Ο Μουσολίνι αποφασίζει την επίθεση κατά της Ελλάδας
Το πρωινό της 15ης Οκτωβρίου 1940 ασυνήθιστη κίνηση επικρατούσε έξω από το..
«Παλάτσο Βενέτσια», την έδρα της ιταλική κυβέρνησης. Ο Ιταλός δικτάτορας Μουσολίνι είχε συγκαλέσει σε σύσκεψη την ηγεσία του φασιστικού κόμματος και του Ιταλικού Στρατού.
Παρόντες ήταν ο υπουργός των εξωτερικών Τσιάνο, ο επικεφαλής των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία στρατηγός Βισκόντι Πράσκα, ο Ιταλός τοποτηρητής στην Αλβανία Τζιακομόνι, ο αρχηγός του ιταλικού ΓΕΣ στρατάρχης Μπαντόλιο και άλλοι Ιταλοί επίσημοι.
Σκοπός της σύσκεψης ήταν να καθοριστούν οι λεπτομέρειες για την επίθεση κατά της Ελλάδας. Πρώτος έλαβε το λόγο ο Μουσολίνι ο οποίος εξήγησε στους παραβρισκόμενους ότι σκοπός της συνάντησης ήταν ο καθορισμός των λεπτομερειών της δράσης κατά της Ελλάδας. «Πρόκειται για μια επιχείρηση που την άφησα να ωριμάσει επί μακρόν στη σκέψη μου. Την είχα αποφασίσει πριν από την είσοδό μας στον πόλεμο, ακόμα και πριν την έναρξη του πολέμου», είπε ο Μουσολίνι.
Πραγματικά η επίθεση της Ιταλίας κατά της Ελλάδας δεν είχε στην αρχή άμεση συνάρτηση με την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ούτε με την άνοδο του φασισμού στην Ιταλία.
Η πολιτική της Ιταλίας έναντι της Ελλάδας ήταν εχθρική ήδη από το 1915 και η εχθρότητά της αυτή κλιμακώθηκε μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και στην περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Εξ’ αιτίας των ιταλικών πιέσεων δημιουργήθηκε το Αλβανικό κράτος και εξ’ αιτίας των ιδίων πιέσεων η Βόρεια Ήπειρος δεν αποδόθηκε ποτέ στην Ελλάδα. Από το 1920 μέχρι και το 1922 δε η Ιταλία άσκησε άκρως φιλοτουρκική πολιτική, προμηθεύοντας τον Κεμάλ με κάθε είδους πολεμικό υλικό, από τυφέκια μέχρι αεροπλάνα.
Το 1922, όταν ο Μουσολίνι πήρε την εξουσία ακολούθησε απλώς την πολιτική των μέχρι τότε δημοκρατικών ιταλικών κυβερνήσεων έναντι της Ελλάδας, φθάνοντας στο σημείο να βομβαρδίσει με τον στόλο του ακόμα και την Κέρκυρα το 1923. Έκτοτε οι σχέσεις Ιταλίας – Ελλάδας παρουσίασαν μια σχετική ύφεση. Η κατάσταση όμως άρχισε να επιδεινώνεται από το 1935-36, όταν οι Ιταλοί αποφάσισαν ότι είχε έρθει η ώρα να αναβιώσουν την «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», αρχίζοντας από την Αιθιοπία.
Ακολούθησε η ιταλική εμπλοκή στην Ισπανία, από την οποία η Ιταλία βγήκε κερδισμένη, όσον αφορά το γόητρό της, έναντι των δυτικών δημοκρατιών, οι οποίες τρέμοντας τυχόν πρόσδεσή της στο γερμανικό άρμα, έσπευσαν να της δώσουν Γη και Ύδωρ.
