MENU

10 αθηναϊκά κτίρια με ενδιαφέρουσες ιστορίες

Δεν είναι μόνο ο αρχιτεκτονικός ρυθμός, ο πλούσιος διάκοσμος ή η τοποθεσία που..
καθιστούν ένα.. κτίριο σπουδαίο. Είναι οι άνθρωποι που έζησαν σε αυτό, οι ιστορίες που φιλοξένησε, τα μυστικά, οι αστικοί θρύλοι και τα πολλά πρόσωπά τους που τους δίνουν την γοητεία τους. Δέκα τέτοια γοητευτικά κτίρια με ιστορίες που ούτε έχετε φανταστεί πως κρύβουν καθώς τα προσπερνάτε καθημερινά στους δρόμους της Αθήνας, συγκεντρώνουμε παρακάτω και σας ξεναγούμε στα μυστικά τους, καλώντας σας να τα δείτε με άλλο μάτι.

του Γιώργου Κόκουβα

Ο Πύργος της Δούκισσας της Πλακεντίας



Το πραγματικό της όνομα ήταν Σοφί ντε Μαρμπουά Λεμπρέν, αλλά στην Ελλάδα έγινε γνωστή ως Δούκισσα της Πλακεντίας, μετά τον γάμο της με τον δούκα της ομώνυμης ιταλικής πόλης. Η φιλελληνική της δράση την έφερε στην Αθήνα μετά την απελευθέρωση, όπου αποφάσισε να ζήσει με την κόρη της, χτίζοντας πολλά και επιβλητικά σπίτια, με κορυφαίο το Καστέλλο της Ροδοδάφνης, τον Πύργο Δουκίσσης στην Πεντέλη, που λέγεται πως κρύβει φοβερά μυστικά. Όλα ξεκίνησαν όταν η Δούκισσα έχασε την κόρη της, την οποία λάτρευε τόσο, ώστε να την κρατήσει ταριχευμένη στο τότε σπίτι της στην οδό Πειραιώς. Όταν όμως μια πυρκαγιά αποτέφρωσε το σώμα της κόρης της, εκείνη έγινε δύστροπη και αντικοινωνική, αγόρασε κτήματα στην περιοχή του Πεντελικού, υποσχόμενη έργα κοινής ωφέλειας στους μοναχούς και κλείστηκε στον Πύργο της, καλύπτοντάς τον με ένα πέπλο μυστηρίου. Έκτοτε, οι αστικοί μύθοι δεν σταμάτησαν να την περιβάλλουν: Λέγεται πως πραγματοποιούσε μυστηριώδη συμπόσια με παράξενους καλεσμένους, πως διατηρούσε σχέσεις με λήσταρχους της εποχής και πως είχε ασπαστεί τον σατανισμό μετά τον απογοητευτικό χαμό της κόρης της. Σήμερα, ο Πύργος φιλοξενεί το Πολιτιστικό κέντρο Κοινότητας Πεντέλης. Η ίδια έγινε και… σταθμός του μετρό κοντά στο Χαλάνδρι, οι κάτοικοι του οποίου της είχαν ιδιαίτερη αδυναμία καθώς έχτισε το γεφύρι στο ρέμα της περιοχής.


