MENU

Η ψυχολογική κατάσταση των Ελλήνων πριν αρχίσει η Επανάσταση

Την εποχή εκείνη μεγάλη ήταν η συγκίνηση των κατοίκων από τις φήμες και τις διαδόσεις που κυκλοφορούσαν
μήνες τώρα
στις ελληνικές χώρες και ιδίως στην Πελοπόννησο, όπου οι απόστολοι είχαν εργαστεί εντατικότερα. Οι Πελοποννήσιοι είχαν αρχίσει να διαποτίζονται βαθμιαία και ανεπαίσθητα με τη χαρακτηριστική εκείνη ψυχολογία των επαναστατικών όχλων. Ευαίσθητος δέκτης και πομπός είχε γίνει η ψυχή τους.

Έτσι, μήνες πριν από την εξέγερση των Ελλήνων, οργίαζαν ένα σωρό διαδόσεις για μεγαλειώδη σχέδια των επαναστατών της Κωνσταντινούπολης, ότι θα σκότωναν το σουλτάνο, θα έκαιγαν το στόλο του κλπ. Οι διαδόσεις αυτές είχαν αληθινό πυρήνα, το πραγματικά ριψοκίνδυνο σχέδιο των φιλικών. Το σχέδιο αυτό, που είχε ματαιωθεί, είχε γίνει πια κτήμα και παιχνίδι της λαϊκής φαντασίας. Δεν υπήρχαν πια μυστικά σχέδια των φιλικών. Όλα είχαν φανερωθεί και γίνει θέματα των καθημερινών συζητήσεων ως τα απόμακρα ακόμη χωριά. Η ασυγκράτητη γλώσσα των αποστόλων και η θερμή φαντασία και φλυαρία του μεσημβρινού λαού είχαν δουλέψει καλά.

Αλλά και άλλες φοβερά εξογκωμένες ή και απόλυτα ψεύτικες φήμες κυκλοφορούσαν, ότι δήθεν ο δείνα είδε τη μεγάλη στρατιωτική ετοιμασία στην Πελοπόννησο, ότι οι επαναστάτες κατέχουν τη Μάνη κ.ά. Χαρακτηριστικό της ψυχολογίας των ελληνικών όχλων είναι όσα έγραφε ο αγωνιστής Φωτάκος· «Τα διάφορα ταύτα σπερμολογήματα, τα οποία κατά πρώτος ελέγοντο από ανθρώπου εις άνθρωπον και από συναθροίσεως εις συνάθροισιν, διεδίδοντo έπειτα εις όλην την ελληνικήν φυλήν και εγίνοντο πιστευτά όχι μόνον εις όλους τους άλλους, αλλά και εις εκείνους ακόμη, οι οποίοι τα επρωτοέλεγαν, διότι επεθύμουν την επανάστασιν, και ούτω εκυκλοφόρουν διάφορα ενθουσιαστικά και ηρωικά σχέδια, τα οποία εστραγγάλιζαν την εθνικήν φιλοτιμίαν, έως ότου είδαν την ιδέαν να περπατεί και ούτως οι Έλληνες επίστευσαν ως άφευκτον την επιτυχίαν της ελευθερίας των». Οι ίδιοι δηλαδή οι διαδοσίες πάθαιναν αυθυποβολή, φαινόμενο συχνό στον ευφάνταστο ελληνικό λαό.


Είχε καταντήσει, ώστε οι Έλληνες να βρίσκονται σε μια κατάσταση εντατικής αναμονής και προσδοκίας, που ήταν η ευνοϊκότερη προετοιμασία για τη δεκτικότητα και τη βαθμιαία ενστάλλαξη των σχετικών με τη μελλοντική εξέγερσή τους φημών, ειδήσεων και ιδεών. Τελικά πίστευαν ό, τι άκουγαν για την ελευθερία τους. Η λέξη «απίθανο» δεν υπήρχε γι’ αυτούς. Πίστευαν τυφλά στην αόρατη Αρχή και τα λόγια των αποστόλων της τα δέχονταν σα θέσφατα. Έτσι οι Έλληνες, ιδίως της Πελοποννήσου, απέκτησαν τη χαρακτηριστική εκείνη ψυχολογία των επαναστατικών μαζών. Τόσος ήταν ο ενθουσιασμός και η σύγχυσή τους, «ώστε και μυρίας γλώσσας δημοσθενικάς αν είχε τις», για να χαλιναγωγήσει την ορμή τους, όχι μόνο κοπίαζε άδικα, αλλά κινδύνευε και η ζωή του, γιατί τον θεωρούσαν «τουρκόφρονα» ή «τουρκολάτρη». Τέτοιο κίνδυνο είχαν προ πάντων οι πρόκριτοι και οι ανώτεροι κληρικοί, γιατί αυτοί ήταν διστακτικοί και σαν εκπρόσωποι των επαρχιών ερχόμενοι σε συχνή επαφή με τους Τούρκους γίνονταν ύποπτοι.