Το γεγονός αυτό αύξησε την αυτοπεποίθηση της ιταλικής ηγεσίας και είχε τα αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας λοιπόν ήταν προσχεδιασμένη και προετοιμαζόταν ήδη από τις αρχές του 1939, πριν δηλαδή καν οι Ιταλοί καταλάβουν την Αλβανία. Η κατάληψη της Αλβανίας τον Απρίλιο του 1939 δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολιών στην ελληνική ηγεσία. Των ιταλικών δε προθέσεων έλαβε γνώση και η χιτλερική Γερμανία, ήδη από τον Μάιο του 1939. Οι Ιταλοί πάντως δεν επιτέθηκαν αμέσως, επιχειρώντας πρώτα να καταστήσουν την πτωχή σε πόρους και συγκοινωνιακό δίκτυο Αλβανία, σε ιδανική βάση επιχειρήσεων του στρατού τους. Στις 22 Μαΐου του 1939 Γερμανοί και Ιταλοί συμμάχησαν επίσημα, δημιουργώντας τον Άξονα.
Ο Χίτλερ βάσει της συμφωνίας αναγνώριζε τη Μεσόγειο ως περιοχή ιταλικών συμφερόντων. Στις 29 Αυγούστου του 1939 οι Ιταλοί συγκέντρωσαν μεγάλες δυνάμεις στα ελληνικά σύνορα, με το πρόσχημα μεγάλων γυμνασίων. Οι Έλληνες απάντησαν με επιστράτευση της VIII και IX Μεραρχιών Πεζικού και της IV Ταξιαρχίας Πεζικού. Τότε ο Ιταλός στρατιωτικός ακόλουθος στην Αθήνα ζήτησε εξηγήσεις από τον Έλληνα αρχιστράτηγο.
Τρεις μέρες αργότερα οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Πολωνία, αρχίζοντας τον μέχρι τώρα καταστροφικότερο πόλεμο, όλων των εποχών. Βάσει των πρακτικών που βρέθηκαν στη Γερμανία μετά το τέλος του πολέμου, ο Χίτλερ προσπάθησε να πείσει τους Ιταλούς να επιτεθούν κατά της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας, παράλληλα με τη γερμανική επίθεση κατά της Πολωνίας. Μη έχοντας όμως ολοκληρώσει τις προετοιμασίες τους οι Ιταλοί αρνήθηκαν. Ακολούθησαν τα γνωστά γεγονότα με την κατάληψη από τους Γερμανούς της Πολωνίας – με τη συνεργασία και του Στάλιν – της Δανίας, της Νορβηγίας, του Βελγίου, της Ολλανδίας, του Λουξεμβούργου και της Γαλλίας.
Τον Ιούνιο του 1940, όταν η Γαλλία ψυχορραγούσε, ο Μουσολίνι, φοβούμενος ότι ο πόλεμος θα τελειώσει χωρίς η Ιταλία να κερδίσει τίποτα, κήρυξε τον πόλεμο στους Συμμάχους και επιτέθηκε στην ετοιμοθάνατη Γαλλία. Τότε επανήλθαν στο τραπέζι και τα σχέδιά του για επίθεση κατά της Ελλάδας. Αρχικά σχεδίαζε να επιτεθεί τον Αύγουστο του 1940.
Ο τορπιλισμός του «Έλλη», δεν ήταν απλώς μια πρόκληση. Σχεδιαζόταν να αποτελέσει την θρυαλλίδα έκρηξης του πολέμου.
Η συνετή στάση της ελληνικής κυβέρνησης από τη μια και οι γερμανικές πιέσεις από την άλλη – οι Γερμανοί δεν επιθυμούσαν περιπλοκές εκείνη την περίοδο, καθώς προσπαθούσαν να έρθουν σε συνεννόηση με τους Βρετανούς για τον τερματισμό του πολέμου, έχοντας άλλωστε ήδη αρχίσει την επεξεργασία του σχεδίου επίθεσης στη Σοβιετική Ένωση – ανέστειλαν τότε την ιταλική επίθεση. Τον Οκτώβριο του ’40 όμως η «υπόθεση είχε ωριμάσει».
