ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ!.Τολμήσαμε να αντιταχθούμε στο αισχρό νομοσχέδιο για την νομιμοποίηση της ανωμάλου συζυγικής σχέσεως! Καί χάλασε ο κόσμος! Τα ΜΜΕ ασχολήθηκαν με τις θέσεις μας!
_______Παρακαλούμε, λοιπόν, τους νεολαίους αυτούς να ανατρέξουν στο υπ΄αριθμ. Πρωτ. 2813/Διεκπ.1322/12 Ιουνίου 2015 έγγραφο της Ιεράς Συνόδου πρός τόν καθ' ύλην αρμόδιο Υπουργό της Δικαιοσύνης κλπ. κ. Νικόλαο Παρασκευόπουλο. Εκεί μεταξύ άλλων αναγράφονται και τα εξής:
Ασχολήθηκαν με πάθος, με κακία, με μίσος! Καί όχι μόνον ασχολήθηκαν, αλλά παραποίησαν και διέστρεψαν τις θέσεις μας!
______Γιά όσους έχουν αγαθή διάθεση και συγχρόνως καλή προαίρεση σήμερα θα τους παρουσιάσουμε τους λόγους της Αγίας Γραφής, της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
Αίγιον, 14 Δεκεμβρίου 2015
+ Ο ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ ΚΑΙ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
Α΄Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
_______«...Γυνή .....δόξα ανδρός εστίν. Ου γαρ εστίν ανήρ εκ γυναικός, αλλά γυνή εξ ανδρός. Και γαρ ουκ εκτίσθη ανήρ διά την γυναίκα, αλλά γυνή διά τον άνδρα. ..........Πλήν ούτε ανήρ χωρίς γυναικός, ούτε γυνή χωρίς ανδρός εν Κυρίω», διδάσκει ο Απ. Παύλος. (Α΄Κορινθ. 11, 9-11).
Β΄Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
__________Θειάφι και φωτιά έρριψεν ο Θεός από τον ουρανό και κατέκαψε δύο πόλεις, τα Σόδομα και τα Γόμορρα! Διά του τρόπου αυτού άπαξ διά παντός έδειξε την αγανάκτησή Του για τους οπαδούς της ανωμάλου σεξουαλικής σχέσεως!
________Ιδού, λοιπόν, η σχετική διήγηση.
ΣΟΔΟΜΑ ΚΑΙ ΓΟΜΟΡΡΑ
Η ΔΙΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
(Γένεσις, κεφ. 19, στ. 1-29).
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
"1 Οι δύο άγγελοι έφτασαν στα Σόδομα το βράδυ, και ο Λωτ καθόταν στη πύλη της πόλης. Μόλις τους είδε, σηκώθηκε να τους προϋπαντήσει και τους προσκύνησε, πέφτοντας με το πρόσωπο στη γη,
2 «Παρακαλώ, κύριοί μου, τους είπε, «ελάτε στο σπίτι του δούλου σας να περάσετε τη νύχτα. Να πλύνετε τα πόδια σας, και το πρωί σηκώνεστε και συνεχίζετε το δρόμο σας». Εκείνοι απάντησαν: « Όχι, θα περάσουμε τη νύχτα έξω».
3 Ο Λωτ όμως επέμενε κι έτσι αποφάσισαν να μείνουν μαζί του και πήγαν σπίτι του. Τους ετοίμασε δείπνο, έψησε άζυμα ψωμιά και έφαγαν.
4 Πριν όμως κοιμηθούν, οι άντρες των Σοδόμων περικύκλωσαν από παντού το σπίτι. Ήταν εκεί όλος ο αντρικός πληθυσμός της πόλης, νέοι και γέροι.
5 Φώναζαν στο Λωτ και του έλεγαν: «Πού είναι εκείνοι οι άνθρωποι που ήρθαν σπίτι σου απόψε; Φέρ’ τους μας έξω, να συνευρεθούμε μαζί τους!»
6 Τότε ο Λωτ βγήκε έξω να τους μιλήσει κι έκλεισε πίσω του την πόρτα.
7 «Σας παρακαλώ αδέρφια μου», τους έλεγε, «μην κάνετε κανένα κακό.
8 Να, έχω δύο κόρες, που δεν έχουν γνωρίσει άντρα. Θα σας τις φέρω, κι εσείς κάντε τους ό,τι σας αρέσει. Μόνο στους ανθρώπους αυτούς μην κάνετε τίποτε. Είναι φιλοξενούμενοί μου κι ήρθαν να προστατευτούν στο σπίτι μου».
9 Εκείνοι όμως φώναζαν: «φύγε από ‘κει!» Και μεταξύ τους έλεγαν: «Ήρθε ένας ξένος και θέλει να μας κρίνει!» «Τώρα θα σου κάνουμε χειρότερα απ’ ό,τι σ’ εκείνους». Και σπρώχνοντας με βία το Λωτ προσπαθούσαν να του σπάσουν την πόρτα.
