Η μεγαλύτερη απάτη που έχει διαπραχθεί ποτέ στην Κομισιόν και μάλιστα με συμμετοχή Ελλήνων υπαλλήλων..
στις Βρυξέλλες και ελληνικών εταιρειών στην Ελλάδα, ανέρχεται στο ποσό των 25 δισ. ευρώ με χρήματα που έχουν υπεξαιρεθεί από τις επιδοτήσεις των προγραμμάτων Κοινωνία της Πληροφορίας και Πολιτεία.
Τα χρήματα που προορίζονταν για ερευνητικά και πιλοτικά προγράμματα κατέληξαν σε προσωπικούς λογαριασμούς ή δόθηκαν για αγορά πολυτελών ακινήτων.
Η δικογραφία που αφορά στο ελληνικό μόνον σκέλος έφτασε στην εισαγγελία με φορτηγό και περιείχε τα αποτελέσματα των ερευνών που είχε διεξαγάγει η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία για την Καταπολέμηση της Απάτης (OLAF) και η ελληνική Οικονομική Υπηρεσία, τα τελευταία πέντε χρόνια.
Με βάση αυτά η Εισαγγελία άσκησε ποινική δίωξη, σε βαθμό κακουργήματος κατά των εκπροσώπων των τεσσάρων εταιρειών. Η δίωξη περιλαμβάνει τα αδικήματα της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της πλαστογραφία μετά χρήσεως, από δράστες που ενεργούν κατ” επάγγελμα και κατά συνήθεια και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, από δράστες που ενεργούν κατ” επάγγελμα και κατά συνήθεια .
Προς το παρόν, η δικογραφία που σχηματίστηκε για το «ελληνικό σκέλος της απάτης» στρέφεται κατά των εκπροσώπων τεσσάρων εταιρειών που εμπλέκονται στη διαδικασία κατάθεσης φακέλων για ευρωπαϊκές επιδοτήσεις ποσών σε προγράμματα έρευνας ανάπτυξης και χρήσης Τεχνολογιών πληροφορικής και Επικοινωνίας.
Τα στοιχεία της OLAF
Βάσει των στοιχείων της OLAF που ερεύνησαν οι ελληνικές αρμόδιες υπηρεσίες, προέκυψαν ενδείξεις απάτης που συνίσταται στην ανάπτυξη και δραστηριότητα εταιρειών που σχετίζονται μεταξύ τους, οι οποίες συστηματικά κατέθεταν μεγάλο αριθμό προγραμμάτων έρευνας, τα οποία εγκρίνονταν. Οι εν λόγω εταιρείες φέρονται να δημιουργούσαν αξιόλογα παράνομα κέρδη, χρησιμοποιώντας άλλες εικονικές εταιρείες οι οποίες εμφάνιζαν διογκωμένα ή πλαστά παραστατικά εξόδων. Στη δικογραφία, χαρακτηριστικά, γίνεται λόγος για «συστηματική απάτη σε βάρος κοινοτικών πόρων από ομάδα εταιρειών».
Η πρώτη διερεύνηση της υπόθεσης είχε ξεκινήσει από τη Γενική Διεύθυνση «Κοινωνία των Πληροφοριών και Μέσων Ενημέρωσης» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που είναι υπεύθυνη για την προαγωγή της ανάπτυξης και χρήσης Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνίας. Από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, προέκυψαν ενδείξεις απάτης που συνίσταται στην ανάπτυξη και δραστηριότητα εταιρειών που σχετίζονται μεταξύ τους και συστηματικά κατέθεταν μεγάλο αριθμό προγραμμάτων έρευνας, τα οποία εγκρίνονταν και δημιουργούσαν αξιόλογα παράνομα κέρδη, χρησιμοποιώντας εικονικές εταιρείες, οι οποίες εμφάνιζαν διογκωμένα ή πλαστά παραστατικά εξόδων.
Για την υπόθεση της απάτης, φαίνεται να προκύπτουν ενδείξεις και σε βάρος υπαλλήλων της Κομισιόν, μεταξύ αυτών και Ελλήνων, οι οποίοι ενέκριναν τα επίμαχα προγράμματα. Οι υπάλληλοι της Κομισιόν που ερευνώνται, φέρονται να διαμόρφωναν τους όρους των προγραμμάτων, σε ότι αφορά τις προϋποθέσεις και το αντικείμενο, προκειμένου να καταλήγουν τα χρήματα σε συγκεκριμένους δικαιούχους στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες κοινοτικές χώρες.
Για τους Έλληνες εμπλεκόμενους υπαλλήλους της Κομισιόν, έχει υποβληθεί από την ελληνική πλευρά αίτημα δικαστικής συνδρομής καθώς λόγω παράλληλης έρευνας που διενεργείται στις Βρυξέλλες υπάρχει εκκρεμοδικία. Σε περίπτωση ωστόσο που σε βάρος τους προκύψουν επιπλέον στοιχεία τότε η δίωξη στην ελληνική δικογραφία θα επεκταθεί και σε αυτούς, πιθανόν και για το αδίκημα της δωροδοκίας- δωροληψίας.