Γράφει ο Νίκος Χειλαδάκης.Εδώ και διακόσια περίπου χρόνια κυκλοφορούσε στο Άγιο Όρος η φήμη για την ύπαρξη των
αόρατων μοναχών, ή γυμνοί ασκητές, ή αόρατοι ασκητές, ή θαυματουργοί ασκητές, ασκητές που εμφανίζονται όποτε και όπου θέλουν.
Οι μοναχοί αυτοί είναι Έλληνες, ζούνε από το τίποτα με τις πιο δύσκολες συνθήκες, καλόγεροι που χάνονται στο βάθος του χρόνου, που έχουν το μυστήριο και την θεία χάρη να τους συνοδεύει σε όλη τους την ζωή, που τρέφονται όπως τα περιστέρια του ουρανού από την θεία ευσπλαχνία, που έχουν την δύναμη να διαβάζουν τον προσκυνητή και να ξέρουν περισσότερο γι’ αυτόν από ότι οι ίδιος γνωρίζει για τον εαυτό του, όπως αναφέρετε είναι : «Μια ομάδα ασκητών τον αριθμό επτά, η δώδεκα, η εννέα, που ζουν με άκρα άσκηση με μοναδικό έργο την αδιάλειπτον προσευχή υπέρ όλου του κόσμου. Έχουν λάβει ειδική χάρη από τον Κύριο να ζουν άοικοι και γυμνοί, να είναι αόρατοι από τους οφθαλμούς των ανθρώπων.»
Σύμφωνα με την παράδοση αυτοί οι δώδεκα, η επτά ερημίτες, μοναχοί, Άγιοι Έλληνες, θα επιτελέσουν την τελευταία θεία λειτουργία στην κορυφή του Άθωνα, στον ναό της Μεταμορφώσεως που βρίσκεται στην περιοχή αυτή. Αυτοί οι αόρατοι μοναχοί της έσχατης γενιάς, δεν θα γευτούν τον φυσικό θάνατο αλλά θα μεταμορφωθούν, δηλαδή θα αλλάξουν μορφή και τα σώματα τους θα γίνουν άφθαρτα και αθάνατα όπως όλων των ευρισκομένων εν ζωή ανθρώπων.
Ο τίτλος αυτός, δηλαδή αόρατοι μοναχοί, ή αόρατοι ερημίτες, έχει δυο έννοιες και δυο ερμηνείες. Η μια εις το ότι οι ερημίτες αυτοί έχουν την μυστηριώδη χάρη από τον Θεό να είναι αόρατοι και να ζουν μυστηριώδη ζωή και η άλλη εις το ότι οι ερημίτες αυτοί του Άθωνα είναι αφανείς και αόρατοι από τους ανθρώπους, δια το λόγον ότι είναι κρυμμένοι και οι τόποι που κατοικούν είναι τόσο απόμεροι και απρόσιτοι που είναι σχεδόν παντελώς αδύνατον να τους συναντήσουν ή έστω να τούς αντικρύσουν οι άνθρωποι. Τις νύχτες αγρυπνούν προσευχόμενοι όρθιοι και για να μην νυστάξουν και πέσουν κάτω μετά τις μεσονύκτιες ώρες που αποκάμνουν, στηρίζονται με σχοινιά δεμένοι από τις μασχάλες και κρέμονται από δοκάρια. Όταν πεθάνει κάποιος από αυτούς, έρχονται σε επαφή με κάποιον άλλον ενάρετο από τους αγιορείτες μοναχούς, ο οποίος προσφεύγει κοντά τους με θαυμαστό τρόπο και γίνονται πάλι εφτά.