Οι αλλεπάλληλες φτερωτές φήμες ακολουθώντας μεγάλους ή μικρούς δρόμους και μονοπάτια έφτανα με γρηγοράδα σε πόλεις, κωμοπόλεις και σε απομονωμένα χωριά, τα μετέβαλλαν σε κέντρα ζυμώσεων και αναβρασμού και μεγάλωναν ακόμη περισσότερο τον ερεθισμό των πνευμάτων. Έτσι κυκλοφορούσαν παντού φήμες ότι η Βλαχία, Μολδαβία, Σερβία και Βουλγαρία είναι έτοιμες καθ’ όλα και θ’ αρχίσουν ταυτόχρονα τον αγώνα για την ανεξαρτησίας τους, ότι ο Υψηλάντης θα κατεβεί από την Τεργέστη στην Πελοπόννησο για να απελευθερώσει το έθνος, ότι η Ρωσία θα βοηθήσει με μεγάλες δυνάμεις τους ομοδόξους τους κ.ά. «Ταύτα και τοιαύτα εσάλευαν τας φρένας των απλουστέρων», ενώ οι πρόκριτοι των μεγάλων πόλεων της οθωμανικής αυτοκρατορίας έτρεμαν ακούοντας τις διαδόσεις και βλέποντας την ορμητική φορά των πραγμάτων προς τη σύγκρουση και ρπος τη μεγάλη δοκιμασία του έθνους.

Στην Πελοπόννησο το μίσος των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων μεγάλωνε μέρα με τη μέρα και ο αναβρασμός τους είχε αρχίσει να γίνεται αντιληπτός. Γι’ αυτό το λόγο, όσοι πρόκριτοι πήραν μέρος στη μυστικοσυνέλευση της Βοστίτσας γνωστοποίησαν στους κατοίκους να πάψουν τις επαναστατικές αλληλογραφίες και τα κρυφοψυθιρίσματα και να κινηθούν τότε μόνον, όταν ειδοποιηθούν από ειδικό απεσταλμένο. Κατά τα μέσα Φεβρουαρίου τα μέλη άλλης τοπικής συσκέψεως στην Καλαμάτα συμβουλεύουν τα ίδια: «να σβησθεί και αποσιωποιηθεί, ει δυνατόν, κατ’ εκείνην την εποχήν ο ενθουσιασμός των Ελλήνων και εξαλειφθεί από τας κεφαλάς των Οθωμανών κάθε υποψία, και εις άλλον αρμοδιώτερον καιρόν να κινηθεί το πράγμα με περισσότερην φρόνησιν και δραστηριότητα». Και ο ίδιος ακόμα ο Παπαφλέσσας φαίνεται να έχει τύψεις την εποχή εκείνη για την ευθύνη στη δημιουργία της ατμόσφαιρας αυτής και είναι γεμάτος απελπισία μη έχοντας καμία είδηση από την Υψηλάντη (βλ. επιστολή του 22-2-1821 προς τον Ξάνθο): «Θαυμάζω πόθεν έρχεται η βραδύτης του πρίγκιπος Αλ. Υψηλάντη και δεν εφάνη μέχρι τούδε εις Πελοπόννησον, περιμενόμενος προ πολλού, καθώς υπεσχέθη και διέταξε εις το Ισμαήλ. Εγώ εξετέλεσα τας διαταγάς ατού…το παν των εργασιών μας επληρώθη… Φίλε! Ο καιρός παρέρχεται και δεν προσμένει την ειδικήν μου ή την ειδικήν σου αργοπορίαν. Η υπόθεσις αύτη καθώς ηξεύρεις χρειάζεται τάχος, ότι επιφέρει ζημίαν εις την υπόθεσιν η βραδύτης και η αμέλειά του… Δια τους οικτιρμούς του Θεού επιταχύνατε να έλθει ο σεβαστός πρίγκηψ διότι αν παρέλθει εις μην και δεν φανεί, οι εχθροί ως υποπτεύοντες δύνανται να βλάψουν τους Έλληνες ανεπαισθήτως και τότε η αμαρτία ας είναι εις τον λαιμόν σας…». Τώρα όμως τα πράγματα ακολουθούν το δρόμο τους. Τίποτε πια δε μπορεί να συγκρατήσει τους Έλληνες.

