Η παρακμή του πολιτισμού της Νήσου του Πάσχα προκλήθηκε περισσότερο από προϋπάρχουσες περιβαλλοντικές..
συνθήκες παρά από ανθρωπογενή οικολογική καταστροφή, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες.
Η Νήσος του Πάσχα, επίσης γνωστή και ως Rapa Nui, κατοικήθηκε αρχικά γύρω στο 1200 μ.Χ., ενώ οι Ευρωπαίοι έφτασαν στις ακτές της στο 1722. Οι λόγοι που προκάλεσαν την κατάρρευση του γηγενούς πληθυσμού της Ράπα Νούι είναι πολυσυζητημένοι τόσο σε ακαδημαϊκό όσο και σε λαογραφικό επίπεδο.
Ο Επιστήμονας και συγγραφέας Τζάρεντ Ντάιαμοντ υποστήριξε το 2005 στο βιβλίο του «Κατάρρευση: Πώς επιλέγουν οι κοινωνίες να επιτύχουν ή να αποτύχουν» ότι, πριν από την ευρωπαϊκή επαφή, οι ιθαγενείς του νησιού υποβάθμισαν το περιβάλλον σε βαθμό που δεν ήταν πλέον βιώσιμο.
Ωστόσο η νέα μελέτη δείχνει ότι οι άνθρωποι στη Νήσο του Πάσχα, ναι μεν βρίσκονταν υπό κατάρρευση ήδη πριν από την έλευση των Ευρωπαίων, ωστόσο για αυτό δεν ευθύνεται η ανθρωπογενής υποβάθμιση του περιβάλλοντος, αλλά οι προϋπάρχοντες περιβαλλοντικοί περιορισμοί του 163 τετραγωνικών χιλιομέτρων νησιού τους.
Οι αλλαγές στο Νησί του Πάσχα έχουν τεκμηριωθεί καλά αρχαιολογικά. Με την πάροδο του χρόνου, ελίτ κατοικίες καταστράφηκαν, εσωτερικές γεωργικές εκτάσεις εγκαταλείφθηκαν, και οι άνθρωποι βρήκαν καταφύγιο σε σπηλιές και άρχισαν να κατασκευάζουν δόρατα φτιαγμένα από οψιανό, γεγονός που πιθανόν να σηματοδότησε μία περίοδο πολέμου και αναταραχής.
Το πρόβλημα, σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι ότι οι ημερομηνίες όλων αυτών των γεγονότων και της εγκατάλειψης του νησιού παραμένουν θολές. Κατά τη μελέτη, οι ερευνητές περίμεναν να βρουν ότι η περισσότερη από τη μεγαλύτερη καταστροφή επήλθε από την έλευση των Ευρωπαίων.
Για να διευκρινιστεί το χρονοδιάγραμμα, οι ερευνητές ανέλυσαν περισσότερα από 400 εργαλεία από οψιανό και αποκομμένα θραύσματα οψιανού διάσπαρτα σε όλο το νησί, αναζητώντας πληροφορίες για το κλίμα και την χημεία του εδάφους.
Ο οψιανός απορροφά νερό όταν εκτίθεται στον αέρα. Με τη μέτρηση της ποσότητας της απορρόφησης του νερού στις επιφάνειες των εργαλείων οψιανού, η ερευνητική ομάδα ήταν σε θέση να μετρήσει πόσο καιρό ήταν εκτεθειμένες αυτές οι επιφάνειες, αποκαλύπτοντας έτσι πότε κατασκευάστηκαν τα εργαλεία και πότε αυξήθηκε η κατασκευή και χρήση τους.
Οι χρονολογίες των θραυσμάτων οψιανού διέφεραν σημαντικά μεταξύ των διαφορετικών περιοχών του νησιού. Στη θέση 1, στην βορειοδυτική ακτή του νησιού, φάνηκε μια σταθερή αύξηση στη χρήση μεταξύ περίπου 1220 και 1650, με μια γρήγορη πτώση που αρχίζει μετά το 1650 - πολύ πριν οι Ευρωπαίοι φτάσουν στο νησί.
Στη θέση 2, σε μία εσωτερική βουνοπλαγιά, σημειώνεται μια ταχεία αύξηση στη χρήση της γης μεταξύ 1200 και 1300, μια πιο αργή αύξηση μέχρι περίπου το 1480, και στη συνέχεια συνεχής χρήση μέχρι την πτώση που ξεκίνησε μεταξύ 1705 και 1710, πάλι πριν από την ευρωπαϊκή επαφή.