10 Τότε οι φιλοξενούμενοι άπλωσαν το χέρι τους και τράβηξαν το Λωτ μέσα στο σπίτι και έκλεισαν την πόρτα.
11 και τύφλωσαν όλους όσοι ήταν απ’ έξω, μικρούς και μεγάλους, έτσι που άδικα προσπαθούσαν να βρουν την πόρτα του σπιτιού.
12 Είπαν τότε οι δύο άντρες στο Λωτ: «Ποιόν άλλον έχεις εδώ; Το γαμπρό σου, τους γιους σου και τις κόρες σου και όποιον δικό σου έχεις στην πόλη παρ’ τους από δω πέρα,
13 γιατί θα καταστρέψουμε αυτό τον τόπο. Είναι μεγάλη η κατακραυγή που υψώνεται στον Κύριο ενάντια στους κατοίκους της περιοχής κι ο Κύριος μας έστειλε να καταστρέψουμε τα Γόμορρα».
14 Ο Λωτ πήγε και μίλησε στους γαμπρούς του, που επρόκειτο να παντρευτούν τις θυγατέρες τους και τους είπε: «Σηκωθείτε και φύγετε απ’ δω , γιατί ο Κύριος θα καταστρέψει την πόλη». Αυτό όμως φάνηκε αστείο στους γαμπρούς του.
15 Όταν ξημέρωσε, οι άγγελοι πίεζαν το Λωτ και του έλεγαν: «σήκω, πάρε τη γυναίκα σου και τις δύο σου κόρες, που βρίσκονται εδώ, για να μην καταστραφείς για τις αμαρτίες της πόλης».
16 Κι επειδή καθυστερούσε, οι άντρες τον πήραν από το χέρι, αυτόν, τη γυναίκα του και τις θυγατέρες του και τους έβγαλαν έξω από την πόλη, γιατί τους λυπήθηκε ο Κύριος.
17 Καθώς τους έβγαζαν έξω, είπε ο ένας «φύγε, για να σώσεις την ζωή σου! Μην κοιτάξεις πίσω σου και μη σταθείς πουθενά σε όλη την περιοχή. Τρέξε να σωθείς στα βουνά, για να μην καταστραφείς».
18 Τότε ο Λωτ του είπε: «Σε παρακαλώ, κύριέ μου, μην το κάνεις αυτό!
19 Ξέρω πως ευεργετήθηκα από εσένα και μου έδειξες μεγάλη αγάπη που μου έσωσες τη ζωή. Αλλά εγώ δεν μπορώ να τρέχω στα βουνά. Θα με προλάβει το κακό και θα πεθάνω.
20 Εκεί κοντά είναι εκείνη η πόλη. Άσε με να καταφύγω σ’ αυτήν. Είναι αρκετά ασήμαντη και θα είμαι ασφαλής εκεί».
21 Ο Κύριος του είπε: «θ’ ακούσω κι αυτόν το λόγο σου, και δε θα καταστρέψω την πόλη που λες.
22 Τρέξε να καταφύγεις σ’ αυτήν, γιατί δεν μπορώ να κάνω τίποτε, μέχρις ότου φτάσεις εκεί». Γι’ αυτό ονόμασαν την πόλη εκείνη Σηγώρ.
23 Είχε ανατείλει ο ήλιος όταν ο Λωτ έφτασε στη Σηγώρ.
24 Τότε ο Κύριος άφησε να βρέξει θειάφι και φωτιά στα Σόδομα και τα Γόμορρα από τον ουρανό
25 Οι πόλεις εκείνες και οι κάτοικοί τους καθώς και όλη γύρω η περιοχή και η βλάστησή της καταστράφηκαν.
26 Η γυναίκα όμως του Λωτ κοίταξε πίσω και έγινε στήλη άλατος.
27 Το άλλο πρωί, σηκώθηκε ο Αβραάμ και πήγε στον τόπο όπου είχε συναντηθεί με το Θεό.
28 Κοίταξε προς τα Σόδομα και τα Γόμορρα και σ’ όλη τη γύρω περιοχή και είδε ν΄ ανεβαίνει από τη γη καπνός, σαν να ήτανε καπνός από καμίνι.
29 Όταν ο Θεός κατέστρεψε τις πόλεις της περιοχής, όπου κατοικούσε ο Λωτ, θυμήθηκε τον Αβραάμ και έσωσε τον Λωτ από την καταστροφή».
ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ηλθον δυο ἄγγελοι εἰς Σόδομα ἑσπέρας· Λὼτ δὲ ἐκάθητο παρὰ τὴν πύλην Σοδόμων. ἰδὼν δὲ Λώτ,ἐξανέστη εἰς συνάντησιν αὐτοῖς καὶ προσεκύνησε τῷ προσώπῳ ἐπὶ τὴν γῆν.