Οι φήμες εξάπτουν κάθε μέρα και περισσότερο τα πνεύματα των Ελλήνων: κατά τα τέλη Φεβρουαρίου 1821 βούιζαν στην Πελοπόννησο, με μεγαλύτερη κάθε μέρα ένταση, ακούσματα ότι άρχισε η επανάσταση, ότι παντού οι Έλληνες είναι γεμάτοι χαρά, γιατί ελπίζουν ότι οι Τούρκοι θα χαθούν σε μια στιγμή, ότι είναι πεθαμένοι από το φόβο τους κ.ά. Οι διαδόσεις αυτές είναι χαρακτηριστικά προμηνύματα της επαναστατικής θύελλας που έρχεται. Κυριότερη πηγή των συνταρακτικών ειδήσεων και διαδόσεων πρέπει να θεωρηθεί ο απεριόριστα ενθουσιώδης και αισιόδοξος Γρηγ. Δικαίος, που αναστάτωνε τα μυαλά των Πελοποννησίων διακηρύσσοντας ότι είναι προσωρινός αντιπρόσωπος του Υψηλάντη, ότι η μέρα της κήρυξης του κινήματος έχει οριστεί παντού θετικά για την 25 Μαρτίου, ότι την ίδια μέρα πυρπολείται ο τουρκικός στόλος κ.ά. Αλλά και άλλοι φιλικοί διαφήμιζαν τα ίδια ή και άλλα, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς και ο Αναγνωσταράς. Πόσοι όμως ανώνυμοι ευφάνταστοι άνθρωποι του λαού δεν θα αλλοίωσαν τους αρχικούς πυρήνες των διαδόσεων ή δε θα έπλασαν και οι ίδιοι καινούργιες, καθαρά αποκυήματα της φαντασίας τους!

Η προπαγάνδα αυτή των φιλικών – γιατί για καθαρή προπαγάνδα επρόκειτο – αν και δε γίνεται σήμερα, πρέπει να ομολογηθεί ότι είχε τεράστια απήχηση στις ψυχές των Ελλήνων, γιατί ανταποκρινόταν απόλυτα στους πόθους τους. Γι’ αυτό οι φιλικοί δε βρήκαν καμιά δυσκολία να διαδώσουν και να κάνουν πιστευτά πράγματα πολλές φορές απίθανα και γενικά να κινήσουν τους Έλληνες ταχύτατα προς τη δράση, προς την επανάσταση. Και ο απλός στα ήθη Φωτάκος, που ήταν αδύνατο βέβαια να εισδύσει στην ψυχολογία των μαζών, γράφει ύστερ’ από μισόν αιώνα, ότι ο Θεός, φαίνεται, «είχε μεθύσει τους ανθρώπους δια να πιστεύουν τα ψεύματα ως αληθινά· και εάν συλλωγισθώμεν τώρα ανθρωπίνως, η αρχή με τα ψεύματα ήρχισε, και με ψεύματα ετελείωσε και εις τα ψεύματα ακόμη είμεθα». Όσο προχωρούμε μάλιστα προς την έκρηξή της, η συχνότητα και η ένταση των διαδόσεων είναι τρανή πια απόδειξη των κοινών πόθων και της διαμορφωμένης ομαδικής ψυχής των Ελλήνων. Όλοι αποτελούν ένα κοινό σώμα ολοκληρωμένο, που είναι υποταγμένο σε μια σκέψη, σε μια ιδέα, στην απελευθέρωση της χώρας. Τα μέλη του σώματος αυτού έχουν τη μεγαλύτερη δυνατή ψυχική επαφή και επικοινωνία. Η ανταλλαγή των σκέψεων και των ιδεών τους γίνεται με αστραπιαία ταχύτητα. Έτσι ωρίμασε η επαναστατική ιδέα και οι σκλάβοι μεταμορφώθηκαν βαθμιαία σε επαναστατικές μάζες. Αν δεν παρακολουθήσουμε την ψυχική αυτή εξέλιξη και μεταμόρφωση των Ελλήνων, ποτέ δε θα μπορέσουμε να τους πλησιάσουμε και να εννοήσουμε τις κρυφές, τις μυστικές δυνάμεις, που τους χάρισαν την τόλμη και την ανδρεία, την επιμονή και την αυτοθυσία. Επομένως αν το έργο των φιλικών στην υλική οργάνωση του κινήματος ήταν ασήμαντο, τεράστιο ήταν στην ψυχολογική προετοιμασία του.

Απ. Βακαλόπουλου. Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Τόμος 5, σελ.321-325

Γιάννης Φαίλτωρ