Τίθεται σε ισχύ η νέα διεθνής σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας… Στα 12 μίλια η επέκταση των χωρικών υδάτων
σαν σήμερα…
16 Νοεμβρίου 1994 Τίθεται σε ισχύ η νέα διεθνής σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, που επιτρέπει την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια. Η Τουρκία ανακοινώνει ότι θεωρεί αιτία πολέμου την ενδεχόμενη επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια.
16 Νοεμβρίου 1994 Τίθεται σε ισχύ η νέα διεθνής σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, που επιτρέπει την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια. Η Τουρκία ανακοινώνει ότι θεωρεί αιτία πολέμου την ενδεχόμενη επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια.
30 Ιουλίου 1994 Η Ελλάδα υπογράφει μαζί με άλλες χώρες τη διεθνή σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας, η οποία της δίνει το δικαίωμα για μονομερή επέκταση των χωρικών της υδάτων από έξι σε δώδεκα ναυτικά μίλια. Λίγους μήνες μετά (16 Νοεμβρίου του 1994), η Τουρκία θα ανακοινώσει ότι θεωρεί αιτία πολέμου ενδεχόμενη επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων.
Η Ελλάδα, το δίκαιο της θάλασσας και η επέκταση των χωρικών υδάτων
1.Το Νέο Δίκαιο της Θάλασσας του ΟΗΕ
Το 1982 δημιουργήθηκαν νέα δεδομένα στο Δίκαιο της Θάλασσας με τη Σύμβαση του ΟΗΕ στο Montego Bay της Τζαμάικα όπου οριοθετήθηκαν εκ νέου οι έννοιες: αιγιαλίτιδα ζώνη ή χωρικά ύδατα, η συνορεύουσα ή παρακείμενη ζώνη και η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ). Η νέα Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNLOSC) τέθηκε σε εφαρμογή στις 16 Νοεμβρίου 1994, αντικαθιστώντας τέσσερις παλαιότερες Συμβάσεις. Η νέα Σύμβαση ψηφίστηκε στη Νέα Υόρκη στις 30 Απριλίου 1982 από 130 κράτη (17 κράτη απείχαν και 4 κράτη την καταψήφισαν, μεταξύ αυτών και η Τουρκία). Μέχρι το τέλος του 2008 η Σύμβαση επικυρώθηκε από 157 χώρες, μεταξύ αυτών η Κύπρος (12 Δεκεμβρίου 1988).
Το 1982 δημιουργήθηκαν νέα δεδομένα στο Δίκαιο της Θάλασσας με τη Σύμβαση του ΟΗΕ στο Montego Bay της Τζαμάικα όπου οριοθετήθηκαν εκ νέου οι έννοιες: αιγιαλίτιδα ζώνη ή χωρικά ύδατα, η συνορεύουσα ή παρακείμενη ζώνη και η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ). Η νέα Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNLOSC) τέθηκε σε εφαρμογή στις 16 Νοεμβρίου 1994, αντικαθιστώντας τέσσερις παλαιότερες Συμβάσεις. Η νέα Σύμβαση ψηφίστηκε στη Νέα Υόρκη στις 30 Απριλίου 1982 από 130 κράτη (17 κράτη απείχαν και 4 κράτη την καταψήφισαν, μεταξύ αυτών και η Τουρκία). Μέχρι το τέλος του 2008 η Σύμβαση επικυρώθηκε από 157 χώρες, μεταξύ αυτών η Κύπρος (12 Δεκεμβρίου 1988) και η Ελλάδα (21 Ιουλίου 1995).
Μία από τις βασικές καινοτομίες της Νέας Σύμβασης είναι η ΑΟΖ. Τα άρθρα 56 και 57 καθορίζουν τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τις αρμοδιότητες του παράκτιου κράτους, καθώς και την έκταση που φτάνει μέχρι 200 μίλια από την ακτογραμμή. Τα νέα χαρακτηριστικά της ΑΟΖ σε σχέση με την υφαλοκρηπίδα είναι η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, ζώντων και μη, όχι μόνο στο βυθό και στο υπέδαφος αλλά και στα υπερκείμενα ύδατα. Σημαντικό είναι, επίσης, το άρθρο 121 παρ. ζ, που αναγνωρίζει ΑΟΖ και στα νησιά, η οποία προσδιορίζεται με τον ίδιο τρόπο, όπως και στις ηπειρωτικές περιοχές.