2 καὶ εἶπεν· ἰδοὺ κύριοι, ἐκκλίνατε εἰς τὸν οἶκον τοῦ παιδὸς ὑμῶν καὶ καταλύσατε καὶ νίψασθε τοὺς πόδαςὑμῶν, καὶ ὀρθρίσαντες ἀπελεύσεσθε εἰς τὴν ὁδὸν ὑμῶν. καὶ εἶπαν· οὐχί, ἀλλ᾿ ἐν τῇ πλατείᾳ καταλύσομεν.
3 καὶ κατεβιάζετο αὐτούς, καὶ ἐξέκλιναν πρὸς αὐτὸν καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ ἐποίησεν αὐτοῖς πότον, καὶ ἀζύμους ἔπεψεν αὐτοῖς, καὶ ἔφαγον.
4 πρὸ τοῦ κοιμηθῆναι δέ, οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως οἱ Σοδομῖται περικύκλωσαν τὴν οἰκίαν ἀπὸ νεανίσκου ἕως πρεσβυτέρου, ἅπας ὁ λαὸς ἅμα.
5 καὶ ἐξεκαλοῦντο τὸν Λὼτ καὶ ἔλεγον πρὸς αὐτόν· ποῦ εἰσιν οἱ ἄνδρες οἱ εἰσελθόντες πρὸς σὲ τὴν νύκτα;ἐξάγαγε αὐτοὺς πρὸς ἡμᾶς, ἵνα συγγενώμεθα αὐτοῖς.
6 ἐξῆλθε δὲ Λὼτ πρὸς αὐτοὺς πρὸς τὸ πρόθυρον, τὴν δὲ θύραν προσέῳξεν ὀπίσω αὐτοῦ.
7 εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· μηδαμῶς ἀδελφοί, μὴ πονηρεύσησθε.
8 εἰσὶ δέ μοι δύο θυγατέρες, αἳ οὐκ ἔγνωσαν ἄνδρα· ἐξάξω αὐτὰς πρὸς ὑμᾶς, καὶ χρᾶσθε αὐταῖς, καθὰ ἂνἀρέσκῃ ὑμῖν· μόνον εἰς τοὺς ἀνδρας τούτους μὴ ποιήσητε ἄδικον, οὗ εἵνεκεν εἰσῆλθον ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν δοκῶν μου.
9 εἶπαν δὲ αὐτῷ· ἀπόστα ἐκεῖ. εἰσῆλθες παροικεῖν· μὴ καὶ κρίσιν κρίνειν; νῦν οὖν σὲ κακώσωμεν μᾶλλον ἢἐκείνους. καὶ παρεβιάζοντο τὸν ἄνδρα τὸν Λὼτ σφόδρα. καὶ ἤγγισαν συντρίψαι τὴν θύραν.
10 ἐκτείναντες δὲ οἱ ἄνδρες τὰς χεῖρας εἰσεσπάσαντο τὸν Λὼτ πρὸς ἑαυτοὺς εἰς τὸν οἶκον, καὶ τὴν θύραν τοῦ οἴκου ἀπέκλεισαν·
11 τοὺς δὲ ἄνδρας τοὺς ὄντας ἐπὶ τῆς θύρας τοῦ οἴκου ἐπάταξαν ἐν ἀορασίᾳ ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου, καὶπαρελύθησαν ζητοῦντες τὴν θύραν.
12 Εἶπαν δὲ οἱ ἄνδρες ἢ πρὸς Λώτ· εἰσί σοι ὧδε γαμβροὶ ἢ υἱοὶ ἢ θυγατέρες; ἢ εἴτις σοι ἄλλος ἐστὶν ἐν τῇπόλει, ἐξάγαγε ἐκ τοῦ τόπου τούτου·
13 ὅτι ἡμεῖς ἀπόλλυμεν τὸν τόπον τοῦτον, ὅτι ὑψώθη ἡ κραυγὴ αὐτῶν ἔναντι Κυρίου, καὶ ἀπέστειλενἡμᾶς Κύριος ἐκτρίψαι αὐτήν.
14 ἐξῆλθε δὲ Λὼτ καὶ ἐλάλησε πρὸς τοὺς γαμβροὺς αὐτοῦ τοὺς εἰληφότας τὰς θυγατέρας αὐτοῦ καὶ εἶπεν·ἀνάστητε καὶ ἐξέλθετε ἐκ τοῦ τόπου τούτου, ὅτι ἐκτρίβει Κύριος τὴν πόλιν. ἔδοξε δὲ γελοιάζειν ἐναντίον τῶν γαμβρῶν αὐτοῦ.
15 ἡνίκα δὲ ὄρθρος ἐγίνετο, ἐσπούδαζον οἱ ἄγγελοι τὸν Λὼτ λέγοντες· ἀναστὰς λάβε τὴν γυναῖκά σου καὶτὰς δύο θυγατέρας σου, ἃς ἔχεις, καὶ ἔξελθε, ἵνα μὴ καὶ σὺ συναπόλῃ ταῖς ἀνομίαις τῆς πόλεως.
