα οποία δεν συνάντησαν στην πόλη ΚΑΝΕΝΑ ζωντανό παρά μόνο πτώματα. Στις οχτώ του μηνός εξακολούθησε η αναχώρηση των τουρκικών πλοίων, κυρίως των μεταγωγικών που μεταφέρανε τα ζώα που είχαν λαφυραγωγήσει και τους δεκαπέντε έως δεκαέξι χιλιάδες κερκυραίους αιχμαλώτους.
Σε 22.000 ανεβάζει τον αριθμό των αιχμαλώτων, ο Κερκυραίος ιστοριογράφος, αυτόπτης μάρτυρας, Νούκιος Νίκανδρος, ο οποίος μεταξύ άλλων γράφει: «Όταν πήρανε τη διαταγή οι βάρβαροι αρχίσανε να φορτώνουν τα λάφυρα στα πλοία και να διαπεραιώνουν τους αιχμαλώτους στην αντικρινή Ήπειρο… Και έβλεπε κανείς ένα πλήθος ασπρομάλληδων γερόντων να τους μεταφέρουν με βρισιές και σπρωξιές στα πλοία και όσους περπάταγαν τους ξεχώριζαν και τους κάθιζαν να τραβάνε κουπί, ενώ όσους γέρνοντας από τα γηρατειά ή από αρρώστιες και περπάταγαν με δυσκολία, τους κατακόβανε με τα σπαθιά. Τα ίδια κάνανε και στις γυναίκες χωρίς να ντρέπονται το γήρας, ούτε να σέβονται την ηλικία, ούτε να λυπούνται τη νιότη, ούτε να σπλαχνίζονται τα μικρά παιδιά, αλλά χωρίς διαφορά όλους τους ανέβαζαν στις γαλέρες, προορίζοντάς τους για σκλάβους ή τους σφάζανε ανηλεώς με τις μαχαίρες. …Τα υπεράριθμα ζώα τα σκοτώνανε… και έβλεπες πτώματα αλόγων, ανθρώπων και γαϊδουριών, ακόμη και σκυλιών, κομματιασμένα και ανακατεμένα κατά γης και στις παραλίες, άλλα πρησμένα κι άλλα να βρωμάνε, άλλα που είχαν σφαχτεί πρόσφατα να σπαρταράνε. …Στους δρόμους και τα σοκάκια της πόλης αναρίθμητα σώματα νεκρών κάθε ηλικίας και κάθε είδους ζώων, σπίτια καμένα και κατεδαφισμένα, εκκλησίες καμένες, …αλλά και τα σκεπασμένα από τη γη οικτρά λείψανα ανθρωπίνων σωμάτων τα ξέθαβαν υποψιασμένοι ότι κάτι πολύτιμο μπορεί να είχε κλειστεί στο μνήμα. …Την επομένη που έπνεε ούριος άνεμος αναχωρήσανε, έχοντας πάρει είκοσι δύο χιλιάδες νησιώτες σκλάβους, και σωρούς από χρυσάφι και ασήμι.
Κατά τον Τούρκο ιστοριογράφο Χατζή Καλιφέ, 140 χωριά (δηλαδή όλα τα χωριά της Κέρκυρας) λαφυραγωγήθηκαν – καταστράφηκαν, πριν αρχίσει η πολιορκία του φρουρίου και η καταστροφή της πόλης.
Ο ιστορικός Μάρμορας γράφει: «…Έμενεν η νήσος μετά την αναχώρησιν των Τούρκων τοσούτον κατεστραμμένη, ώστε ωμοίαζε σκελετόν άμορφον και κινόντα εις οίκτον και ευσπλαχνίαν… εκτός των γυναικοπαίδων και των γερόντων, οίτινες έξωθεν των τειχών απέβαλον τον βίον και εντός αυτής πλείστοι ευγενείς οικτρώς απέθανον, τοσούτον ώστε εξέλιπον τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, εδέησε δε άλλοι αντ’ αυτών να εκλεγώσιν εκ της τάξεως των εμπόρων …»
Άλλος ιστορικός επιβεβαιώνει ότι όλη η εξοχή είχε καταστραφεί και ότι τα ίδια βάσανα τράβηξαν και οι Παξοί.