Υπάρχει μια περιοχή του Αγίου Όρους που εκτείνεται στο νότιο άκρο από την Σκήτη μικρά Αγία Άννα μέχρι την Σκήτη της Γλώσσας, ή Προβατάς, μια πολύ μεγάλη έκταση γεμάτη δέντρα και πυκνά δάση. Αυτή η περιοχή λέγετε έρημος του Άθω. Σε αυτή την περιοχή λέγετε ότι ζούνε εδώ και αιώνες οι αόρατοι μοναχοί. Όπως αναφέρετε, κατά καιρούς κάνουν την εμφάνιση τους σε πολύ λίγους κατοίκους της περιοχής αυτής, σεβάσμιοι στην όψη αποσκελετωμένοι ασκητές. Κατά κοινή ομολογία είναι τελείως γυμνοί από ενδύματα υλικά, αλλά καλύπτονται από την χάρη του θεού.
Μια πρώτη πολύ γνωστή μαρτυρία γι’ αυτό το θέμα υπήρξε σε ένα αγιορείτικο περιοδικό που κυκλοφορούσε προπολεμικά με τον τίτλο, «Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη». Στο περιοδικό αυτό που κυκλοφορούσε από το 1930 μέχρι το 1938, ένας γιατρός, ο Σπυρίδων, μετέπειτα μεγαλόσχημος μοναχός Αθανάσιος Καμπανάου, αδελφός τις Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, έγραψε για πρώτη φορά για τους γυμνούς και χωρίς κατοικία αυτούς μοναχούς ότι : «πολλά πράγματα γνωρίζει το τα απάντα εφορών όμμα περί δεν των αοίκων που βρίσκονται στα Κρύα Νερά τι να είπω, το πανέφορον όμμα ξέρει την πολιτεία τους».
Κάποιος άλλος πατέρας, ο πατήρ Γεράσιμος ή μοναχός Μενάγιας, χημικός στην κοσμική του ζωή που στη συνέχεια παράτησε καριέρες και επιστημονικές έρευνες και έγινε ησυχαστής και κάτοικος της ερήμου του Αγίου Βασιλείου, είχε αδελφική φιλία με τον γιατρό της Λαύρας, Αθανάσιο Καμπανάου. Όταν είδε να δημοσιεύει αυτά τα πράγματα στο περιοδικό «Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη», τον βρήκε και του έκανε σύσταση και παρατήρηση να μην κάνει τέτοιες δημοσιεύσεις και να μην γράφει πράγματα αμάρτυρα τα οποία πιθανόν να προκαλέσουν δυσπιστίες και γέλωτες σε βάρος της μοναχική πολιτείας του Αγίου Όρους.
Στις παρατηρήσεις αυτές, ο γιατρός πατήρ Αθανάσιος απάντησε με το γνωστό ήρεμο ύφος του : «-Καλέ μου άνθρωπε και αγαπητέ μου αδελφέ, δεν μπορώ να μην γράψω και να μην δημοσιεύσω αυτά τα οποία ήρθε αυτόπτης μάρτυρας και μου είπε ότι ήθελε να δημοσιευτούν γιατί θα άρρωστήσω και θα πεθάνω». Ο ανθρώπους αυτός ήταν ο Γέρων Αντώνιος από τον Άγιον Πέτρο. Στον άνθρωπο αυτό οι αόρατοι ασκητές είχαν εμφανιστεί και του ζήτησαν να πάει και να πει στον γιατρό ότι σε λίγο θα αρρωστήσει και θα πεθάνει και γι αυτό θα πρέπει να ετοιμαστεί. Και πράγματι ο Γέρο Αντώνιος πήγε και αφού συνάντησε τον γιατρό του είπε αυτά που του είχαν πει οι αόρατοι ασκητές. Στη συνέχεια του έδειξε ένα σταυρό ξύλινο τον οποίο του τον είχαν δώσει οι ασκητές. Σε αυτόν τον σταυρό επάνω ήταν σκαλισμένα τα γράμματα «Μακάριος Ιερομόναχος». Μετά από λίγο καιρό ο γιατρός πατήρ Αθανάσιος, αρρώστησε βαριά και κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο, (+1940), αφού πρώτα όμως αποκάλυψε και δημοσίευσε την αλήθεια, ότι υπάρχουν και περιφέρονται από τόπο εις τόπο στην Έρημο του Άθω, οι άγιοι αυτοί Ασκητές και Μοναχοί.