16 καὶ ἐταράχθησαν· καὶ ἐκράτησαν οἱ ἄγγελοι τῆς χειρὸς αὐτοῦ καὶ τῆς χειρὸς τῆς γυναικὸς αὐτοῦ καὶτῶν χειρῶν τῶν δύο θυγατέρων αὐτοῦ, ἐν τῷ φείσασθαι Κύριον αὐτοῦ.
17 καὶ ἐγένετο, ἡνίκα ἐξήγαγον αὐτοὺς ἔξω καὶ εἶπαν· σῴζων σῷζε τὴν σεαυτοῦ ψυχήν· μὴ περιβλέψῃ εἰς τὰ ὀπίσω, μηδὲ στῇς ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ· εἰς τὸ ὄρος σῴζου, μήποτε συμπαραληφθῇς.
18 εἶπε δὲ Λὼτ πρὸς αὐτούς· δέομαι κύριε,
19 ἐπειδὴ εὗρεν ὁ παῖς σου ἔλεος ἐναντίον σου καὶ ἐμεγάλυνας τὴν δικαιοσύνην σου, ὃ ποιεῖς ἐπ᾿ ἐμὲ τοῦζῆν τὴν ψυχήν μου, ἐγὼ δὲ οὐ δυνήσομαι διασωθῆναι εἰς τὸ ὄρος, μήποτε καταλάβῃ με τὰ κακὰ καὶἀποθάνω.
20 ἰδοὺ ἡ πόλις αὕτη ἐγγὺς τοῦ καταφυγεῖν με ἐκεῖ, ἥ ἐστι μικρά, καὶ ἐκεῖ διασωθήσομαι· οὐ μικρά ἐστι; καὶ ζήσεται ἡ ψυχή μου ἕνεκέν σου.
21 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἰδοὺ ἐθαύμασά σου τὸ πρόσωπον καὶ ἐπὶ τῷ ρήματι τούτῳ τοῦ μὴ καταστρέψαι τὴν πόλιν, περὶ ἧς ἐλάλησας·
22 σπεῦσον οὖν τοῦ σωθῆναι ἐκεῖ· οὐ γὰρ δυνήσομαι ποιῆσαι πρᾶγμα, ἕως τοῦ ἐλθεῖν σε ἐκεῖ. διὰ τοῦτοἐκάλεσε τὸ ὄνομα τῆς πόλεως ἐκείνης Σηγώρ.
23 ὁ ἥλιος ἐξῆλθεν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ Λὼτ εἰσῆλθεν εἰς Σηγώρ,
24 καὶ Κύριος ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμορρα θεῖον, καὶ πῦρ παρὰ Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ
25 καὶ κατέστρεψε τὰς πόλεις ταύτας καὶ πᾶσαν τὴν περίχωρον καὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν ταῖς πόλεσι καὶ τὰ ἀνατέλλοντα ἐκ τῆς γῆς. 26 καὶ ἐπέβλεψεν ἡ γυνὴ αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἐγένετο στήληἁλός.
27 ῎Ωρθρισε δὲ ῾Αβραὰμ τῷ πρωΐ εἰς τὸν τόπον, οὗ εἱστήκει ἐναντίον Κυρίου.
28 καὶ ἐπέβλεψεν ἐπὶ πρόσωπον Σοδόμων καὶ Γομόρρας καὶ ἐπὶ πρόσωπον τῆς περιχώρου καὶ εἶδε, καὶἰδοὺ ἀνέβαινε φλὸξ ἐκ τῆς γῆς, ὡσεὶ ἀτμὶς καμίνου.
29 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐκτρίψαι Κύριον πάσας τὰς πόλεις τῆς περιοίκου, ἐμνήσθη ὁ Θεὸς τοῦ ῾Αβραὰμ καὶἐξαπέστειλε τὸν Λὼτ ἐκ μέσου τῆς καταστροφῆς, ἐν τῷ καταστρέψαι Κύριον τὰς πόλεις, ἐν αἷς κατῴκει ἐν αὐταῖς Λώτ.
ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΑΚΟΜΗ:
« 'Ενεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και προσκολληθήσεται πρός την γυναίκα αυτού και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν» ( Γεν. 2,24)
«Ου δύνανται οι άνθρωποι χωρίς γυναικών είναι" (Α΄'Εσδρα 4, 17)
Γ΄ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗ ΝΕΟΛΑΙΑ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΣΤΟ ΑΙΓΙΟ
_______Στην τοπική μας εφημερίδα «ΠΡΩΤΗ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ» (φ. της 11.12.2015. σελ. 11) δημοσιεύεται διαμαρτυρία της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ. Η σχετική είδηση τελειώνει με τα εξής λόγια: «Ελπίζουμε πως η επίσημη τοποθέτηση της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν έχει καμμιά σχέση με την τοποθέτηση-έκτρωμα ενός εκπροσώπου της. Επιφυλασσόμαστε μέχρι αυτό να επιβεβαιωθή».