Στο χώρο της ΑΟΖ το παράκτιο κράτος εκμεταλλεύεται τους φυσικούς πόρους, την αλιεία, την ενέργεια από αέρα ή ύδατα, το υπέδαφος, κ.ά. Στήνει τεχνητές νησίδες ή άλλες κατασκευές. Διατηρείται το δικαίωμα ελεύθερης διέλευσης για όλα τα κράτη, υπέρπτησης, πόντισης καλωδίων, σύμφωνα πάντα με το Διεθνές Δίκαιο, αρκεί τα παραπάνω να μην απειλούν την ασφάλεια του παράκτιου κράτους.
Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη έχουν μόνο τα νησιά που κατοικούνται, στοιχείο που προκύπτει από μία οικογένεια, ένα φαροφύλακα, κατοικίδια, καλλιέργειες και οτιδήποτε άλλο αποδεικνύει οικονομική δραστηριότητα. Για όλα τα άλλα νησιά και τις βραχονησίδες ισχύει μόνο η διάταξη των 12 ναυτικών μιλίων της αιγιαλίτιδας ζώνης.
Στην οριοθέτηση της ΑΟΖ ακολουθείται κατά κανόνα η «μέση γραμμή» για απόσταση μικρότερη των 400 μιλίων και προϋποθέτει σχετική συμφωνία μεταξύ των κρατών με έναντι ακτές. Αν αυτή δεν επιτευχθεί, όπως και στην υφαλοκρηπίδα, προβλέπεται προσφυγή σε όργανα επίλυσης διεθνών διαφορών (π.χ. στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης).
Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ…
Η Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας
Ως ένα από τα σημαντικότερα νομικά όργανα του 20ου αιώνα, η Σύμβαση επέφερε καινοτομίες στο διεθνές δίκαιο των συνθηκών. Έχοντας συλληφθεί ως «πακέτο συμφωνίας» που αναγνώριζε ότι όλα τα προβλήματα που αφορούν τον ωκεάνιο χώρο συσχετίζονται στενά και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ως σύνολο, θέσπισε ότι ο πυθμένας της θάλασσας και ο πυθμένας των ωκεανών πέρα από τα όρια των εθνικών δικαιοδοσιών είναι η «κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας» της οποίας η χρήση και προστασία είναι δικαίωμα και ευθύνη όλων. Επιπλέον, έκανε λόγο για την υποχρεωτική διευθέτηση των διαφορών, έθεσε το γενικό νομικό πλαίσιο για όλες τις δραστηριότητες εντός ή επί των ωκεανών και πελάγων, και παρείχε λεπτομερείς κανόνες που διέπουν όλες τις χρήσεις των ωκεανών και καθόρισε τα δικαιώματα και τις ευθύνες των κρατών.
Η Συνθήκη καλύπτει τα εξής κύρια θέματα
Όρια θαλάσσιων ζωνών (χωρικά ύδατα, παρακείμενη ζώνη, αποκλειστική οικονομική ζώνη, υφαλοκρηπίδα)
Δικαιώματα ναυσιπλοΐας, συμπεριλαμβανομένων των στενών που χρησιμοποιούνται για διεθνή ναυσιπλοΐα
Ειρήνη και ασφάλεια στους ωκεανούς και στα πελάγη
Διατήρηση και διαχείριση ζώντων θαλάσσιων πόρων
Προστασία και συντήρηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος
Επιστημονική έρευνα
Δραστηριότητες στο θαλάσσιο πυθμένα πέρα από τα όρια των εθνικών δικαιοδοσιών
Διαδικασίες για διευθέτηση διαφωνιών ανάμεσα στα κράτη.