Στη σύσκεψη της 15ης Οκτωβρίου λοιπόν, ο Μουσολίνι όρισε ως ημερομηνία επίθεσης την 26ης Οκτωβρίου. Καθόρισε δε ως πρώτους αντικειμενικούς σκοπούς την κατάληψη της Ηπείρου και των Επτανήσων. Σε δεύτερο χρόνο θα καταλαμβάνονταν ολόκληρη η Ελλάδα. Στη συνέχεια έλαβε το λόγο ο Ιταλός κυβερνήτης της Αλβανίας, ο Τζιακομόνι, ο οποίος μίλησε για τον ενθουσιασμό των Αλβανών να λάβουν μέρος στην κατά της Ελλάδας επίθεση.
«Στην Αλβανία η επίθεση κατά της Ελλάδας αναμένεται με αγωνία και ο ενθουσιασμός είναι τόσο μεγάλος ώστε οι Αλβανοί υποβάλλουν αθρόες αιτήσεις για να ενταχθούν στα συγκροτούμενα αλβανικά τμήματα του Ιταλικού Στρατού», είπε. Ακολούθως έλαβε τον λόγο ο αρχηγός των ιταλικών δυνάμεων της Αλβανίας, ο υπερόπτης και πολύς, στρατηγός Βισκόντι Πράσκα.
«Η επίθεση κατά της Ηπείρου είναι έτοιμη να πραγματοποιηθεί την 26η Οκτωβρίου, όπως καθόρισε ο Ντούτσε, υπό τους καλύτερους οιωνούς. Η αναλογία των αμυνομένων ελληνικών δυνάμεων στην Ήπειρο, έναντι των ιταλικών, είναι 1 : 2. Η επιχείρηση αυτή, υπολογισμένη μέχρι των ελαχίστων λεπτομερειών, πρέπει να τερματιστεί εντός 10 με 15 ημερών και να μας επιτρέψει να εκμηδενίσουμε όλες τις ελληνικές δυνάμεις.
Το ηθικό των Ιταλικών στρατευμάτων είναι άριστο. Ο ενθουσιασμός τους απερίγραπτος και τα μόνα συμπτώματα απειθαρχίας που παρατηρήθηκαν οφείλονται στη υπερβολική αγωνία όλων να ριχτούν αμέσως στο αγώνα. Η επιχείρηση έχει προετοιμαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να δώσει εντός λίγων ημερών την εντύπωση μιας συντριπτικής θύελλας», είπε ο Ιταλός στρατηγός. Ο Μουσολίνι, χωρίς να μπορεί να κρύψει την ευχαρίστησή του, στράφηκε προς τον Τσιάνο και του είπε : «Μου χρειάζεται ένα συνοριακό επεισόδιο για να ρίξω λίγη στάχτη στα μάτια». Ο Τσιάνο απάντησε πως ήταν όλα έτοιμα και το επεισόδιο θα συνέβαινε στις 24 Οκτωβρίου.
Στη συζήτηση επενέβη τότε και ο αρχηγός του ιταλικού ΓΕΣ, ο στρατάρχης Μπαντόλιο. Ο στρατάρχης δήλωσε ότι δεν ήταν αρκετό να καταληφθεί μόνο η Ήπειρος. Έπρεπε να καταληφθεί ολόκληρη η Ελλάδα και κυρίως η Κρήτη. Ο Μουσολίνι αμέσως στράφηκε προς τον Πράσκα και τον ρώτησε πως αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο προέλασης προς την Αθήνα. Ο Πράσκα απάντησε ότι δεν θα ήταν δύσκολο για 5-6 ιταλικές μεραρχίες να προελάσουν μέχρι την Αθήνα.
Αν είχε συνολικά 13 μεραρχίες θα μπορούσε να καταλάβει ολόκληρη την Ελλάδα ! Μετά από τη δήλωση αυτή η σύσκεψη έληξε μέσα σε κλίμα γενικής αισιοδοξίας. Λίγο αργότερα όμως αποφασίστηκε να αναβληθεί η επίθεση για την 28η Οκτωβρίου. Το δε σκηνοθετημένο επεισόδιο, αναβλήθηκε και αυτό και πραγματοποιήθηκε τελικά στις 26 Οκτωβρίου.