______Γιά όσους έχουν αγαθή διάθεση και συγχρόνως καλή προαίρεση σήμερα θα τους παρουσιάσουμε τους λόγους της Αγίας Γραφής, της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
Αίγιον, 14 Δεκεμβρίου 2015
+ Ο ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ ΚΑΙ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
Α΄Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
_______«...Γυνή .....δόξα ανδρός εστίν. Ου γαρ εστίν ανήρ εκ γυναικός, αλλά γυνή εξ ανδρός. Και γαρ ουκ εκτίσθη ανήρ διά την γυναίκα, αλλά γυνή διά τον άνδρα. ..........Πλήν ούτε ανήρ χωρίς γυναικός, ούτε γυνή χωρίς ανδρός εν Κυρίω», διδάσκει ο Απ. Παύλος. (Α΄Κορινθ. 11, 9-11).
Β΄Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
__________Θειάφι και φωτιά έρριψεν ο Θεός από τον ουρανό και κατέκαψε δύο πόλεις, τα Σόδομα και τα Γόμορρα! Διά του τρόπου αυτού άπαξ διά παντός έδειξε την αγανάκτησή Του για τους οπαδούς της ανωμάλου σεξουαλικής σχέσεως!
________Ιδού, λοιπόν, η σχετική διήγηση.
ΣΟΔΟΜΑ ΚΑΙ ΓΟΜΟΡΡΑ
Η ΔΙΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
(Γένεσις, κεφ. 19, στ. 1-29).
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
"1 Οι δύο άγγελοι έφτασαν στα Σόδομα το βράδυ, και ο Λωτ καθόταν στη πύλη της πόλης. Μόλις τους είδε, σηκώθηκε να τους προϋπαντήσει και τους προσκύνησε, πέφτοντας με το πρόσωπο στη γη,
2 «Παρακαλώ, κύριοί μου, τους είπε, «ελάτε στο σπίτι του δούλου σας να περάσετε τη νύχτα. Να πλύνετε τα πόδια σας, και το πρωί σηκώνεστε και συνεχίζετε το δρόμο σας». Εκείνοι απάντησαν: « Όχι, θα περάσουμε τη νύχτα έξω».
3 Ο Λωτ όμως επέμενε κι έτσι αποφάσισαν να μείνουν μαζί του και πήγαν σπίτι του. Τους ετοίμασε δείπνο, έψησε άζυμα ψωμιά και έφαγαν.
4 Πριν όμως κοιμηθούν, οι άντρες των Σοδόμων περικύκλωσαν από παντού το σπίτι. Ήταν εκεί όλος ο αντρικός πληθυσμός της πόλης, νέοι και γέροι.
5 Φώναζαν στο Λωτ και του έλεγαν: «Πού είναι εκείνοι οι άνθρωποι που ήρθαν σπίτι σου απόψε; Φέρ’ τους μας έξω, να συνευρεθούμε μαζί τους!»
6 Τότε ο Λωτ βγήκε έξω να τους μιλήσει κι έκλεισε πίσω του την πόρτα.
7 «Σας παρακαλώ αδέρφια μου», τους έλεγε, «μην κάνετε κανένα κακό.
8 Να, έχω δύο κόρες, που δεν έχουν γνωρίσει άντρα. Θα σας τις φέρω, κι εσείς κάντε τους ό,τι σας αρέσει. Μόνο στους ανθρώπους αυτούς μην κάνετε τίποτε. Είναι φιλοξενούμενοί μου κι ήρθαν να προστατευτούν στο σπίτι μου».
9 Εκείνοι όμως φώναζαν: «φύγε από ‘κει!» Και μεταξύ τους έλεγαν: «Ήρθε ένας ξένος και θέλει να μας κρίνει!» «Τώρα θα σου κάνουμε χειρότερα απ’ ό,τι σ’ εκείνους». Και σπρώχνοντας με βία το Λωτ προσπαθούσαν να του σπάσουν την πόρτα.
10 Τότε οι φιλοξενούμενοι άπλωσαν το χέρι τους και τράβηξαν το Λωτ μέσα στο σπίτι και έκλεισαν την πόρτα.
11 και τύφλωσαν όλους όσοι ήταν απ’ έξω, μικρούς και μεγάλους, έτσι που άδικα προσπαθούσαν να βρουν την πόρτα του σπιτιού.
12 Είπαν τότε οι δύο άντρες στο Λωτ: «Ποιόν άλλον έχεις εδώ; Το γαμπρό σου, τους γιους σου και τις κόρες σου και όποιον δικό σου έχεις στην πόλη παρ’ τους από δω πέρα,
13 γιατί θα καταστρέψουμε αυτό τον τόπο. Είναι μεγάλη η κατακραυγή που υψώνεται στον Κύριο ενάντια στους κατοίκους της περιοχής κι ο Κύριος μας έστειλε να καταστρέψουμε τα Γόμορρα».