Θαλάσσιες ζώνες και Δικαιώματα Ναυσιπλοΐας
Ένα από τα πιο θεμελιώδη επιτεύγματα της Σύμβασης είναι η συναίνεση για τα όρια μεταξύ χωρικών και διεθνών υδάτων, στα οποία όλα τα κράτη μπορούν να ασκούν ελεύθερα τη ναυσιπλοΐα. Πρωτύτερα αυτό αποτελούσε κύρια εστία διαμάχης ανάμεσα σε παράκτια κράτη. Η Σύμβαση θέσπισε χωρικά ύδατα 12 ναυτικών μιλίων, εντός των οποίων τα κράτη είναι ελεύθερα να επιβάλουν οποιοδήποτε κανόνα δικαίου, να ρυθμίσουν οποιαδήποτε χρήση και να εκμεταλλευτούν οποιονδήποτε πόρο. Την ίδια στιγμή, διατήρησε το δικαίωμα της «αθώας διέλευσης» από τα χωρικά ύδατα και εγγυήθηκε το δικαίωμα διέλευσης για πλοία και αεροσκάφη διαμέσου και πάνω από στενά που χρησιμοποιούνται για διεθνή ναυσιπλοΐα. Η διασφάλιση του δικαιώματος της διέλευσης ήταν σημαντική για τις ναυτικές δυνάμεις. Χωρίς αυτό, το όριο των 12 ναυτικών μιλίων θα είχε στην πραγματικότητα αποκλείσει 100 στενά που χρησιμοποιούνται γα τη διεθνή ναυσιπλοΐα.
Η Σύμβαση επίσης εγκαθίδρυσε τις αποκλειστικές οικονομικές ζώνες (Exclusive Economic Zones EEZs), μία καινοτόμο αντίληψη που παρέχει στα παράκτια κράτη το δικαίωμα να εξερευνούν, να εκμεταλλεύονται, να διαχειρίζονται και να συντηρούν όλους τους πόρους – όπως ψάρια, πετρέλαιο και αέριο – που βρίσκονται στα ύδατα και στον πυθμένα των ωκεανών πάνω στην υφαλοκρηπίδα συνήθως σχεδόν μέχρι τα 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές τους. Οι αποκλειστικές οικονομικές ζώνες έχουν υπάρξει ωφέλιμες σε πολλά παράκτια κράτη, αλλά με αυτά τα αποκλειστικά δικαιώματα ήλθαν ευθύνες και υποχρεώσεις. Για παράδειγμα, εντός των αποκλειστικών τους οικονομιών ζωνών, τα παράκτια κράτη πρέπει να λάβουν μέτρα για την αποτροπή και μείωση της μόλυνσης και για προώθηση της επιστημονικής έρευνας. Η Σύμβαση επίσης ενθαρρύνει τα παράκτια κράτη να κάνουν σωστή χρήση των αποθεμάτων ψαριών χωρίς υπεραλιεία – ένα σημαντικό θέμα, καθώς περίπου το 90% των τόπων αλιείας υπάγεται στη δικαιοδοσία των παράκτιων κρατών. Την ίδια στιγμή, οι αποκλειστικές οικονομικές ζώνες διατηρούν ορισμένα σημαντικά δικαιώματα και ελευθερίες για άλλα κράτη, όπως τα δικαιώματα στη ναυσιπλοΐα και στις διελεύσεις υπεράνω και στο να τοποθετούν καλώδια και πετρελαιαγωγούς.
Διασφάλιση της Ειρήνης και Ασφάλειας
Σήμερα η ειρήνη και η ασφάλεια δεν νοούνται μόνο υπό όρους στρατιωτικής αναμέτρησης και σύγκρουσης. Η σύγχρονη κοινότητα κρατών είναι αντιμέτωπη με μια νέα γενιά από επείγοντα και πολύπλοκα προβλήματα που διαπερνούν τα σύνορα και μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά μόνο από την κοινή δράση των κρατών. Τρομοκρατικές ενέργειες, εγκληματικές δραστηριότητες όπως πειρατεία και ένοπλη ληστεία, λαθρεμπόριο μεταναστών και παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και άλλων προϊόντων μπορούν να απειλήσουν την ασφάλεια και σταθερότητα των κρατών και να καταλήξουν σε απώλεια της θαλάσσιας ζωής. Άλλη απειλή της ειρήνης και ασφάλειας προκύπτει από τις διαφωνίες των θαλάσσιων συνόρων που προέρχονται από συγκρουόμενους ισχυρισμούς από τα κράτη, όσον αφορά τους φυσικούς πόρους των ωκεανών. Και η ευρύτερη ασφάλεια ενός παράκτιου κράτους , συμπεριλαμβανομένων των μέσων επιβίωσης των παράκτιων κοινοτήτων του, μπορούν να απειληθούν από σημαντικές περιστάσεις μόλυνσης όπως μια πετρελαιοκηλίδα.