Η Μπλε Πολυκατοικία των Εξαρχείων



Η ιστορία της οφείλεται όχι μόνο στην αρχιτεκτονική της «προίκα», αλλά και στους επώνυμους ενοίκους της, που σχηματίζουν μια dream team της διανόησης, ενδεικτική της «στέψης» των Εξαρχείων ως καλλιτεχνική γειτονιά. Η «Μπλε Πολυκατοικία» χτίστηκε από τον αρχιτέκτονα Κυριάκο Παναγιωτάκο στις αρχές της δεκαετίας του ’30 στην πάνω πλευρά της σημερινής πλατείας Εξαρχείων, στους πρόποδες του λόφου του Στρέφη, ενώ ο ζωγράφος Σπύρος Παπαλουκάς ανέλαβε το «μπλε» αποτέλεσμα, που δυστυχώς έχει σήμερα αλλοιωθεί. Όταν χτίστηκε, υπήρξε μία από τις πρώτες πολυκατοικίες της χώρας και σαφώς η πιο ενδιαφέρουσα από αρχιτεκτονική άποψη – ο μοντερνισμός της έκανε τον γνωστό αρχιτέκτονα Λε Κορμπυζιέ να παραδεχτεί πως «είναι πολύ όμορφη». Όσο για τις ιστορίες που κρύβει το κέλυφος, αυτές ξεκινούν με την φιλοξενία της αντικατασκοπικής οργάνωσης «Μίδας» κατά την δικτατορία του Μεταξά και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εδώ επίσης στεγάστηκε το επιτελείο του αξιωματικού Γιάννη Τσιγάντε, ενώ κατά τα Δεκεμβριανά, ο ΕΛΑΣ επιχείρησε ούτε μία, ούτε δύο, αλλά τρεις φορές να ανατινάξει την πολυκατοικία. Αφού, ευτυχώς, σώθηκε, συνέχισε να φιλοξενεί σπουδαίες προσωπικότητες, όπως για παράδειγμα τους Σοφία Βέμπο, Δημήτρη Χορν, Αλέξη Μινωτή, Κατίνα Παξινού, Φρέντυ Γερμανό, Λιλή Ζωγράφου, Λεωνίδα Κύρκο, Δημήτρη Μυράτ κ.α.


Μέγαρο Βούρου



Αν δεν το αναγνωρίσατε με την παραπάνω ονομασία, σας λέμε ότι βρίσκεται στην συμβολή των οδών Σταδίου και Λαδά. Κι αν ακόμη δεν καταλάβατε σε ποιο κτίριο αναφερόμαστε, προσθέτουμε ότι φιλοξενούσε τον κινηματογράφο Αττικόν, ο οποίος κάηκε πριν ενάμιση χρόνο από διαδηλωτές, που φανταζόμαστε ότι γνώριζαν ελάχιστα για την βαριά ιστορία αυτού του κτιρίου. Σχεδιασμένο από τον Τσίλλερ και θεωρούμενο ένα από τα καλύτερα αθηναϊκά δημιουργήματά του, το μέγαρο χτίστηκε για λογαριασμό του Χιώτη τραπεζίτη Βούρου και «στολίστηκε» με πυργοειδείς γωνίες και αρχοντικές διακοσμητικές πινελιές στις αίθουσές του. Ο εκλεκτικισμός των αρχών του 20ού αιώνα έδωσε την σκυτάλη στο νεομπαρόκ, στοιχεία του οποίου προστέθηκαν στο κτίριο την δεκαετία του 1910. Τότε ήταν που με την επέμβαση του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Νικολούδη (το οπλισμένο σκυρόδεμα που χρησιμοποίησε αποτέλεσε τομή για τα δεδομένα της εποχής), ο χώρος μετατράπηκε στον κινηματογράφο Αττικόν. Μέχρι τότε, είχε φιλοξενήσει το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, καθώς και πολλά μαγαζιά, όπως παντοπωλεία, φαρμακεία και καταστήματα κρυστάλλων. Στην Κατοχή, οι Γερμανοί επέταξαν το κτίριο και το μετέτρεψαν σε σινεμά για τους Γερμανούς στρατιώτες, με την ονομασία SoldatenKino Victoria. Κατά την δεκαετία του ’80, το κτίριο αναπαλαιώθηκε και αποτέλεσε παράδειγμα προς μίμηση για την αναβίωση σπουδαίων κτιρίων του κέντρου. Δυστυχώς, εδώ και πολλούς μήνες, το κτίριο παραμένει παραδομένο στις στάχτες, τις σκαλωσιές και τις μουτζούρες, απότοκα του εμπρησμού στα επεισόδια του 2012.