14 Ο Λωτ πήγε και μίλησε στους γαμπρούς του, που επρόκειτο να παντρευτούν τις θυγατέρες τους και τους είπε: «Σηκωθείτε και φύγετε απ’ δω , γιατί ο Κύριος θα καταστρέψει την πόλη». Αυτό όμως φάνηκε αστείο στους γαμπρούς του.
15 Όταν ξημέρωσε, οι άγγελοι πίεζαν το Λωτ και του έλεγαν: «σήκω, πάρε τη γυναίκα σου και τις δύο σου κόρες, που βρίσκονται εδώ, για να μην καταστραφείς για τις αμαρτίες της πόλης».
16 Κι επειδή καθυστερούσε, οι άντρες τον πήραν από το χέρι, αυτόν, τη γυναίκα του και τις θυγατέρες του και τους έβγαλαν έξω από την πόλη, γιατί τους λυπήθηκε ο Κύριος.
17 Καθώς τους έβγαζαν έξω, είπε ο ένας «φύγε, για να σώσεις την ζωή σου! Μην κοιτάξεις πίσω σου και μη σταθείς πουθενά σε όλη την περιοχή. Τρέξε να σωθείς στα βουνά, για να μην καταστραφείς».
18 Τότε ο Λωτ του είπε: «Σε παρακαλώ, κύριέ μου, μην το κάνεις αυτό!
19 Ξέρω πως ευεργετήθηκα από εσένα και μου έδειξες μεγάλη αγάπη που μου έσωσες τη ζωή. Αλλά εγώ δεν μπορώ να τρέχω στα βουνά. Θα με προλάβει το κακό και θα πεθάνω.
20 Εκεί κοντά είναι εκείνη η πόλη. Άσε με να καταφύγω σ’ αυτήν. Είναι αρκετά ασήμαντη και θα είμαι ασφαλής εκεί».
21 Ο Κύριος του είπε: «θ’ ακούσω κι αυτόν το λόγο σου, και δε θα καταστρέψω την πόλη που λες.
22 Τρέξε να καταφύγεις σ’ αυτήν, γιατί δεν μπορώ να κάνω τίποτε, μέχρις ότου φτάσεις εκεί». Γι’ αυτό ονόμασαν την πόλη εκείνη Σηγώρ.
23 Είχε ανατείλει ο ήλιος όταν ο Λωτ έφτασε στη Σηγώρ.
24 Τότε ο Κύριος άφησε να βρέξει θειάφι και φωτιά στα Σόδομα και τα Γόμορρα από τον ουρανό
25 Οι πόλεις εκείνες και οι κάτοικοί τους καθώς και όλη γύρω η περιοχή και η βλάστησή της καταστράφηκαν.
26 Η γυναίκα όμως του Λωτ κοίταξε πίσω και έγινε στήλη άλατος.
27 Το άλλο πρωί, σηκώθηκε ο Αβραάμ και πήγε στον τόπο όπου είχε συναντηθεί με το Θεό.
28 Κοίταξε προς τα Σόδομα και τα Γόμορρα και σ’ όλη τη γύρω περιοχή και είδε ν΄ ανεβαίνει από τη γη καπνός, σαν να ήτανε καπνός από καμίνι.
29 Όταν ο Θεός κατέστρεψε τις πόλεις της περιοχής, όπου κατοικούσε ο Λωτ, θυμήθηκε τον Αβραάμ και έσωσε τον Λωτ από την καταστροφή».
ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ηλθον δυο ἄγγελοι εἰς Σόδομα ἑσπέρας· Λὼτ δὲ ἐκάθητο παρὰ τὴν πύλην Σοδόμων. ἰδὼν δὲ Λώτ,ἐξανέστη εἰς συνάντησιν αὐτοῖς καὶ προσεκύνησε τῷ προσώπῳ ἐπὶ τὴν γῆν.
2 καὶ εἶπεν· ἰδοὺ κύριοι, ἐκκλίνατε εἰς τὸν οἶκον τοῦ παιδὸς ὑμῶν καὶ καταλύσατε καὶ νίψασθε τοὺς πόδαςὑμῶν, καὶ ὀρθρίσαντες ἀπελεύσεσθε εἰς τὴν ὁδὸν ὑμῶν. καὶ εἶπαν· οὐχί, ἀλλ᾿ ἐν τῇ πλατείᾳ καταλύσομεν.
3 καὶ κατεβιάζετο αὐτούς, καὶ ἐξέκλιναν πρὸς αὐτὸν καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ ἐποίησεν αὐτοῖς πότον, καὶ ἀζύμους ἔπεψεν αὐτοῖς, καὶ ἔφαγον.
4 πρὸ τοῦ κοιμηθῆναι δέ, οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως οἱ Σοδομῖται περικύκλωσαν τὴν οἰκίαν ἀπὸ νεανίσκου ἕως πρεσβυτέρου, ἅπας ὁ λαὸς ἅμα.