Ο ιστορικός Μάρμορας γράφει: «…Έμενεν η νήσος μετά την αναχώρησιν των Τούρκων τοσούτον κατεστραμμένη, ώστε ωμοίαζε σκελετόν άμορφον και κινόντα εις οίκτον και ευσπλαχνίαν… εκτός των γυναικοπαίδων και των γερόντων, οίτινες έξωθεν των τειχών απέβαλον τον βίον και εντός αυτής πλείστοι ευγενείς οικτρώς απέθανον, τοσούτον ώστε εξέλιπον τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, εδέησε δε άλλοι αντ’ αυτών να εκλεγώσιν εκ της τάξεως των εμπόρων …»
Άλλος ιστορικός επιβεβαιώνει ότι όλη η εξοχή είχε καταστραφεί και ότι τα ίδια βάσανα τράβηξαν και οι Παξοί.
Ο Χατζή Καλιφέ συνεχίζει ότι ο Λουφί πασάς και ο Χαϊραντιν Μπαρμπαρόσα, στην επιστροφή τους, αποβιβάστηκαν στην Κεφαλληνία, στην οποία επιτεθήκανε και λεηλατήσανε, παίρνοντας άφθονα λάφυρα. Σειρά είχε η Μεθώνη, και μετά τα Κύθηρα. Στη συνέχεια ο Χαϊραντίν Μπαρμπαρόσα πολιόρκησε το φρούριο της Αίγινας και μετά τέσσερις μέρες κατάφερε να το καταλάβει και πήρε από το νησί 4.800 αιχμαλώτους και σημαντική λεία. Μετά κατέλαβε την Τζια και πήρε και από εκεί 1.200 αιχμαλώτους. Την ίδια τύχη είχαν και η Πάρος και η Νάξος. Αναφέρει και άλλο νησί, χωρίς να το κατονομάζει, στο οποίο ο Μπαρμπαρόσα μετά από μάχες ένεκα ημερών, κατέλαβε τρία από τα κάστρα του και έπιασε έντεκα χιλιάδες αιχμαλώτους. Στη διάρκεια αυτής της εκστρατείας ο Χαϊραντιν Μπαρμπαρόσα συγκέντρωσε υφάσματα, χρήματα, χίλια κορίτσια και χίλια πεντακόσια αγόρια. Μια σημαντική λεία…
Φτάνοντας θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη έντυσε διακόσια αγόρια στα κόκκινα, και τους έδωσε να κρατούν χρυσές και ασημένιες φιάλες και κύπελλα. Ακολουθούσαν άλλα τριάντα κουβαλώντας το καθένα στους ώμους του από ένα χρυσό πουγκί. Μετά ακολουθούσαν διακόσιοι άνδρες που ο καθένας κρατούσε ένα πουγκί νομίσματα και τέλος διακόσιοι άπιστοι (Έλληνες) δεμένοι από το λαιμό, κουβαλώντας ο καθένας στη ράχη του ένα ρολό ύφασμα. Αυτά τα πήρε δώρο στον αυτοκράτορα. Τον Σουλεϊμάν τον Α’, τον «Μεγαλοπρεπή».
ΠΗΓΗ
Φτάνοντας θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη έντυσε διακόσια αγόρια στα κόκκινα, και τους έδωσε να κρατούν χρυσές και ασημένιες φιάλες και κύπελλα. Ακολουθούσαν άλλα τριάντα κουβαλώντας το καθένα στους ώμους του από ένα χρυσό πουγκί. Μετά ακολουθούσαν διακόσιοι άνδρες που ο καθένας κρατούσε ένα πουγκί νομίσματα και τέλος διακόσιοι άπιστοι (Έλληνες) δεμένοι από το λαιμό, κουβαλώντας ο καθένας στη ράχη του ένα ρολό ύφασμα. Αυτά τα πήρε δώρο στον αυτοκράτορα. Τον Σουλεϊμάν τον Α’, τον «Μεγαλοπρεπή».
ΠΗΓΗ