Ο ιερομόναχος Αθανάσιος Σιμονοπετρίτης βρίσκεται εδώ και πολλά χρόνια στο Άγιο Όρος και ήδη από την δεκαετία του εβδομήντα είχε γνωρίσει τον πάτερ Παΐσιο. Τότε ήταν αρχιγραμματέας της Ιεράς Κοινότητας και κάθε απόγευμα συνήθιζε να κατεβαίνει στο κελί του πατέρα Παΐσου με τον οποίο είχε πολλές και ενδιαφέρουσες συνομιλίες. Σε μια από αυτές τις συναντήσεις με τον γέροντα έγινε μεταξύ τους η παρακάτω ενδιαφέρουσα συζήτηση. Συγκεκριμένα, όπως διηγείται ο πατήρ Αθανάσιος, «Μια φορά το 1978, την ημέρα μετά του Πάσχα, πήγα με ένα φωτογράφο στον πατέρα Παΐσιο. Ήταν μόνος του και χάρηκε πολύ που μας είδε. –Έβαψα αυγά, είπε και δεν είχα πελατεία, ελάτε να κεραστείτε. Την περίοδο εκείνη ο γέροντας Παΐσιος δεν ήταν ακόμα πολύ γνωστός. Αφού καθίσαμε και συζητήσαμε, πριν σκοτεινιάσει του ζήτησα ευλογία και του είπα -Άντε γέροντα να πηγαίνουμε πριν σκοτεινιάσει γιατί δεν έχουμε φακό και μπορεί να χτυπήσουμε κάπου. Αυτός τότε μου είπε -Καθίστε λίγο ακόμα, έκανα αμάν να δω κάποιον επισκέπτη. Βέβαια δεν είχε ανάγκη από επισκέπτες ο γέροντας.
Καθίσαμε πάλι και τότε τον ρώτησα, (όπου Α ο πατήρ Αθανάσιος όπου Π ο πατήρ Παΐσιος), Α–Γέροντα πήγα προχτές στην Αγία Άννα και στην μικρή Αγία Άννα και άκουσα να λένε εκεί για τους γυμνούς ασκητές, Π–Ε, τι θες να σου πω ; Α-Ε γέροντα υπάρχουν ή δεν υπάρχουν ; Π-Εσύ τι λες υπάρχουν ; Α-Ε γέροντα αφού υπήρχαν παλιά γιατί να μην υπάρχουν και σήμερα ; Σκέφτηκε λιγάκι και μετά μου είπε, Π– Όταν σε ρωτάνε να λες πως υπάρχουν. Α-Πόσοι είναι γέροντα ; Στην αγία Άννα άκουσα πως είναι δώδεκα στην μικρή αγία Άννα ότι είναι εννέα. Π-Δεν είναι ούτε δώδεκα ούτε εννέα. Α-Ε πόσοι είναι ; Π–Εφτά. Α-Και που βρίσκονται ; Π -Γυρίζουν στον Άθωνα. Α-Και πως συμπληρώνεται ο αριθμός τους όταν κάποιος πεθάνει ; Π-Ξερόυν αυτοί. Όταν κάποιος πεθάνει ξέρουν που θα βρούνε τον κατάλληλο που μπορεί αν αντέξει τις ασκήσεις τους και τον παίρνουν μαζί τους. Α-Και μπορεί να τους δει ο καθένας ; Π-Α όχι! Έχουν την χάρη να κάνουν προσευχή και να γίνονται αόρατοι. Μπορεί να είναι μπροστά σου και εσύ να μην τους βλέπεις.
