Η ανίχνευση της ζωής σε άλλους πλανήτες θα είναι –αν επιτευχθεί- η ανακάλυψη του αιώνα.
Η αποστολή εξερεύνησης του..
πλανήτη Άρη με ρομποτικά, αυτοματοποιημένα οχήματα που κινούνται σε όλη την επιφάνειά του… θέλει να «γράψει ιστορία».
Αυτό ελπίζει και προσπαθεί να αποδείξει και η 21χρονη από το πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, Kellie Wall.
Η νεαρή γεωλόγος πρόσφατα ανακάλυψε ένα νέο τρόπο, για να εντοπίζει στοιχεία ύπαρξης παρελθόντος νερού στην επιφάνεια του Άρη. Δεδομένου ότι το νερό θεωρείται ένα κρίσιμο συστατικό στο σύνθετο «κοκτέιλ», που καθιστά δυνατή τη ζωή στη Γη, η ύπαρξή του στον Άρη θα δώσει μια επιπλέον ώθηση στις έρευνες στον τομέα αυτό.
«Θα μπορούσε να αποτελέσει το θεμέλιο του εντοπισμού περιβαλλόντων, τα οποία θα μπορούσαν να έχουν υποστηρίξει ζωή στον πλανήτη αυτό» είπε η ίδια, σύμφωνα με δημοσίευμα του Business Insider.
Το «κλειδί» βρίσκεται στα ηφαιστειακά πετρώματα, τόσο της Γης όσο και του Άρη.
Η νεαρή ερευνήτρια προσδιόρισε τη χημική σύνθεση ηφαιστειακών, πυριγενών πετρωμάτων στη Γη, χρησιμοποιώντας μια συσκευή που ονομάζεται μηχάνημα περίθλασης ακτινών Χ και η οποία είναι ο ίδιος τύπος μηχανής που περιέλαβε η NASA στην αποστολή εξερεύνησης του Άρη ήδη από τον Αύγουστο του 2012.
Αυτό που ανακάλυψε η ερευνήτρια ήταν ένας τρόπος για να «κοιτάζει» πίσω στο χρόνο για να διαπιστώνει αν υπήρχε νερό, όταν συντελούνταν η ψύξη του μάγματος.
Η αποστολή εξερεύνησης του..
πλανήτη Άρη με ρομποτικά, αυτοματοποιημένα οχήματα που κινούνται σε όλη την επιφάνειά του… θέλει να «γράψει ιστορία».
Αυτό ελπίζει και προσπαθεί να αποδείξει και η 21χρονη από το πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, Kellie Wall.
Η νεαρή γεωλόγος πρόσφατα ανακάλυψε ένα νέο τρόπο, για να εντοπίζει στοιχεία ύπαρξης παρελθόντος νερού στην επιφάνεια του Άρη. Δεδομένου ότι το νερό θεωρείται ένα κρίσιμο συστατικό στο σύνθετο «κοκτέιλ», που καθιστά δυνατή τη ζωή στη Γη, η ύπαρξή του στον Άρη θα δώσει μια επιπλέον ώθηση στις έρευνες στον τομέα αυτό.
«Θα μπορούσε να αποτελέσει το θεμέλιο του εντοπισμού περιβαλλόντων, τα οποία θα μπορούσαν να έχουν υποστηρίξει ζωή στον πλανήτη αυτό» είπε η ίδια, σύμφωνα με δημοσίευμα του Business Insider.
Το «κλειδί» βρίσκεται στα ηφαιστειακά πετρώματα, τόσο της Γης όσο και του Άρη.
Η νεαρή ερευνήτρια προσδιόρισε τη χημική σύνθεση ηφαιστειακών, πυριγενών πετρωμάτων στη Γη, χρησιμοποιώντας μια συσκευή που ονομάζεται μηχάνημα περίθλασης ακτινών Χ και η οποία είναι ο ίδιος τύπος μηχανής που περιέλαβε η NASA στην αποστολή εξερεύνησης του Άρη ήδη από τον Αύγουστο του 2012.
Αυτό που ανακάλυψε η ερευνήτρια ήταν ένας τρόπος για να «κοιτάζει» πίσω στο χρόνο για να διαπιστώνει αν υπήρχε νερό, όταν συντελούνταν η ψύξη του μάγματος.
Οι γεωλόγοι διαφοροποιούν τα πετρώματα με βάση τέσσερις κατηγορίες κρυσταλλικής δομής. Τα πετρώματα που είναι εντελώς κρυσταλλικά είναι τα πιο σταθερά και όσα εμφανίζουν λίγη ή καθόλου ομοιόμορφη κρυσταλλική δομή -σαν ένα είδος ηφαιστειακού γυαλιού που ονομάζεται οψιανό- και σπάνε εύκολα.
Οι διαφορετικοί τύποι των πυριγενών πετρωμάτων, που μελέτησε η Wall από παρελθούσες ηφαιστειακές εκρήξεις στις βορειοδυτικές ΗΠΑ, τη Νέα Ζηλανδία και την Ιταλία ήταν κάπου ανάμεσα στα δύο άκρα, και περιείχαν τόσο κρυσταλλικά, όσο και μη κρυσταλλικά υλικά.
Αυτό συμβαίνει γιατί όταν τα υγρά, λιωμένα πετρώματα έρθουν σε επαφή με νερό, ψύχονται πολύ πιο γρήγορα από ό,τι θα συνέβαινε χωρίς την παρουσία νερού. Επιπλέον, όταν συμβαίνει αυτό εμφανίζεται και ένα μη κρυσταλλικό υλικό.
Η ερευνήτρια ανακάλυψε ένα ανώτατο όριο αριθμού κρυστάλλων που μπορεί να περιέχει ένα πέτρωμα, όταν συντελεστεί ψύξη με την ύπαρξη νερού (flash freezing). Χρησιμοποιώντας το συγκεκριμένο μηχάνημα (x-ray diffractor) κατάφερε να «δει» μέσα στα πετρώματα και να μετρήσει τους κρυστάλλους, που την οδήγησαν στην ανακάλυψη αυτή.
«Το να είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε το περιβάλλον, μέσα από την υφή ενός ηφαιστειακού πετρώματος είναι κάτι πολύ σπουδαίο και διαφορετικό» είπε ακόμη η ίδια και συνέχισε: «Πιστεύω ότι ανοίγει ένα πολύ ενδιαφέρον μονοπάτι για μελλοντικές έρευνες».
Η νεαρή ερευνήτρια είναι η επικεφαλής συγγραφέας μιας εργασίας που περιγράφει με λεπτομέρεια τη δουλειά της και η οποία δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό Nature Communications.