Αρχοντικό Βούρου



Όχι πολύ μακριά από το «Μέγαρό» του, ο Σταμάτης Δεκόζης-Βούρος έχτισε την αρχοντική οικία του. Βρίσκεται στην πλατεία Κλαυθμώνος, εκεί που σήμερα στεγάζεται το Μουσείο της Πόλης των Αθηνών. Ταιριαστή κατάληξη, κατά την γνώμη μας, καθώς το κτίριο αυτό ήταν ένα από τα πρώτα που χτίστηκαν στην απελευθερωμένη Αθήνα την δεκαετία του 1830, όταν αποφασίστηκε η διάνοιξη της οδού Σταδίου και η ανοικοδόμηση της ερειπωμένης πόλης με αρχοντικά. Αρχιτέκτονες του κτιρίου ήταν οι Λύντερς και Χόφερ, που φρόντισαν να του δώσουν στοιχεία κλασικιστικής αρχιτεκτονικής – σημειωτέον πως τότε δεν υπήρχε καν πλατεία, ενώ παρ’ ότι πρόκειται για ένα απλό διώροφο κτίσμα, αποτέλεσε το πιο αξιόλογο κτίριο που μπορούσε κανείς να συναντήσει στην ερειπωμένη Αθήνα το 1833. Ίσως γι’ αυτό, όταν ο βασιλιάς Όθωνας παντρεύτηκε την Αμαλία και επέστρεψε μαζί της στην Αθήνα, χρησιμοποίησε το κτίριο ως προσωρινή κατοικία του, καθώς και το διπλανό (ανύπαρκτο πλέον) κτίριο, συνδέοντάς τα με στοά. Μάλιστα, λέγεται πως για την υποδοχή της Αμαλίας στήθηκε ευρωπαϊκού τύπου χορός, κάτι που δεν είχαν ξαναδεί στην ζωή τους οι Αθηναίοι, γι’ αυτό και μαζεύτηκαν δειλά-δειλά στα πέριξ της περιοχής, κοιτάζοντας από μακριά με απορία. Το βασιλικό ζευγάρι, πριν μετακομίσει στο μεγάλο ανάκτορο (το σημερινό κτίριο της Βουλής), διαμόρφωσε μπροστά στο αρχοντικό Βούρου έναν κήπο, τον πρώτο της πόλης, που στην συνέχεια αποτέλεσε την πλατεία, η οποία πήρε το όνομά της από τις δακρύβρεχτες διαδηλώσεις των δημοσίων υπαλλήλων της εποχής. Το αρχοντικό μετατράπηκε σε Μουσείο της Πόλης των Αθηνών το 1980, με πρωτοβουλία του απόγονου της οικογένειας Βούρου, Λάμπρου Ευταξία.


Πύργος Απόλλων



Βρίσκεται στην οδό Ριανκούρ, ξεχωρίζοντας από μακριά ανάμεσα στις χαμηλότερες ταράτσες της πιάτσας της Πανόρμου στους Αμπελόκηπους, και αποτελεί το τρίτο ψηλότερο κτίριο της πόλης με ύψος 80 μέτρων. Πρόκειται μάλιστα για το ψηλότερο αθηναϊκό κτίριο κατοικιών, αφού τα μόνα ψηλότερα είναι ο Πύργος Αθηνών και ο Πύργος Πειραιά που στεγάζουν (ή στέγαζαν) γραφεία. Αυτό που κλέβει όμως την παράσταση στο κυβιστικό κτίριο με το αρχαιοελληνικό όνομα είναι η ιστορία προλήψεων που «συγκατοικεί» με τους ενοίκους. Αν μπει κανείς στο ασανσέρ του «Απόλλωνα», θα διαπιστώσει πως κάτι λείπει. Κι αυτό δεν είναι άλλο από το κουμπί του 13ου ορόφου. Λέγεται πως όταν χτίστηκε, ήταν διαδεδομένες ευρέως οι προλήψεις για τον αριθμό 13, και πως κανένας ιδιώτης δεν ήθελε να αποκτήσει σπίτι στον «γρουσούζικο» όροφο. Γι’ αυτό, ακόμη και σήμερα, που ο όροφος κατοικείται κανονικά, το ασανσέρ δεν σταματά σε αυτόν, κάτι που λίγοι γνωρίζουν.