Α, Αυτό πράγματι είναι αλήθεια. Εγώ έχω τέσσερις μαρτυρίες από προσκυνητές που δεν έβλεπαν τον πατέρα Παΐσιο ενώ εκείνος ήταν δίπλα τους και τους εμφανίστηκε τελείως ξαφνικά από το πουθενά. Α-Θέλω να μου πεις τι τρώνε. Π -Δύσκολο για τον θεό είναι να τους ταΐσει ; Αυτοί βρίσκονται γυμνοί στα χιόνια το τι τρώνε είναι το λιγότερο. Άντε τώρα πρέπει να φύγετε. Α-Να σε ρωτήσω κάτι τελευταίο. Π-Ε άντε λέγε. Α-Εσύ τους έχει δει, τους γνωρίζεις ; Π- Ε ευλογημένε τι περιέργεια είναι αυτή ; Α-Κοίταξε γέροντα μπορεί να πεθάνω εγώ πρώτος, ή μπορεί να πεθάνεις εσύ πρώτος. Αν πεθάνω εγώ δεν θα υπάρχει κάποιος να λέει ότι ο πατέρας Παΐσιος τους ξέρει, αν εσύ πεθάνεις πρώτος, το παίρνεις μαζί σου. Γέλασε. Π-Κοίταξε να σου πω, ξερώ μόνο τους τέσσερις. Κάθε πέντε χρόνια έχω ραντεβού. Να, σε λίγο καιρό θα έρθει κάποιος παπάς Σεραφείμ να κουβεντιάσουμε. Αλλά κοίταξε, είπε κοιτάζοντας κάπου αφηρημένα. –Υπάρχει μεγαλύτερη κατάσταση στο άγιο Όρος. Α-Μεγαλύτερη ; τι μεγαλύτερη ; Π-Θες να σου πω τώρα ; θα σου στρίψει η βίδα σου και θα καταλήξεις στον Λεμπέτη.
Σε μια άλλη μαρτυρία του ιδίου του πατρός Παϊσίου που ανέφερε στα βιβλία του, λέει πως το 1950 όταν ο Γέρνοντας Παΐσιος είχε πάει στο Άγιο Όρος για πρώτη φορά γυρνούσε στα μοναστήρια και στις Σκήτες του Άθωνα για να βρει αγίους και ενάρετους Μοναχούς και Ασκητές και να ωφεληθεί πνευματικά και για να υποταχτεί σε κάποιον από αυτούς. Μια μέρα πεζοπορώντας από την Σκήτη των Καυσοκαλυβίων για να πάει στην Σκήτη της Αγίας Άννας, έχασε τον δρόμο του και μετά την Κερασιά αντί να πάει ίσια στο μονοπάτι, εκεί που είναι η διασταύρωση και η βρύση, έστριψε δεξιά προς το ανηφορικό μονοπάτι που οδηγεί προς τον Άθωνα.
Όταν περπάτησε αρκετά και κατάλαβε ότι χάθηκε διότι είχε αρχίσει να ανεβαίνει πολύ ψηλά, ανησύχησε για το τι πρέπει να κάνει. Κάθισε τότε και προσευχήθηκε στην Παναγία για να τον βοηθήσει να βρει τον δρόμο του προς την Αγία Άννα. Εκεί που διαλογίζονταν και προσεύχονταν βλέπει ξαφνικά ένα άγνωστο αναχώρητή ο οποίος τον πλησίασε και του λέγει. –Δεν είναι αυτός ο δρόμος που οδηγεί στην Αγία Άννα. Να πας κάτω αρκετά εκεί που βρήκες την διασταύρωση που είναι το νερό και να πάρεις το μονοπάτι στα δεξιά σου και θα σε βγάλει στην Αγία Άννα. Αφού τον ευχαρίστησε ο Γέροντας Παΐσιος τον ρώτησε που μένει. Ο αναχωρήτης τότε του έδειξε τον Άθωνα και του απάντησε – Να εδώ πιο πάνω. Όπως αναφέρει ο Γέροντα Παΐσιος το φόρεμα του αγνώστου αυτού αναχωρητή ήταν ξεθωριασμένο σαν καραβόπανο και η ομιλία του και όλη όψη του έδειχναν ότι δεν είχε επαφές με άλλους ανθρώπους. Ο ντορβάς του και το ζωστικό του ήταν μπαλωμένα αλλού με κλωστή και αλλού με άγριους θάμνους που λέγονται σπαρτά. Φαίνονταν ηλικίας εβδομήντα χρονών περίπου. Το δε ύφος ήταν σεβάσμιο και το πρόσωπο του ακτινοβολούσε και φαίνονταν σαν άγιος.