Μέχρι τη στιγμή που ήρθαν οι Ευρωπαίοι, η παραθαλάσσια τοποθεσία 1 χρησιμοποιούνταν πλέον μόνο κατά 54% και η ορεινή θέση 2 κατά 60%.
Ωστόσο, η θέση 3 δείχνει μια διαφορετική εκδοχή της ιστορίας. Αυτή η παράκτια περιοχή είδε μια αργή αύξηση της ανθρώπινης δραστηριότητας μεταξύ 1250 και 1500, και στη συνέχεια μια ταχύτερη αύξηση μέχρι περίπου το 1690, κατά την οποία, η δραστηριότητα παρέμεινε αρκετά σταθερή μέχρι και μετά την Ευρωπαϊκή επαφή. Στην πραγματικότητα, η μείωση της χρήσης αυτού του τόπου δεν είχε ξεκινήσει πριν το 1850 ή και αργότερα, διαπίστωσαν οι ερευνητές.
Μία εξήγηση για τις τόσο διαφορετικές εξελίξεις σε ένα τόσο μικρό νησί, είναι οι διαφορετικές περιβαλλοντικές συνθήκες κάθε τοποθεσίας. Η θέση 1 βρίσκεται στη σκιά του ηφαιστείου Ma'unga Terevaka, καθιστώντας την επιρρεπείς σε ξηρασίες. Η θέση 2 είναι πιο υγρή, αλλά η γονιμότητα του εδάφους της είναι χαμηλή. Αντίθετα η θέση 3, με τη μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, είναι τόσο βροχερή όσο και γόνιμη.
Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι της Νήσου του Πάσχα αγωνίστηκαν κατά των φυσικών περιβαλλοντικών εμποδίων προκειμένου να επιβιώσουν, αλλά δεν υποβάθμισαν οι ίδιοι το περιβάλλον, καταλήγουν οι ερευνητές.
«Είναι σαφές ότι οι άνθρωποι αντιδρούσαν στα διαφορετικά περιβάλλοντα του νησιού πριν καταστραφούν από την έλευση των ευρωπαίων, των ευρωπαϊκών ασθενειών και διάφορων ιστορικών διαδικασιών» εξηγούν οι ερευνητές. Ωστόσο επισημαίνουν ότι θα πρέπει να μελετήσουν λεπτομερώς και τα αρχαιολογικά κατάλοιπα των κατοικιών στο νησί για να κατανοήσουν καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι και το περιβάλλον αλληλεπιδρουσαν.
συνθήκες παρά από ανθρωπογενή οικολογική καταστροφή, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες.
Η Νήσος του Πάσχα, επίσης γνωστή και ως Rapa Nui, κατοικήθηκε αρχικά γύρω στο 1200 μ.Χ., ενώ οι Ευρωπαίοι έφτασαν στις ακτές της στο 1722. Οι λόγοι που προκάλεσαν την κατάρρευση του γηγενούς πληθυσμού της Ράπα Νούι είναι πολυσυζητημένοι τόσο σε ακαδημαϊκό όσο και σε λαογραφικό επίπεδο.
Ο Επιστήμονας και συγγραφέας Τζάρεντ Ντάιαμοντ υποστήριξε το 2005 στο βιβλίο του «Κατάρρευση: Πώς επιλέγουν οι κοινωνίες να επιτύχουν ή να αποτύχουν» ότι, πριν από την ευρωπαϊκή επαφή, οι ιθαγενείς του νησιού υποβάθμισαν το περιβάλλον σε βαθμό που δεν ήταν πλέον βιώσιμο.
Ωστόσο η νέα μελέτη δείχνει ότι οι άνθρωποι στη Νήσο του Πάσχα, ναι μεν βρίσκονταν υπό κατάρρευση ήδη πριν από την έλευση των Ευρωπαίων, ωστόσο για αυτό δεν ευθύνεται η ανθρωπογενής υποβάθμιση του περιβάλλοντος, αλλά οι προϋπάρχοντες περιβαλλοντικοί περιορισμοί του 163 τετραγωνικών χιλιομέτρων νησιού τους.
Οι αλλαγές στο Νησί του Πάσχα έχουν τεκμηριωθεί καλά αρχαιολογικά. Με την πάροδο του χρόνου, ελίτ κατοικίες καταστράφηκαν, εσωτερικές γεωργικές εκτάσεις εγκαταλείφθηκαν, και οι άνθρωποι βρήκαν καταφύγιο σε σπηλιές και άρχισαν να κατασκευάζουν δόρατα φτιαγμένα από οψιανό, γεγονός που πιθανόν να σηματοδότησε μία περίοδο πολέμου και αναταραχής.