Οικία Τσίλλερ



Ο αρχιτέκτονας που συνέδεσε το όνομά του όσο κανένας άλλος με το αθηναϊκό αρχιτεκτονικό τοπίο και έχτισε μερικά από τα ωραιότερα κτίρια της πόλης, φρόντισε να αναγείρει κι ένα διώροφο νεοκλασικό για τον εαυτό του, την περίοδο 1882-85. Για την κατοικία του, διάλεξε την οδό Μαυρομιχάλη, σε μια τοποθεσία που λίγοι πλέον την παρατηρούν. Πρόκειται για το 6 της οδού, που ξεχωρίζει εξαιτίας των δύο πήλινων Ερμών στα ανοίγματα του πάνω ορόφου. Το κτίριο κάηκε το 1977, όταν χρησιμοποιούταν από την Λυρική Σκηνή ως βεστιάριο, ενώ τα σημερινά σχέδια προβλέπουν την χρήση του ως παράρτημα του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου. Λιγότερο γνωστό στο ευρύ κοινό είναι το πόσο εντυπωσιακά διακοσμημένο είναι το κτίριο εσωτερικά, με οροφογραφίες, τζάκια, καρυάτιδες, ξυλόγλυπτη σκάλα, τοιχογραφίες, ακόμη κι ένα παρεκκλήσι με θόλο που προσέθεσε ο επόμενος ιδιοκτήτης της οικίας, ο Διονύσιος Λοβέρδος. Κατά τη γνώμη μας, πάντως, η συναισθηματική αξία αυτού του νεοκλασικού δεν εξαντλείται μόνο στους περίφημους χορούς που οργάνωνε η ελληνίδα σύζυγος του Τσίλλερ, αλλά στο ότι εκεί στεγαζόταν το αρχιτεκτονικό γραφείο του – με άλλα λόγια, από εκεί ξεκίνησαν οι ιδέες για όλα αυτά τα αριστουργήματα που κοσμούν σήμερα την πιο αρχοντική πλευρά της Αθήνας.


Ιλίου Μέλαθρον



«Έζησα όλο μου τον βίο εν μικρά οικία, θέλω όμως να διέλθω τα υπολοιπόμενα μου έτη εν μεγάλη οικία, ζητώ ευρυχωρίαν και ουδέν πλέον, έκλεξον οιονδήποτε ρυθμόν θέλεις, οι μόνοι μου όροι είναι πλατειά μαρμάρινη κλίμαξ άγουσα από του εδάφους μέχρι του άνω πατώματος και επί της κορυφής τεράτσα». Τα παραπάνω λόγια φέρεται να είπε ο Ερρίκος Σλήμαν, ο αρχαιολόγος που ανακάλυψε τον θησαυρό της αρχαίας Τροίας, στον Ερνέστο Τσίλλερ. Ο Σλήμαν έφτασε στην Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα, γνώρισε και παντρεύτηκε μια Ελληνίδα και αποφάσισε να μείνει στην Αθήνα. Τότε ήταν που γνωρίστηκε με τον συμπατριώτη του Ερνέστο Τσίλλερ, στον οποίο ανέθεσε το 1878, αφού είχε αποκτήσει αρκετά χρήματα, να του χτίσει το μεγαλοπρεπές του οίκημα, που σήμερα στεγάζει το Νομισματικό Μουσείο με τον πανέμορφο κήπο του. Τελικά, ο Τσίλλερ επέλεξε τον αναγεννησιακό ρυθμό με κλασικιστικά στοιχεία, ενώ ό,τι κι αν πούμε για τον διάκοσμο και την γοητεία των εσωτερικών χώρων είναι λίγο – δείτε και μόνοι σας τα πάντα εδώ. Μετά τον θάνατο του Σλήμαν, το ελληνικό δημόσιο αγόρασε το κτίριο, και στέγασε εκεί το συμβούλιο της Επικρατείας (1929-1934), τον Άρειο Πάγο (ως το 1981) και το Εφετείο (1981-1983). Το 1985 αποφασίστηκε να μετατραπεί στο Νομισματικό Μουσείο, αφού πρώτα επισκευάστηκαν όλες οι απίστευτες φθορές που είχαν προκληθεί κατά την στέγαση του Αρείου Πάγου σε αυτό. Ανάμεσα στις δεκαετίες ’30 και ΄80, καταστράφηκαν τοιχογραφίες, τοίχοι καλύφθηκαν με ασβέστη και ταπετσαρίες, σωληνώσεις προστέθηκαν αλλοιώνοντας τον διάκοσμο και πλημμύρες έφθειραν τον πάνω όροφο, καθώς και τα μωσαϊκά. Η τελική αποκατάσταση πραγματοποιήθηκε την τελευταία δεκαετία, ενώ σήμερα εκτός από την ενδιαφέρουσα συλλογή του Μουσείου, στον κήπο του κτιρίου έχουμε βρει και το αγαπημένο μας στέκι για καφέ και live μουσική.