Όταν αργότερα συναντήθηκε με ενάρετους αγιορείτες Γέροντες και τους διηγήθηκε για τον ανώνυμο αναχωρητή που συνάντησε, του είπαν ότι το πιθανότερο αυτός ο άγνωστος αναχωρητής ήταν ένας από τους 12 κατά άλλους 7 αφανείς αναχωρητές του Αγίου Όρους, δηλαδή του αόρατους μοναχούς του Άθωνα.
Οι μοναχοί αυτοί είναι Έλληνες, ζούνε από το τίποτα με τις πιο δύσκολες συνθήκες, καλόγεροι που χάνονται στο βάθος του χρόνου, που έχουν το μυστήριο και την θεία χάρη να τους συνοδεύει σε όλη τους την ζωή, που τρέφονται όπως τα περιστέρια του ουρανού από την θεία ευσπλαχνία, που έχουν την δύναμη να διαβάζουν τον προσκυνητή και να ξέρουν περισσότερο γι’ αυτόν από ότι οι ίδιος γνωρίζει για τον εαυτό του, όπως αναφέρετε είναι : «Μια ομάδα ασκητών τον αριθμό επτά, η δώδεκα, η εννέα, που ζουν με άκρα άσκηση με μοναδικό έργο την αδιάλειπτον προσευχή υπέρ όλου του κόσμου. Έχουν λάβει ειδική χάρη από τον Κύριο να ζουν άοικοι και γυμνοί, να είναι αόρατοι από τους οφθαλμούς των ανθρώπων.»
Σύμφωνα με την παράδοση αυτοί οι δώδεκα, η επτά ερημίτες, μοναχοί, Άγιοι Έλληνες, θα επιτελέσουν την τελευταία θεία λειτουργία στην κορυφή του Άθωνα, στον ναό της Μεταμορφώσεως που βρίσκεται στην περιοχή αυτή. Αυτοί οι αόρατοι μοναχοί της έσχατης γενιάς, δεν θα γευτούν τον φυσικό θάνατο αλλά θα μεταμορφωθούν, δηλαδή θα αλλάξουν μορφή και τα σώματα τους θα γίνουν άφθαρτα και αθάνατα όπως όλων των ευρισκομένων εν ζωή ανθρώπων.
Ο τίτλος αυτός, δηλαδή αόρατοι μοναχοί, ή αόρατοι ερημίτες, έχει δυο έννοιες και δυο ερμηνείες. Η μια εις το ότι οι ερημίτες αυτοί έχουν την μυστηριώδη χάρη από τον Θεό να είναι αόρατοι και να ζουν μυστηριώδη ζωή και η άλλη εις το ότι οι ερημίτες αυτοί του Άθωνα είναι αφανείς και αόρατοι από τους ανθρώπους, δια το λόγον ότι είναι κρυμμένοι και οι τόποι που κατοικούν είναι τόσο απόμεροι και απρόσιτοι που είναι σχεδόν παντελώς αδύνατον να τους συναντήσουν ή έστω να τούς αντικρύσουν οι άνθρωποι. Τις νύχτες αγρυπνούν προσευχόμενοι όρθιοι και για να μην νυστάξουν και πέσουν κάτω μετά τις μεσονύκτιες ώρες που αποκάμνουν, στηρίζονται με σχοινιά δεμένοι από τις μασχάλες και κρέμονται από δοκάρια. Όταν πεθάνει κάποιος από αυτούς, έρχονται σε επαφή με κάποιον άλλον ενάρετο από τους αγιορείτες μοναχούς, ο οποίος προσφεύγει κοντά τους με θαυμαστό τρόπο και γίνονται πάλι εφτά.