Το κατανοητό ρυθμιστικό πλαίσιο που θεσπίστηκε από τη Σύμβαση προωθεί την ειρηνική χρήση των θαλασσών και ωκεανών και συμβάλει σημαντικά στην ενδυνάμωση της ειρήνης, της ασφάλειας, της συνεργασίας και των φιλικών σχέσεων μεταξύ των κρατών. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό είναι η αξίωση τα κράτη να συνεργάζονται για να αποτρέψουν πράξεις πειρατείας και παράνομης διακίνησης ναρκωτικών φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών.
Προστασία και Συντήρηση της Ωκεάνιας Ζωής
Μόλις πριν από 50 χρόνια η θάλασσα ήταν ακόμη απείραχτη. Αλλά σήμερα, η μόλυνση- περίπου το 80% από τις χερσαίες δραστηριότητες-απειλεί την υγεία της, ιδίως στις παράκτιες περιοχές, τις πιο παραγωγικές του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Τελικά οι επιστήμονες φοβούνται ότι η αναγεννητική ικανότητα των ωκεανών θα καταβληθεί από το μέγεθος της μόλυνσης που προκαλεί ο άνθρωπος. Σημάδια υποβάθμισης μπορούν εύκολα να φανούν, ιδίως στις πυκνά κατοικημένες ακτές και σε κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες.
Η Σύμβαση αναθέτει τη θεμελιώδη υποχρέωση και ευθύνη της προστασίας και διατήρησης του θαλάσσιου περιβάλλοντος στα κράτη και απαιτεί από αυτά να λάβουν κάθε απαραίτητο μέτρο για πρόληψη, μείωση και έλεγχο της θαλάσσιας μόλυνσης.
Σύμφωνα με το Διεθνές Ταμείο για το Περιβάλλον, οι 3 μεγαλύτερες απειλές για τους ωκεανούς είναι :
Μόλυνση από χερσαίες δραστηριότητες
Υπερ-εκμετάλλευση ζώντων θαλάσσιων πόρων
Μετάλλαξη και καταστροφή θαλάσσιων βιοτόπων
Μόλυνση από Χερσαίες Δραστηριότητες
Η μεγαλύτερη απειλή της ζωής του θαλάσσιου περιβάλλοντος προέρχεται όχι από πετρελαιοκηλίδες στη θάλασσα ή από απόβλητα στους ωκεανούς αλλά από ανθρώπινες χερσαίες δραστηριότητες. Δημοτικά, βιομηχανικά και αγροτικά λύματα και απορροές που εμπεριέχουν ρύπους όπως ακαθαρσίες υπονόμων, ραδιενεργές ουσίες, βαρέα μέταλλα, λάδια, τροφικές ουσίες, σκουπίδια και μη διασπάσιμοι οργανικοί ρύποι, που εισέρχονται στη θάλασσα και το παράκτιο περιβάλλον. Από αυτά οι ακαθαρσίες υπονόμων ή τα οικιακά απόβλητα ανεπαρκώς επεξεργασμένα, αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους για τα παράκτιο περιβάλλον παγκοσμίως. Οι τεράστιες ποσότητες θρεπτικών ουσιών που περιέχονται στα λύματα υπονόμων είναι πολύ επιβλαβείς για το θαλάσσιο περιβάλλον. Μπορούν να προκαλέσουν άνθιση της υδατικής χλωρίδας, μερικές φορές τοξικής, καταστρέφουν το πολύ εύφορο αλλά ευαίσθητο περιβάλλον των κοραλλιογενών υφάλων, τις λίμνες και τα υποθαλάσσια λιβάδια και καταλήγουν σε μείωση της βιοποικιλότητας.
Οι ακαθαρσίες υπονόμων θέτουν σε κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία μολύνοντας τα οστρακοειδή, τις πηγές νερού και τις περιοχές λουομένων και προωθούν πλαστικά και άλλες θαλάσσιες ακαθαρσίες στα παράκτια νερά, απειλώντας τη θαλάσσια ζωή μέσω μπλεξίματος, ασφυξίας και κατάποσης.