Το πρωινό της 15ης Οκτωβρίου 1940 ασυνήθιστη κίνηση επικρατούσε έξω από το..
«Παλάτσο Βενέτσια», την έδρα της ιταλική κυβέρνησης. Ο Ιταλός δικτάτορας Μουσολίνι είχε συγκαλέσει σε σύσκεψη την ηγεσία του φασιστικού κόμματος και του Ιταλικού Στρατού.
Π.Καρύκα
Παρόντες ήταν ο υπουργός των εξωτερικών Τσιάνο, ο επικεφαλής των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία στρατηγός Βισκόντι Πράσκα, ο Ιταλός τοποτηρητής στην Αλβανία Τζιακομόνι, ο αρχηγός του ιταλικού ΓΕΣ στρατάρχης Μπαντόλιο και άλλοι Ιταλοί επίσημοι.
Σκοπός της σύσκεψης ήταν να καθοριστούν οι λεπτομέρειες για την επίθεση κατά της Ελλάδας. Πρώτος έλαβε το λόγο ο Μουσολίνι ο οποίος εξήγησε στους παραβρισκόμενους ότι σκοπός της συνάντησης ήταν ο καθορισμός των λεπτομερειών της δράσης κατά της Ελλάδας. «Πρόκειται για μια επιχείρηση που την άφησα να ωριμάσει επί μακρόν στη σκέψη μου. Την είχα αποφασίσει πριν από την είσοδό μας στον πόλεμο, ακόμα και πριν την έναρξη του πολέμου», είπε ο Μουσολίνι.
Πραγματικά η επίθεση της Ιταλίας κατά της Ελλάδας δεν είχε στην αρχή άμεση συνάρτηση με την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ούτε με την άνοδο του φασισμού στην Ιταλία.
Η πολιτική της Ιταλίας έναντι της Ελλάδας ήταν εχθρική ήδη από το 1915 και η εχθρότητά της αυτή κλιμακώθηκε μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και στην περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Εξ’ αιτίας των ιταλικών πιέσεων δημιουργήθηκε το Αλβανικό κράτος και εξ’ αιτίας των ιδίων πιέσεων η Βόρεια Ήπειρος δεν αποδόθηκε ποτέ στην Ελλάδα. Από το 1920 μέχρι και το 1922 δε η Ιταλία άσκησε άκρως φιλοτουρκική πολιτική, προμηθεύοντας τον Κεμάλ με κάθε είδους πολεμικό υλικό, από τυφέκια μέχρι αεροπλάνα.
Το 1922, όταν ο Μουσολίνι πήρε την εξουσία ακολούθησε απλώς την πολιτική των μέχρι τότε δημοκρατικών ιταλικών κυβερνήσεων έναντι της Ελλάδας, φθάνοντας στο σημείο να βομβαρδίσει με τον στόλο του ακόμα και την Κέρκυρα το 1923. Έκτοτε οι σχέσεις Ιταλίας – Ελλάδας παρουσίασαν μια σχετική ύφεση. Η κατάσταση όμως άρχισε να επιδεινώνεται από το 1935-36, όταν οι Ιταλοί αποφάσισαν ότι είχε έρθει η ώρα να αναβιώσουν την «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», αρχίζοντας από την Αιθιοπία.
Ακολούθησε η ιταλική εμπλοκή στην Ισπανία, από την οποία η Ιταλία βγήκε κερδισμένη, όσον αφορά το γόητρό της, έναντι των δυτικών δημοκρατιών, οι οποίες τρέμοντας τυχόν πρόσδεσή της στο γερμανικό άρμα, έσπευσαν να της δώσουν Γη και Ύδωρ.