5 καὶ ἐξεκαλοῦντο τὸν Λὼτ καὶ ἔλεγον πρὸς αὐτόν· ποῦ εἰσιν οἱ ἄνδρες οἱ εἰσελθόντες πρὸς σὲ τὴν νύκτα;ἐξάγαγε αὐτοὺς πρὸς ἡμᾶς, ἵνα συγγενώμεθα αὐτοῖς.
6 ἐξῆλθε δὲ Λὼτ πρὸς αὐτοὺς πρὸς τὸ πρόθυρον, τὴν δὲ θύραν προσέῳξεν ὀπίσω αὐτοῦ.
7 εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· μηδαμῶς ἀδελφοί, μὴ πονηρεύσησθε.
8 εἰσὶ δέ μοι δύο θυγατέρες, αἳ οὐκ ἔγνωσαν ἄνδρα· ἐξάξω αὐτὰς πρὸς ὑμᾶς, καὶ χρᾶσθε αὐταῖς, καθὰ ἂνἀρέσκῃ ὑμῖν· μόνον εἰς τοὺς ἀνδρας τούτους μὴ ποιήσητε ἄδικον, οὗ εἵνεκεν εἰσῆλθον ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν δοκῶν μου.
9 εἶπαν δὲ αὐτῷ· ἀπόστα ἐκεῖ. εἰσῆλθες παροικεῖν· μὴ καὶ κρίσιν κρίνειν; νῦν οὖν σὲ κακώσωμεν μᾶλλον ἢἐκείνους. καὶ παρεβιάζοντο τὸν ἄνδρα τὸν Λὼτ σφόδρα. καὶ ἤγγισαν συντρίψαι τὴν θύραν.
10 ἐκτείναντες δὲ οἱ ἄνδρες τὰς χεῖρας εἰσεσπάσαντο τὸν Λὼτ πρὸς ἑαυτοὺς εἰς τὸν οἶκον, καὶ τὴν θύραν τοῦ οἴκου ἀπέκλεισαν·
11 τοὺς δὲ ἄνδρας τοὺς ὄντας ἐπὶ τῆς θύρας τοῦ οἴκου ἐπάταξαν ἐν ἀορασίᾳ ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου, καὶπαρελύθησαν ζητοῦντες τὴν θύραν.
12 Εἶπαν δὲ οἱ ἄνδρες ἢ πρὸς Λώτ· εἰσί σοι ὧδε γαμβροὶ ἢ υἱοὶ ἢ θυγατέρες; ἢ εἴτις σοι ἄλλος ἐστὶν ἐν τῇπόλει, ἐξάγαγε ἐκ τοῦ τόπου τούτου·
13 ὅτι ἡμεῖς ἀπόλλυμεν τὸν τόπον τοῦτον, ὅτι ὑψώθη ἡ κραυγὴ αὐτῶν ἔναντι Κυρίου, καὶ ἀπέστειλενἡμᾶς Κύριος ἐκτρίψαι αὐτήν.
14 ἐξῆλθε δὲ Λὼτ καὶ ἐλάλησε πρὸς τοὺς γαμβροὺς αὐτοῦ τοὺς εἰληφότας τὰς θυγατέρας αὐτοῦ καὶ εἶπεν·ἀνάστητε καὶ ἐξέλθετε ἐκ τοῦ τόπου τούτου, ὅτι ἐκτρίβει Κύριος τὴν πόλιν. ἔδοξε δὲ γελοιάζειν ἐναντίον τῶν γαμβρῶν αὐτοῦ.
15 ἡνίκα δὲ ὄρθρος ἐγίνετο, ἐσπούδαζον οἱ ἄγγελοι τὸν Λὼτ λέγοντες· ἀναστὰς λάβε τὴν γυναῖκά σου καὶτὰς δύο θυγατέρας σου, ἃς ἔχεις, καὶ ἔξελθε, ἵνα μὴ καὶ σὺ συναπόλῃ ταῖς ἀνομίαις τῆς πόλεως.
16 καὶ ἐταράχθησαν· καὶ ἐκράτησαν οἱ ἄγγελοι τῆς χειρὸς αὐτοῦ καὶ τῆς χειρὸς τῆς γυναικὸς αὐτοῦ καὶτῶν χειρῶν τῶν δύο θυγατέρων αὐτοῦ, ἐν τῷ φείσασθαι Κύριον αὐτοῦ.
17 καὶ ἐγένετο, ἡνίκα ἐξήγαγον αὐτοὺς ἔξω καὶ εἶπαν· σῴζων σῷζε τὴν σεαυτοῦ ψυχήν· μὴ περιβλέψῃ εἰς τὰ ὀπίσω, μηδὲ στῇς ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ· εἰς τὸ ὄρος σῴζου, μήποτε συμπαραληφθῇς.