Το πρόβλημα, σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι ότι οι ημερομηνίες όλων αυτών των γεγονότων και της εγκατάλειψης του νησιού παραμένουν θολές. Κατά τη μελέτη, οι ερευνητές περίμεναν να βρουν ότι η περισσότερη από τη μεγαλύτερη καταστροφή επήλθε από την έλευση των Ευρωπαίων.
Για να διευκρινιστεί το χρονοδιάγραμμα, οι ερευνητές ανέλυσαν περισσότερα από 400 εργαλεία από οψιανό και αποκομμένα θραύσματα οψιανού διάσπαρτα σε όλο το νησί, αναζητώντας πληροφορίες για το κλίμα και την χημεία του εδάφους.
Ο οψιανός απορροφά νερό όταν εκτίθεται στον αέρα. Με τη μέτρηση της ποσότητας της απορρόφησης του νερού στις επιφάνειες των εργαλείων οψιανού, η ερευνητική ομάδα ήταν σε θέση να μετρήσει πόσο καιρό ήταν εκτεθειμένες αυτές οι επιφάνειες, αποκαλύπτοντας έτσι πότε κατασκευάστηκαν τα εργαλεία και πότε αυξήθηκε η κατασκευή και χρήση τους.
Οι χρονολογίες των θραυσμάτων οψιανού διέφεραν σημαντικά μεταξύ των διαφορετικών περιοχών του νησιού. Στη θέση 1, στην βορειοδυτική ακτή του νησιού, φάνηκε μια σταθερή αύξηση στη χρήση μεταξύ περίπου 1220 και 1650, με μια γρήγορη πτώση που αρχίζει μετά το 1650 - πολύ πριν οι Ευρωπαίοι φτάσουν στο νησί.
Στη θέση 2, σε μία εσωτερική βουνοπλαγιά, σημειώνεται μια ταχεία αύξηση στη χρήση της γης μεταξύ 1200 και 1300, μια πιο αργή αύξηση μέχρι περίπου το 1480, και στη συνέχεια συνεχής χρήση μέχρι την πτώση που ξεκίνησε μεταξύ 1705 και 1710, πάλι πριν από την ευρωπαϊκή επαφή.
Μέχρι τη στιγμή που ήρθαν οι Ευρωπαίοι, η παραθαλάσσια τοποθεσία 1 χρησιμοποιούνταν πλέον μόνο κατά 54% και η ορεινή θέση 2 κατά 60%.
Ωστόσο, η θέση 3 δείχνει μια διαφορετική εκδοχή της ιστορίας. Αυτή η παράκτια περιοχή είδε μια αργή αύξηση της ανθρώπινης δραστηριότητας μεταξύ 1250 και 1500, και στη συνέχεια μια ταχύτερη αύξηση μέχρι περίπου το 1690, κατά την οποία, η δραστηριότητα παρέμεινε αρκετά σταθερή μέχρι και μετά την Ευρωπαϊκή επαφή. Στην πραγματικότητα, η μείωση της χρήσης αυτού του τόπου δεν είχε ξεκινήσει πριν το 1850 ή και αργότερα, διαπίστωσαν οι ερευνητές.
Μία εξήγηση για τις τόσο διαφορετικές εξελίξεις σε ένα τόσο μικρό νησί, είναι οι διαφορετικές περιβαλλοντικές συνθήκες κάθε τοποθεσίας. Η θέση 1 βρίσκεται στη σκιά του ηφαιστείου Ma'unga Terevaka, καθιστώντας την επιρρεπείς σε ξηρασίες. Η θέση 2 είναι πιο υγρή, αλλά η γονιμότητα του εδάφους της είναι χαμηλή. Αντίθετα η θέση 3, με τη μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, είναι τόσο βροχερή όσο και γόνιμη.
Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι της Νήσου του Πάσχα αγωνίστηκαν κατά των φυσικών περιβαλλοντικών εμποδίων προκειμένου να επιβιώσουν, αλλά δεν υποβάθμισαν οι ίδιοι το περιβάλλον, καταλήγουν οι ερευνητές.
«Είναι σαφές ότι οι άνθρωποι αντιδρούσαν στα διαφορετικά περιβάλλοντα του νησιού πριν καταστραφούν από την έλευση των ευρωπαίων, των ευρωπαϊκών ασθενειών και διάφορων ιστορικών διαδικασιών» εξηγούν οι ερευνητές. Ωστόσο επισημαίνουν ότι θα πρέπει να μελετήσουν λεπτομερώς και τα αρχαιολογικά κατάλοιπα των κατοικιών στο νησί για να κατανοήσουν καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι και το περιβάλλον αλληλεπιδρουσαν.
Πηγή: iefimerida.gr