Το γεγονός αυτό αύξησε την αυτοπεποίθηση της ιταλικής ηγεσίας και είχε τα αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας λοιπόν ήταν προσχεδιασμένη και προετοιμαζόταν ήδη από τις αρχές του 1939, πριν δηλαδή καν οι Ιταλοί καταλάβουν την Αλβανία. Η κατάληψη της Αλβανίας τον Απρίλιο του 1939 δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολιών στην ελληνική ηγεσία. Των ιταλικών δε προθέσεων έλαβε γνώση και η χιτλερική Γερμανία, ήδη από τον Μάιο του 1939. Οι Ιταλοί πάντως δεν επιτέθηκαν αμέσως, επιχειρώντας πρώτα να καταστήσουν την πτωχή σε πόρους και συγκοινωνιακό δίκτυο Αλβανία, σε ιδανική βάση επιχειρήσεων του στρατού τους. Στις 22 Μαΐου του 1939 Γερμανοί και Ιταλοί συμμάχησαν επίσημα, δημιουργώντας τον Άξονα.
Ο Χίτλερ βάσει της συμφωνίας αναγνώριζε τη Μεσόγειο ως περιοχή ιταλικών συμφερόντων. Στις 29 Αυγούστου του 1939 οι Ιταλοί συγκέντρωσαν μεγάλες δυνάμεις στα ελληνικά σύνορα, με το πρόσχημα μεγάλων γυμνασίων. Οι Έλληνες απάντησαν με επιστράτευση της VIII και IX Μεραρχιών Πεζικού και της IV Ταξιαρχίας Πεζικού. Τότε ο Ιταλός στρατιωτικός ακόλουθος στην Αθήνα ζήτησε εξηγήσεις από τον Έλληνα αρχιστράτηγο.
Τρεις μέρες αργότερα οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Πολωνία, αρχίζοντας τον μέχρι τώρα καταστροφικότερο πόλεμο, όλων των εποχών. Βάσει των πρακτικών που βρέθηκαν στη Γερμανία μετά το τέλος του πολέμου, ο Χίτλερ προσπάθησε να πείσει τους Ιταλούς να επιτεθούν κατά της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας, παράλληλα με τη γερμανική επίθεση κατά της Πολωνίας. Μη έχοντας όμως ολοκληρώσει τις προετοιμασίες τους οι Ιταλοί αρνήθηκαν. Ακολούθησαν τα γνωστά γεγονότα με την κατάληψη από τους Γερμανούς της Πολωνίας – με τη συνεργασία και του Στάλιν – της Δανίας, της Νορβηγίας, του Βελγίου, της Ολλανδίας, του Λουξεμβούργου και της Γαλλίας.
Τον Ιούνιο του 1940, όταν η Γαλλία ψυχορραγούσε, ο Μουσολίνι, φοβούμενος ότι ο πόλεμος θα τελειώσει χωρίς η Ιταλία να κερδίσει τίποτα, κήρυξε τον πόλεμο στους Συμμάχους και επιτέθηκε στην ετοιμοθάνατη Γαλλία. Τότε επανήλθαν στο τραπέζι και τα σχέδιά του για επίθεση κατά της Ελλάδας. Αρχικά σχεδίαζε να επιτεθεί τον Αύγουστο του 1940.
Ο τορπιλισμός του «Έλλη», δεν ήταν απλώς μια πρόκληση. Σχεδιαζόταν να αποτελέσει την θρυαλλίδα έκρηξης του πολέμου.
Η συνετή στάση της ελληνικής κυβέρνησης από τη μια και οι γερμανικές πιέσεις από την άλλη – οι Γερμανοί δεν επιθυμούσαν περιπλοκές εκείνη την περίοδο, καθώς προσπαθούσαν να έρθουν σε συνεννόηση με τους Βρετανούς για τον τερματισμό του πολέμου, έχοντας άλλωστε ήδη αρχίσει την επεξεργασία του σχεδίου επίθεσης στη Σοβιετική Ένωση – ανέστειλαν τότε την ιταλική επίθεση. Τον Οκτώβριο του ’40 όμως η «υπόθεση είχε ωριμάσει».