18 εἶπε δὲ Λὼτ πρὸς αὐτούς· δέομαι κύριε,
19 ἐπειδὴ εὗρεν ὁ παῖς σου ἔλεος ἐναντίον σου καὶ ἐμεγάλυνας τὴν δικαιοσύνην σου, ὃ ποιεῖς ἐπ᾿ ἐμὲ τοῦζῆν τὴν ψυχήν μου, ἐγὼ δὲ οὐ δυνήσομαι διασωθῆναι εἰς τὸ ὄρος, μήποτε καταλάβῃ με τὰ κακὰ καὶἀποθάνω.
20 ἰδοὺ ἡ πόλις αὕτη ἐγγὺς τοῦ καταφυγεῖν με ἐκεῖ, ἥ ἐστι μικρά, καὶ ἐκεῖ διασωθήσομαι· οὐ μικρά ἐστι; καὶ ζήσεται ἡ ψυχή μου ἕνεκέν σου.
21 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἰδοὺ ἐθαύμασά σου τὸ πρόσωπον καὶ ἐπὶ τῷ ρήματι τούτῳ τοῦ μὴ καταστρέψαι τὴν πόλιν, περὶ ἧς ἐλάλησας·
22 σπεῦσον οὖν τοῦ σωθῆναι ἐκεῖ· οὐ γὰρ δυνήσομαι ποιῆσαι πρᾶγμα, ἕως τοῦ ἐλθεῖν σε ἐκεῖ. διὰ τοῦτοἐκάλεσε τὸ ὄνομα τῆς πόλεως ἐκείνης Σηγώρ.
23 ὁ ἥλιος ἐξῆλθεν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ Λὼτ εἰσῆλθεν εἰς Σηγώρ,
24 καὶ Κύριος ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμορρα θεῖον, καὶ πῦρ παρὰ Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ
25 καὶ κατέστρεψε τὰς πόλεις ταύτας καὶ πᾶσαν τὴν περίχωρον καὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν ταῖς πόλεσι καὶ τὰ ἀνατέλλοντα ἐκ τῆς γῆς. 26 καὶ ἐπέβλεψεν ἡ γυνὴ αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἐγένετο στήληἁλός.
27 ῎Ωρθρισε δὲ ῾Αβραὰμ τῷ πρωΐ εἰς τὸν τόπον, οὗ εἱστήκει ἐναντίον Κυρίου.
28 καὶ ἐπέβλεψεν ἐπὶ πρόσωπον Σοδόμων καὶ Γομόρρας καὶ ἐπὶ πρόσωπον τῆς περιχώρου καὶ εἶδε, καὶἰδοὺ ἀνέβαινε φλὸξ ἐκ τῆς γῆς, ὡσεὶ ἀτμὶς καμίνου.
29 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐκτρίψαι Κύριον πάσας τὰς πόλεις τῆς περιοίκου, ἐμνήσθη ὁ Θεὸς τοῦ ῾Αβραὰμ καὶἐξαπέστειλε τὸν Λὼτ ἐκ μέσου τῆς καταστροφῆς, ἐν τῷ καταστρέψαι Κύριον τὰς πόλεις, ἐν αἷς κατῴκει ἐν αὐταῖς Λώτ.
ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΑΚΟΜΗ:
« 'Ενεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και προσκολληθήσεται πρός την γυναίκα αυτού και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν» ( Γεν. 2,24)
«Ου δύνανται οι άνθρωποι χωρίς γυναικών είναι" (Α΄'Εσδρα 4, 17)
Γ΄ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗ ΝΕΟΛΑΙΑ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΣΤΟ ΑΙΓΙΟ
_______Στην τοπική μας εφημερίδα «ΠΡΩΤΗ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ» (φ. της 11.12.2015. σελ. 11) δημοσιεύεται διαμαρτυρία της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ. Η σχετική είδηση τελειώνει με τα εξής λόγια: «Ελπίζουμε πως η επίσημη τοποθέτηση της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν έχει καμμιά σχέση με την τοποθέτηση-έκτρωμα ενός εκπροσώπου της. Επιφυλασσόμαστε μέχρι αυτό να επιβεβαιωθή».
_______Παρακαλούμε, λοιπόν, τους νεολαίους αυτούς να ανατρέξουν στο υπ΄αριθμ. Πρωτ. 2813/Διεκπ.1322/12 Ιουνίου 2015 έγγραφο της Ιεράς Συνόδου πρός τόν καθ' ύλην αρμόδιο Υπουργό της Δικαιοσύνης κλπ. κ. Νικόλαο Παρασκευόπουλο. Εκεί μεταξύ άλλων αναγράφονται και τα εξής:
«Η Ιερά Σύνοδος επιθυμεί να επαναλάβει και να καταστησει σαφές, όπως είχε πράξει κατά τήν αρχική νομοθέτηση του συμφώνου το 2008, ότι διαφωνεί συνολικώς με το σύμφωνο συμβιώσεως» εν γένει και καθ' εαυτό......Τα παραπάνω χαρακτηριστικά παρέχουν τις ενδείξεις του αυτοκατσταστροφικού μοντέλου ζωής, που εισηγείται το "σύμφωνο συμβίωσης"».