Λάδια από χερσαίες πηγές, όπως διυλισμένα προϊόντα πετρελαίου ή παράγωγά τους, είναι εξίσου βλαβερά. Εισέρχονται στο θαλάσσιο περιβάλλον από διάφορους δρόμους από μάι ποικιλία πηγών, συμπεριλαμβανομένων των εκροών και εκπομπών από πηγές πετρελαίου, των εγκαταστάσεων διύλισης και αποθήκευσης και των βιομηχανικών και αγροτικών απόβλητων. Με κατάποση ή αποροφούμενα μέσω δέρματος ή βραγχίων, αυτά τα λάδια είναι τοξικά για τη θαλάσσια ζωή και προκαλούν μακρόχρονη βλάβη στη γούνα ή τα φτερά πολλών θαλάσσιων ειδών. Μπορούν επίσης να είναι επιζήμια και για την ανθρώπινη υγεία, μολύνοντας τα θαλασσινά είδη αλλά και τα αποθέματα νερού.
Υπερεκμετάλλευση των Ζώντων Θαλάσσιων Πόρων
Οι ωκεανοί τυγχάνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης όπως ποτέ άλλοτε στο παρελθόν. Οι περισσότερες από τις αλιευτικές περιοχές του κόσμου ήδη αποφέρουν τόσα ψάρια όσα αντέχουν. Σήμερα, περίπου το ¼ των αποθεμάτων ψαριών υπεραλιεύεται με το ½ να είναι χρησιμοποιείται πλήρως. Αυτό αφήνει μόνο περίπου το ¼ με δυνατότητα για αύξηση αλιείας. Η υπεραλιεία απειλεί την ισορροπία και βιωσιμότητα ολόκληρου του θαλάσσιου οικοσυστήματος, μειώνει την οικονομική ανάπτυξη και υπονομεύει την ασφάλεια των τροφίμων και τα προς το ζην των ανθρώπων στις παράκτιες περιοχές, ιδίως όσων ζουν σε αναπτυσσόμενες χώρες.
Ένα σύνολο προβλημάτων έχει περιπλέξει τις προσπάθειες για καλύτερη συντήρηση και διαχείριση των παγκόσμιων ψαρότοπων. Υπάρχει μία αύξηση των παράνομων, μη δηλωμένων και μη ρυθμιζόμενων αλιευτικών δραστηριοτήτων στα πελάγη, που διαπράττονται εξίσου από πλοία κρατών που είναι μέλη περιφερειακών οργανισμών διαχείρισης ψαρότοπων, και από πλοία κρατών που δεν είναι μέλη. Ένα μεγάλο πρόβλημα είναι η αλλαγή σημαίας των πλοίων από ιδιοκτήτες που επιθυμούν να αποφύγουν τη συμμόρφωση με τους αλιευτικούς κανονισμούς. Άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες είναι η αύξηση του μεγέθους των αλιευτικών στόλων και οι κυβερνητικές επιχορηγήσεις, η μεγάλη ζήτηση αγοράς για συγκεκριμένα προϊόντα ψαριών και η ανεπαρκής επόπτευση, έλεγχος και παρακολούθηση. Λόγω συγκεκριμένων πόρων πολλά παράκτια κράτη δεν έχουν την ικανότητα να επιβάλλουν τα δικά τους μέτρα συντήρησης και διαχείρισης. Για να επιτύχει η συντήρηση και η διαχείριση χρειάζεται δράση σε εθνικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο.