Στη σύσκεψη της 15ης Οκτωβρίου λοιπόν, ο Μουσολίνι όρισε ως ημερομηνία επίθεσης την 26ης Οκτωβρίου. Καθόρισε δε ως πρώτους αντικειμενικούς σκοπούς την κατάληψη της Ηπείρου και των Επτανήσων. Σε δεύτερο χρόνο θα καταλαμβάνονταν ολόκληρη η Ελλάδα. Στη συνέχεια έλαβε το λόγο ο Ιταλός κυβερνήτης της Αλβανίας, ο Τζιακομόνι, ο οποίος μίλησε για τον ενθουσιασμό των Αλβανών να λάβουν μέρος στην κατά της Ελλάδας επίθεση.
«Στην Αλβανία η επίθεση κατά της Ελλάδας αναμένεται με αγωνία και ο ενθουσιασμός είναι τόσο μεγάλος ώστε οι Αλβανοί υποβάλλουν αθρόες αιτήσεις για να ενταχθούν στα συγκροτούμενα αλβανικά τμήματα του Ιταλικού Στρατού», είπε. Ακολούθως έλαβε τον λόγο ο αρχηγός των ιταλικών δυνάμεων της Αλβανίας, ο υπερόπτης και πολύς, στρατηγός Βισκόντι Πράσκα.
«Η επίθεση κατά της Ηπείρου είναι έτοιμη να πραγματοποιηθεί την 26η Οκτωβρίου, όπως καθόρισε ο Ντούτσε, υπό τους καλύτερους οιωνούς. Η αναλογία των αμυνομένων ελληνικών δυνάμεων στην Ήπειρο, έναντι των ιταλικών, είναι 1 : 2. Η επιχείρηση αυτή, υπολογισμένη μέχρι των ελαχίστων λεπτομερειών, πρέπει να τερματιστεί εντός 10 με 15 ημερών και να μας επιτρέψει να εκμηδενίσουμε όλες τις ελληνικές δυνάμεις.
Το ηθικό των Ιταλικών στρατευμάτων είναι άριστο. Ο ενθουσιασμός τους απερίγραπτος και τα μόνα συμπτώματα απειθαρχίας που παρατηρήθηκαν οφείλονται στη υπερβολική αγωνία όλων να ριχτούν αμέσως στο αγώνα. Η επιχείρηση έχει προετοιμαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να δώσει εντός λίγων ημερών την εντύπωση μιας συντριπτικής θύελλας», είπε ο Ιταλός στρατηγός. Ο Μουσολίνι, χωρίς να μπορεί να κρύψει την ευχαρίστησή του, στράφηκε προς τον Τσιάνο και του είπε : «Μου χρειάζεται ένα συνοριακό επεισόδιο για να ρίξω λίγη στάχτη στα μάτια». Ο Τσιάνο απάντησε πως ήταν όλα έτοιμα και το επεισόδιο θα συνέβαινε στις 24 Οκτωβρίου.
Στη συζήτηση επενέβη τότε και ο αρχηγός του ιταλικού ΓΕΣ, ο στρατάρχης Μπαντόλιο. Ο στρατάρχης δήλωσε ότι δεν ήταν αρκετό να καταληφθεί μόνο η Ήπειρος. Έπρεπε να καταληφθεί ολόκληρη η Ελλάδα και κυρίως η Κρήτη. Ο Μουσολίνι αμέσως στράφηκε προς τον Πράσκα και τον ρώτησε πως αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο προέλασης προς την Αθήνα. Ο Πράσκα απάντησε ότι δεν θα ήταν δύσκολο για 5-6 ιταλικές μεραρχίες να προελάσουν μέχρι την Αθήνα.
Αν είχε συνολικά 13 μεραρχίες θα μπορούσε να καταλάβει ολόκληρη την Ελλάδα ! Μετά από τη δήλωση αυτή η σύσκεψη έληξε μέσα σε κλίμα γενικής αισιοδοξίας. Λίγο αργότερα όμως αποφασίστηκε να αναβληθεί η επίθεση για την 28η Οκτωβρίου. Το δε σκηνοθετημένο επεισόδιο, αναβλήθηκε και αυτό και πραγματοποιήθηκε τελικά στις 26 Οκτωβρίου.