Αναφιώτικα



Δεν είναι ένα, αλλά μερικές δεκάδες κτίρια, σε μια γειτονιά που θεωρείται «αυθαίρετη». Η πιο… νησιώτικη γειτονιά της Αθήνας, στην σκιά της Ακρόπολης, χτίστηκε από τους αναφιώτες μάστορες που έφερε ο Βασιλιάς Όθωνας ως έμπειρα οικιστικά χέρια. Ο αστικός θρύλος λέει πως οι Κυκλαδίτες, για να έχουν κάπου να μείνουν, έχτιζαν τα απλούστερης-δεν-γινεται αρχιτεκτονικής τους κυβιστικά σπιτάκια μέχρι και εν μία νυκτί, κάτι που προφανώς γινόταν λαθραία, αλλά με την ανοχή των αρχών. Σήμερα, επιβιώνουν ως κατοικίες περίπου 45 από αυτά, ενώ ακόμη και εν έτει 2013 δεν υπάρχουν σηματοδοτημένοι οδοί – τα σπίτια αναφέρονται ως «Αναφιώτικα 1, 2, 3» κ.ο.κ. Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, «τα μικρά σπιτάκια της περιοχής αποτελούν, κατά τον Κ. Μπίρη, αρχιτεκτονικό δείγμα “απλού δομικού αισθήματος και ευφυούς εξοικονομήσεως αναγκών”. Με τις επίπεδες στέγες τους, ενωμένα το ένα με το άλλο “ως κοπάδιον λευκών αμνάδων” (Α. Μωραϊτίδης), σε συνδυασμό με τη ρυμοτομία των στενών ανηφορικών δρομίσκων και τα λαξευμένα σκαλιά (βοηθούντος και του εδάφους), συνθέτουν μιαν απροσδόκητη «νησιώτικη» εικόνα στο άκρο της νεοκλασικής Πλάκας. Η οίκηση παρέμεινε σχεδόν αμιγής μέχρι το 1922, ενώ στη συνέχεια προστέθηκαν Μικρασιάτες πρόσφυγες και έκτοτε η σύνθεση του πληθυσμού άλλαξε σημαντικά. Περί το 1950, ένα τμήμα της συνοικίας κατεδαφίστηκε στο πλαίσιο αρχαιολογικών ανασκαφών, ενώ στα 1970 πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες απαλλοτριώσεις από το Υπουργείο Πολιτισμού».