Μεταβολή και Καταστροφή Βιοτόπων
Σήμερα οι αυξήσεις στον πληθυσμό και στις οικονομικές δραστηριότητες στις παράκτιες περιοχές απειλούν όσο ποτέ τους θαλάσσιους βιοτόπους. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες που σχετίζονται με αστική επέκταση, όπως η οικοδόμηση λιμανιών, μαρίνων και παράκτιων αμυντικών έργων, η εκμετάλλευση πετρελαίου και αερίου, η εξόρυξη, ο τουρισμός και οι επιβλαβείς πρακτικές αλιείας βλάπτουν τους κοραλλιογενείς υφάλους, τις ακτές, τις παραλίες και το βυθό των ωκεανών. Οι βιότοποι που είναι σημαντικοί για τη θαλάσσια βιοποικιλότητα απειλούνται. Οι τόποι ωοτοκίας και τροφής των θαλάσσιων ειδών που είναι ζωτικής σημασίας για την παγκόσμια τροφική ασφάλεια καταστρέφονται. Μέχρι το 1998, περίπου το 11% των παγκόσμιων κοραλλιογενών υφάλων είχε καταστραφεί. Μόνο εκείνο το έτος, ακόμη ένα 16% ήταν δριμύτατα υποβαθμισμένο και σύμφωνα με παρούσες εκτιμήσεις, αν δεν ληφθούν μέτρα επειγόντως, το 50-60% ενδεχομένως να χαθεί μέσα στα επόμενα 30 χρόνια.
Θαλάσσια Επιστημονική Έρευνα
Συνειδητοποιώντας ότι τα αποτελεσματικά μέτρα για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και τη διασφάλιση της βιώσιμης χρήσης των ωκεάνιων πόρων, πρέπει να βασιστούν σε εκτεταμένη επιστημονική έρευνα, οι δημιουργοί της Σύμβασης πρόσεξαν ώστε η δυνατότητα για έρευνα σε περιοχές των ωκεανών δε θα περιοριζόταν υπερβολικά από τα παράκτια κράτη στις πρόσφατα εκτεταμένες θαλάσσιες ζώνες.
Αν και η Σύμβαση αναγνωρίζει την κυριαρχία των παράκτιων Κρατών στα χωρικά τους ύδατα-και απαιτεί την εκ τω προτέρων συναίνεση για έρευνα εντός της αποκλειστικής τους οικονομικής ζώνης και της υφαλοκρηπίδας. Επίσης προβλέπει ότι, υπό κανονικές συνθήκες, θα πρέπει να δίνεται συναίνεση για έρευνα για ειρηνικούς σκοπούς, χωρίς να καθυστερείται ή να απορρίπτεται χωρίς λόγο. Όντως, μέσα σε 20 χρόνια από την υιοθέτηση της Σύμβασης έχει σημειωθεί αξιοσημείωτη πρόοδος στη θαλάσσια επιστήμη, ιδίως στον τομέα της θαλάσσιας βιολογίας, όπου οι ανακαλύψεις νέων ειδών έχουν οδηγήσει τους επιστήμονες να αναθεωρήσουν προηγούμενες εκτιμήσεις τους για τον αριθμό των θαλάσσιων ειδών από 200,000 σε 10 έως 100 εκατομμύρια.
Διαχείριση του Διεθνούς Θαλάσσιου Βυθού
Για τον καθορισμό του ποιος θα είναι ο επιστάτης των πόρων της «κοινής κληρονομιάς» της ανθρωπότητας, πέρα από τα όρια της εθνικής δικαιοδοσίας, η Σύμβαση θέσπισε τη Διεθνή Αρχή Θαλάσσιου Βυθού. Ως ένας αυτόνομος διεθνής οργανισμός, η Αρχή είναι εξουσιοδοτημένη να διαχειρίζεται τον βυθό στα διεθνή ύδατα και να διευθύνει τη χρήση των πόρων του βυθού, όπως πολυμεταλλικοί κόνδυλοι, ιζήματα πλούσια σε σουλφίδια, και φλοιό σιδηρομαγγανίου πλούσιου σε κοβάλτιο. Με έδρα στο Kingston, Τζαμάικα, η Αρχή συστάθηκε το 1994, όταν τέθηκε σε ισχύ η Σύμβαση και έγινε λειτουργική το 1996. Όποιες διαφορές ενδεχομένως προκύψουν σχετικά με δραστηριότητες στο βυθό διευθετούνται από το 11μελές Επιμελητήριο Διαφορών, που ιδρύθηκε από το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας. (βλέπε παρακάτω).