Μια πρώτη πολύ γνωστή μαρτυρία γι’ αυτό το θέμα υπήρξε σε ένα αγιορείτικο περιοδικό που κυκλοφορούσε προπολεμικά με τον τίτλο, «Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη». Στο περιοδικό αυτό που κυκλοφορούσε από το 1930 μέχρι το 1938, ένας γιατρός, ο Σπυρίδων, μετέπειτα μεγαλόσχημος μοναχός Αθανάσιος Καμπανάου, αδελφός τις Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, έγραψε για πρώτη φορά για τους γυμνούς και χωρίς κατοικία αυτούς μοναχούς ότι : «πολλά πράγματα γνωρίζει το τα απάντα εφορών όμμα περί δεν των αοίκων που βρίσκονται στα Κρύα Νερά τι να είπω, το πανέφορον όμμα ξέρει την πολιτεία τους».
Κάποιος άλλος πατέρας, ο πατήρ Γεράσιμος ή μοναχός Μενάγιας, χημικός στην κοσμική του ζωή που στη συνέχεια παράτησε καριέρες και επιστημονικές έρευνες και έγινε ησυχαστής και κάτοικος της ερήμου του Αγίου Βασιλείου, είχε αδελφική φιλία με τον γιατρό της Λαύρας, Αθανάσιο Καμπανάου. Όταν είδε να δημοσιεύει αυτά τα πράγματα στο περιοδικό «Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη», τον βρήκε και του έκανε σύσταση και παρατήρηση να μην κάνει τέτοιες δημοσιεύσεις και να μην γράφει πράγματα αμάρτυρα τα οποία πιθανόν να προκαλέσουν δυσπιστίες και γέλωτες σε βάρος της μοναχική πολιτείας του Αγίου Όρους.
Στις παρατηρήσεις αυτές, ο γιατρός πατήρ Αθανάσιος απάντησε με το γνωστό ήρεμο ύφος του : «-Καλέ μου άνθρωπε και αγαπητέ μου αδελφέ, δεν μπορώ να μην γράψω και να μην δημοσιεύσω αυτά τα οποία ήρθε αυτόπτης μάρτυρας και μου είπε ότι ήθελε να δημοσιευτούν γιατί θα άρρωστήσω και θα πεθάνω». Ο ανθρώπους αυτός ήταν ο Γέρων Αντώνιος από τον Άγιον Πέτρο. Στον άνθρωπο αυτό οι αόρατοι ασκητές είχαν εμφανιστεί και του ζήτησαν να πάει και να πει στον γιατρό ότι σε λίγο θα αρρωστήσει και θα πεθάνει και γι αυτό θα πρέπει να ετοιμαστεί. Και πράγματι ο Γέρο Αντώνιος πήγε και αφού συνάντησε τον γιατρό του είπε αυτά που του είχαν πει οι αόρατοι ασκητές. Στη συνέχεια του έδειξε ένα σταυρό ξύλινο τον οποίο του τον είχαν δώσει οι ασκητές. Σε αυτόν τον σταυρό επάνω ήταν σκαλισμένα τα γράμματα «Μακάριος Ιερομόναχος». Μετά από λίγο καιρό ο γιατρός πατήρ Αθανάσιος, αρρώστησε βαριά και κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο, (+1940), αφού πρώτα όμως αποκάλυψε και δημοσίευσε την αλήθεια, ότι υπάρχουν και περιφέρονται από τόπο εις τόπο στην Έρημο του Άθω, οι άγιοι αυτοί Ασκητές και Μοναχοί.