Προσφυγικά της λεωφόρου Αλεξάνδρας



Οκτώ πολυκατοικίες, πάνω από 200 διαμερίσματα των 50 τετραγωνικών και πολλές ιστορίες πόνου και ξεριζωμού βρίσκονται σε περίοπτη θέση της λεωφόρου. Τα κτίρια στην Αλεξάνδρας, απέναντι από το γήπεδο του Παναθηναϊκού, χτίστηκαν το 1933 για να ανακουφίσουν το πρόβλημα της στέγασης των προσφύγων, που έφτασαν κατά χιλιάδες από την Μικρά Ασία. «Αυστηρά ωφελιμιστικά κτίρια, στη γραμμή του γερμανικού φονξιοναλισμού, απλά παραλληλεπίπεδα κατασκευασμένα με πλάκες οπλισμένου σκυροδέματος και επιχρισμένη λιθοδομή, "χωρίς ίχνος διακόσμησης ή άλλης παραχώρησης σε πλαστικές αναζητήσεις"», αναφέρεται γι’ αυτά στην ιστοσελίδα του ΕΙΕ. Η μόνη «διακόσμησή» τους είναι αυτή της Ιστορίας, που δεν σταμάτησε να χτυπά τους ενοίκους τους: Ακόμη και σήμερα είναι φανερές οι τρύπες από τις σφαίρες των Δεκεμβριανών. Μάλιστα, τότε οι κάτοικοι βρήκαν καταφύγιο στα αποδυτήρια του απέναντι γηπέδου. Το κράτος, αρκετές δεκαετίες αργότερα, και ενόψει Ολυμπιάδας, απαλλοτρίωσε τέσσερα από τα κτίρια και προσπάθησε να τα κατεδαφίσει, αλλά οι αντιδράσεις εμπόδισαν τα σχέδια. Έτσι, ακόμη και σήμερα, η γειτονιά των Προσφυγικών παραμένει η μοναδική με… χωματόδρομους στο κέντρο της πόλης. Ενενήντα περίπου διαμερίσματα κατοικούνται ακόμη επισήμως, ενώ στα υπόλοιπα βρίσκουν καταφύγιο «νέοι πρόσφυγες».


Μεταξουργείο



Βρισκόμαστε στο 1833. Ο Όθωνας έχει γίνει βασιλιάς και ετοιμάζεται να χτίσει τα ανάκτορά του. Η πρώτη του σκέψη ήταν η περιοχή μεταξύ Ομόνοιας και Κεραμεικού. Αυτό ήταν που ώθησε τον φαναριώτη επιχειρηματία Γεώργιο Καντακουζηνό να αγοράσει το οικόπεδο όπου σήμερα βρίσκεται η δημοτική Πινακοθήκη, στην περιοχή που (συγχωρήστε μας αλλά έτσι) ονομαζόταν «Χεσμένο Λιθάρι». Εκεί οικοδόμησε την οικία του, και σκόπευε να χτίσει τριγύρω εμπορικό κέντρο για να επωφεληθεί από την ζωή που θα αποκτούσε το μέρος, χάρη στα ανάκτορα. Τελικά, όμως, ο Όθωνας επέλεξε την περιοχή του σημερινού Συντάγματος, μετατοπίζοντας έτσι το κέντρο βάρους της πόλης προς εκείνο το (τότε) άκρο της, κι έτσι το σχέδιο του Καντακουζηνού ατύχησε. Γι’ αυτό και αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το κτίριο των οδών Μυλλέρου και Μ. Αλεξάνδρου ως ξενώνα ευρωπαίων επισκεπτών, ενώ αργότερα το αγόρασε η αγγλική εταιρία Wrampe για να το μετατρέψει σε εργοστάσιο μεταξιού. Η πτώχευσή της ακύρωσε τα σχέδιά της, κι έτσι το απέκτησε η «Σηρική Εταιρεία της Ελλάδος», που εν τέλει το κατέστησε μεταξουργείο ως το 1875. Μέχρι τα μισά του 20ου αιώνα πραγματοποιήθηκαν πολλές αρχιτεκτονικές προσθήκες, ενώ το κτίριο στέγασε από κατοικίες και εμπορικά καταστήματα μέχρι και… «Νοσοκομείο Χολεριώντων», ώσπου να έρθει στα χέρια του δήμου Αθηναίων, που σήμερα το χρησιμοποιεί ως Δημοτική Πινακοθήκη, τιμώντας την παράδοση του πρώτου ατμοκίνητου εργοστασίου της χώρας.