Τα εξωτερικά όρια των εθνικών υφαλοκρηπίδων καθορίζουν τα σύνορα της διεθνούς περιοχής βυθού. Κάθε παράκτιο κράτος έχει δικαιοδοσία επί της υφαλοκρηπίδας του η οποία εκτείνεται μέχρι τα 200 .νμ. υπό ορισμένες συνθήκες. Αλλά σε μερικές περιπτώσεις, ένα παράκτιο Κράτος μπορεί να επεκτείνει τα εξωτερικά όρια της υφαλοκριπίδας του ακόμη και πιο μέσα στη θάλασσα. Σε τέτοιες περιπτώσεις αυτό το Κράτος πρέπει να υποβάλει αίτημα σε άλλο όργανο που δημιουργήθηκε από τη Σύμβαση – την Επιτροπή για τα Όρια της Υφαλοκρηπίδας (CLCS). Η Επιτροπή, η οποία συνεδρίασε για πρώτη φορά το 1997, παρακολουθεί τον καθορισμό των εξωτερικών ορίων της υφαλοκρηπίδας πέρα από τα 200 ν.μ. και κάνει προτάσεις στα παράκτια Κράτη. Στη βάση αυτών των προτάσεων τα παράκτια Κράτη καθορίζουν τα τελικά και δεσμευτικά εξωτερικά όρια των εκτεταμένων τους υφαλοκρηπίδων.
Διευθέτηση Διαφορών
Η Σύμβαση θέσπισε έναν υποχρεωτικό μηχανισμό για τη διευθέτηση διαφορών σχετικά με το Δίκαιο της Θάλασσας. Όταν τα Κράτη-Μέρη δεν μπορούν από μόνα τους να επιλύσουν διαφορές που προκύπτουν από τη Σύμβαση, είναι υποχρεωμένα να ακολουθήσουν συγκεκριμένες διαδικασίες που περιγράφονται στη Σύμβαση-όπως προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας. Το Δικαστήριο που εδρεύει στο Αμβούργο, στη Γερμανία, λειτούργησε το 1996, 2 χρόνια αφότου η Σύμβαση τέθηκε σε ισχύ.
Τα Ηνωμένα Έθνη και το Δίκαιο της Θάλασσας
Η Σύμβαση συμπληρώνεται από δυο συμφωνίες που αφορούν στην εξόρυξη από το βυθό και τα ιχθυαποθέματα υψηλής μεταναστευτικότητας. Ενισχύεται περαιτέρω από έναν αριθμό εξειδικευμένων πολυμερών συνθηκών και συμφωνιών υιοθετημένων από τον ΟΗΕ και τις ειδικευμένες υπηρεσίες και προγράμματα-όπως ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας, η Διεθνής Οργάνωση Ναυτιλίας, η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας και το Πρόγραμμα Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών-που καλύπτουν διαφορετικές πτυχές των θεμάτων που σχετίζονται με τον Ωκεανό και με το Δίκαιο της Θάλασσας. Εντός του Γραφείου Νομικών Υποθέσεων του ΟΗΕ, το Τμήμα για τα Θέματα Ωκεανών και Θαλάσσιου Δικαίου λειτουργεί ως η Γραμματεία της Σύμβασης. Εξυπηρετεί τη Συνέλευση Συμμετεχόντων Κρατών και αγωνίζεται να οικοδομήσει ευρύτερη αποδοχή και κατανόηση της Σύμβασης και της εφαρμογής της, παρέχοντας πληροφορίες, συμβουλές και υποστήριξη στα κράτη και διακυβερνητικούς οργανισμούς. Το Τμήμα παρακολουθεί όλες τις εξελίξεις σχετικά με τη Σύμβαση και τα θέματα περί ωκεανών και θαλάσσιου δικαίου γενικά, και υποβάλει έκθεση ετησίως σχετικά με αυτά, στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Επίσης κάνει προτάσεις στη Συνέλευση και σε άλλα διακυβερνητικά φόρουμ. Το Τμήμα διατηρεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα πληροφόρησης και μια μη δανειστική βιβλιοθήκη εξειδικευμένη στο Δίκαιο της Θάλασσας και σε θέματα για τους ωκεανού, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών νομοθεσιών και των συνθηκών επί των ναυτικών συνόρων. Συμμετέχει σε προγράμματα εκπαίδευσης και επιμόρφωσης που έχουν ως στόχο την οικοδόμηση ικανοτήτων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.
Η ιστοσελίδα του τμήματος είναι: www.un.org/Depts/los/index.htm .