Ο ιερομόναχος Αθανάσιος Σιμονοπετρίτης βρίσκεται εδώ και πολλά χρόνια στο Άγιο Όρος και ήδη από την δεκαετία του εβδομήντα είχε γνωρίσει τον πάτερ Παΐσιο. Τότε ήταν αρχιγραμματέας της Ιεράς Κοινότητας και κάθε απόγευμα συνήθιζε να κατεβαίνει στο κελί του πατέρα Παΐσου με τον οποίο είχε πολλές και ενδιαφέρουσες συνομιλίες. Σε μια από αυτές τις συναντήσεις με τον γέροντα έγινε μεταξύ τους η παρακάτω ενδιαφέρουσα συζήτηση. Συγκεκριμένα, όπως διηγείται ο πατήρ Αθανάσιος, «Μια φορά το 1978, την ημέρα μετά του Πάσχα, πήγα με ένα φωτογράφο στον πατέρα Παΐσιο. Ήταν μόνος του και χάρηκε πολύ που μας είδε. –Έβαψα αυγά, είπε και δεν είχα πελατεία, ελάτε να κεραστείτε. Την περίοδο εκείνη ο γέροντας Παΐσιος δεν ήταν ακόμα πολύ γνωστός. Αφού καθίσαμε και συζητήσαμε, πριν σκοτεινιάσει του ζήτησα ευλογία και του είπα -Άντε γέροντα να πηγαίνουμε πριν σκοτεινιάσει γιατί δεν έχουμε φακό και μπορεί να χτυπήσουμε κάπου. Αυτός τότε μου είπε -Καθίστε λίγο ακόμα, έκανα αμάν να δω κάποιον επισκέπτη. Βέβαια δεν είχε ανάγκη από επισκέπτες ο γέροντας.
Καθίσαμε πάλι και τότε τον ρώτησα, (όπου Α ο πατήρ Αθανάσιος όπου Π ο πατήρ Παΐσιος), Α–Γέροντα πήγα προχτές στην Αγία Άννα και στην μικρή Αγία Άννα και άκουσα να λένε εκεί για τους γυμνούς ασκητές, Π–Ε, τι θες να σου πω ; Α-Ε γέροντα υπάρχουν ή δεν υπάρχουν ; Π-Εσύ τι λες υπάρχουν ; Α-Ε γέροντα αφού υπήρχαν παλιά γιατί να μην υπάρχουν και σήμερα ; Σκέφτηκε λιγάκι και μετά μου είπε, Π– Όταν σε ρωτάνε να λες πως υπάρχουν. Α-Πόσοι είναι γέροντα ; Στην αγία Άννα άκουσα πως είναι δώδεκα στην μικρή αγία Άννα ότι είναι εννέα. Π-Δεν είναι ούτε δώδεκα ούτε εννέα. Α-Ε πόσοι είναι ; Π–Εφτά. Α-Και που βρίσκονται ; Π -Γυρίζουν στον Άθωνα. Α-Και πως συμπληρώνεται ο αριθμός τους όταν κάποιος πεθάνει ; Π-Ξερόυν αυτοί. Όταν κάποιος πεθάνει ξέρουν που θα βρούνε τον κατάλληλο που μπορεί αν αντέξει τις ασκήσεις τους και τον παίρνουν μαζί τους. Α-Και μπορεί να τους δει ο καθένας ; Π-Α όχι! Έχουν την χάρη να κάνουν προσευχή και να γίνονται αόρατοι. Μπορεί να είναι μπροστά σου και εσύ να μην τους βλέπεις.
Α, Αυτό πράγματι είναι αλήθεια. Εγώ έχω τέσσερις μαρτυρίες από προσκυνητές που δεν έβλεπαν τον πατέρα Παΐσιο ενώ εκείνος ήταν δίπλα τους και τους εμφανίστηκε τελείως ξαφνικά από το πουθενά. Α-Θέλω να μου πεις τι τρώνε. Π -Δύσκολο για τον θεό είναι να τους ταΐσει ; Αυτοί βρίσκονται γυμνοί στα χιόνια το τι τρώνε είναι το λιγότερο. Άντε τώρα πρέπει να φύγετε. Α-Να σε ρωτήσω κάτι τελευταίο. Π-Ε άντε λέγε. Α-Εσύ τους έχει δει, τους γνωρίζεις ; Π- Ε ευλογημένε τι περιέργεια είναι αυτή ; Α-Κοίταξε γέροντα μπορεί να πεθάνω εγώ πρώτος, ή μπορεί να πεθάνεις εσύ πρώτος. Αν πεθάνω εγώ δεν θα υπάρχει κάποιος να λέει ότι ο πατέρας Παΐσιος τους ξέρει, αν εσύ πεθάνεις πρώτος, το παίρνεις μαζί σου. Γέλασε. Π-Κοίταξε να σου πω, ξερώ μόνο τους τέσσερις. Κάθε πέντε χρόνια έχω ραντεβού. Να, σε λίγο καιρό θα έρθει κάποιος παπάς Σεραφείμ να κουβεντιάσουμε. Αλλά κοίταξε, είπε κοιτάζοντας κάπου αφηρημένα. –Υπάρχει μεγαλύτερη κατάσταση στο άγιο Όρος. Α-Μεγαλύτερη ; τι μεγαλύτερη ; Π-Θες να σου πω τώρα ; θα σου στρίψει η βίδα σου και θα καταλήξεις στον Λεμπέτη.
Σε μια άλλη μαρτυρία του ιδίου του πατρός Παϊσίου που ανέφερε στα βιβλία του, λέει πως το 1950 όταν ο Γέρνοντας Παΐσιος είχε πάει στο Άγιο Όρος για πρώτη φορά γυρνούσε στα μοναστήρια και στις Σκήτες του Άθωνα για να βρει αγίους και ενάρετους Μοναχούς και Ασκητές και να ωφεληθεί πνευματικά και για να υποταχτεί σε κάποιον από αυτούς. Μια μέρα πεζοπορώντας από την Σκήτη των Καυσοκαλυβίων για να πάει στην Σκήτη της Αγίας Άννας, έχασε τον δρόμο του και μετά την Κερασιά αντί να πάει ίσια στο μονοπάτι, εκεί που είναι η διασταύρωση και η βρύση, έστριψε δεξιά προς το ανηφορικό μονοπάτι που οδηγεί προς τον Άθωνα.
Όταν περπάτησε αρκετά και κατάλαβε ότι χάθηκε διότι είχε αρχίσει να ανεβαίνει πολύ ψηλά, ανησύχησε για το τι πρέπει να κάνει. Κάθισε τότε και προσευχήθηκε στην Παναγία για να τον βοηθήσει να βρει τον δρόμο του προς την Αγία Άννα. Εκεί που διαλογίζονταν και προσεύχονταν βλέπει ξαφνικά ένα άγνωστο αναχώρητή ο οποίος τον πλησίασε και του λέγει. –Δεν είναι αυτός ο δρόμος που οδηγεί στην Αγία Άννα. Να πας κάτω αρκετά εκεί που βρήκες την διασταύρωση που είναι το νερό και να πάρεις το μονοπάτι στα δεξιά σου και θα σε βγάλει στην Αγία Άννα. Αφού τον ευχαρίστησε ο Γέροντας Παΐσιος τον ρώτησε που μένει. Ο αναχωρήτης τότε του έδειξε τον Άθωνα και του απάντησε – Να εδώ πιο πάνω. Όπως αναφέρει ο Γέροντα Παΐσιος το φόρεμα του αγνώστου αυτού αναχωρητή ήταν ξεθωριασμένο σαν καραβόπανο και η ομιλία του και όλη όψη του έδειχναν ότι δεν είχε επαφές με άλλους ανθρώπους. Ο ντορβάς του και το ζωστικό του ήταν μπαλωμένα αλλού με κλωστή και αλλού με άγριους θάμνους που λέγονται σπαρτά. Φαίνονταν ηλικίας εβδομήντα χρονών περίπου. Το δε ύφος ήταν σεβάσμιο και το πρόσωπο του ακτινοβολούσε και φαίνονταν σαν άγιος.
Όταν αργότερα συναντήθηκε με ενάρετους αγιορείτες Γέροντες και τους διηγήθηκε για τον ανώνυμο αναχωρητή που συνάντησε, του είπαν ότι το πιθανότερο αυτός ο άγνωστος αναχωρητής ήταν ένας από τους 12 κατά άλλους 7 αφανείς αναχωρητές του Αγίου Όρους, δηλαδή του αόρατους μοναχούς του Άθωνα.
ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος