MENU

Ο ένοχος της χρεοκοπίας

Ο πολιτικός που τοποθέτησε την ταφόπλακα στη χώρα είναι αυτός που υπέγραψε την υπαγωγή των ομολόγων της στο αγγλικό δίκαιο,
 καθώς επίσης την απαγόρευση μετατροπής του εξωτερικού χρέους σε εθνικό νόμισμα – υποθηκεύοντας παράλληλα ολόκληρη τη δημόσια περιουσία.

Άποψη

Η Ελλάδα είναι μία χώρα η οποία, λόγω της σημαντικής και ευαίσθητης γεωπολιτικής της θέσης, καθώς επίσης του φυσικού, πολιτιστικού και υπόγειου πλούτου της, δεν πρέπει ποτέ να υπερχρεώνεται – αφού τότε κινδυνεύει η εδαφική της ακεραιότητα, επειδή είναι αδύναμη να αντισταθεί απέναντι σε αυτούς που νομοτελειακά την επιβουλεύονται.
Ως εκ τούτου είναι απαραίτητη η λιτή διαβίωση τόσο του κράτους, όσο και των Πολιτών του – κατά το παράδειγμα της αρχαίας Σπάρτης, η οποία δεν είχε υιοθετήσει μόνο έναν λιτό τρόπο διαβίωσης αλλά, επίσης, ήταν πάντοτε ετοιμοπόλεμη. Στη σημερινή εποχή βέβαια η έννοια «ετοιμοπόλεμη» για μία χώρα δεν απαιτεί μόνο τη στρατιωτική της ετοιμότητα σε αμυντικό επίπεδο αλλά, κυρίως, την οικονομική της ανεξαρτησία – η οποία δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να τίθεται σε κίνδυνο.

Δυστυχώς όμως η Ελλάδα έκανε μεγάλα λάθη στο παρελθόν, κυρίως μετά το 1980, όπου άρχισε να ζει πάνω από τις δυνατότητες της – μη λιτά καλύτερα, με αποτέλεσμα να αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό το δημόσιο χρέος της. Στα πλαίσια αυτά, για να μπορέσει να ανταπεξέλθει με τα υψηλά επιτόκια δανεισμού της, αναγκάσθηκε να υιοθετήσει το ευρώ – χωρίς όμως να είναι καθόλου προετοιμασμένη η οικονομία της.
Στη συνέχεια, αντί να μάθει από τα λάθη της, αφενός μεν επιστρέφοντας στη λιτότητα, αφετέρου προσαρμόζοντας την οικονομία της στα νέα δεδομένα, έκανε ακριβώς το αντίθετο – αυξάνοντας μεταξύ άλλων τους μισθούς των εργαζομένων πάνω από την παραγωγικότητα τους,καθώς επίσης περισσότερο από τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης (γράφημα), με πρώτο αποτέλεσμα να χάσει την ανταγωνιστικότητα της.
308
Σημείωση: Όπως φαίνεται από το γράφημα, η Πολωνία αναγκαζόταν να υποτιμήσει/διολισθήσει το νόμισμα της, όταν αυξανόταν το κόστος εργασίας και μειωνόταν η ανταγωνιστικότητα της – κάτι που συνέβαινε επίσης στην Ελλάδα πριν το 2000, όταν δεν είχε το ευρώ.
Περαιτέρω, η μείωση της ανταγωνιστικότητας φάνηκε κυρίως στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας, τα ελλείμματα του οποίου έφτασαν στο ζενίθ το 2008, στο -14,9% του ΑΕΠ – ενώ δεν είχε τη δυνατότητα της υποτίμησης του νομίσματος της, όπως στο παρελθόν, έτσι ώστε να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητα της και να περιορίσει τα ελλείμματα.
Στον προϋπολογισμό της βέβαια δεν εμφανίσθηκαν εν πρώτοις μεγάλα ελλείμματα, οπότε δεν αυξήθηκε σημαντικά το χρέος, επειδή τα επιτόκια δανεισμού της ήταν χαμηλά, ενώ δεν είχαν ακόμη εκτοξευθεί στα ύψη οι δαπάνες του δημοσίου – κάτι που συνέβη μερικά χρόνια αργότερα. Ειδικότερα, από το 2005 έως το 2009 το κόστος των μισθών και των συντάξεων του δημοσίου αυξήθηκε κατά 38,6% στα 25 δις € το 2009 (πηγή) – άρα πολύ περισσότερο από το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, καθώς επίσης από την παραγωγικότητα των εργαζομένων.
Έτσι έφτασε η Ελλάδα στην εποχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης όπου, αντί να φροντίσει η τότε κυβέρνηση της να διατηρήσει τουλάχιστον την πολιτική σταθερότητα, η οποία ήταν απαραίτητη προϋπόθεση του βιώσιμου δανεισμού της από τις αγορές,διορθώνοντας σταδιακά τα μεγάλα λάθη του παρελθόντος (διόγκωση των δημοσίων δαπανών, εικονική αύξηση του ΑΕΠ με την πρόσθεση της παραοικονομίας, υπερβολικές εγγυήσεις του δημοσίου στις τράπεζες, δίδυμα ελλείμματα, μη έγκαιρη ανανέωση των ομολόγων που έληγαν μαζικά το 2010 κλπ.), προτίμησε να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές – ότι χειρότερο δηλαδή για εκείνη την εποχή και για την Ελλάδα.
Στη συνέχεια ο υπουργός οικονομικών της νέας κυβέρνησης, αντί να προσπαθήσει να διατηρήσει χαμηλούς τόνους, ενδιαφέρθηκε μόνο να καλύψει τα νώτα του – αυξάνοντας τα ελλείμματα του προϋπολογισμού, για να μπορέσει αργότερα να παρουσιάσει καλύτερα αποτελέσματα της θητείας του.
Ταυτόχρονα τόσο ό ίδιος, όσο και ο νέος πρωθυπουργός, διέσυραν διεθνώς τους Έλληνες, κατηγορώντας τους ως φοροφυγάδες – οπότε ο συνδυασμός των δύο «εγκλημάτων» θορύβησε τις αγορές σε μεγάλο βαθμό. Το εύλογο αποτέλεσμα ήταν να αυξηθούν γεωμετρικά τα επιτόκια δανεισμού της χώρας –  ακριβώς εκείνη την εποχή, όπου επρόκειτο να λήξουν πολλά μαζί ομόλογα του δημοσίου και έπρεπε να ανανεωθούν.
Εκτός αυτού είχαν προηγηθεί συζητήσεις με το ΔΝΤ, κυρίως επειδή ο πρωθυπουργός είχε την πεποίθηση ότι, μόνο με τη βοήθεια του θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα εγγενή προβλήματα της χώρας – όπως τον ανεύθυνο, «αχόρταγο» συνδικαλισμό του στενότερου και ευρύτερου δημοσίου τομέα, ο οποίος δεν επέτρεπε την εξυγίανση του κράτους και γενικότερα της οικονομίας.
Αντί δε να παγώσει τουλάχιστον τους μισθούς, οι οποίοι ήταν οι υψηλότεροι στην Ευρωζώνη με κριτήριο το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, όπως φαίνεται από το προηγούμενο γράφημα, θεώρησε πώς ήταν βασικότερο πρόβλημα η φοροδιαφυγή – την οποία όμως δεν αντιμετώπισε ως όφειλε με την αναδιάρθρωση του φορολογικού μηχανισμού, αλλά προτίμησε την αύξηση των φόρων ακριβώς την εποχή που η χώρα είχε βυθιστεί στην ύφεση, επιδεινώνοντας την.
Παράλληλα, δεν βοηθήθηκε καθόλου από την Ευρωζώνη (Γερμανία), παρά το ότι εάν χρηματοδοτούταν η χώρα μόλις με 20 δις €, δεν θα βίωνε την τραγωδία που ακολούθησε – ενώ δεν θα είχε ξεσπάσει η ευρωπαϊκή κρίση χρέους. Βέβαια, η Γερμανία ωφελήθηκε τα μέγιστα από την κρίση, αφού έκτοτε αυξάνουν συνεχώς τα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της, ενώ μειώνονται οι τόκοι δανεισμού και τα ελλείμματα του προϋπολογισμού της – οπότε από τη δική της πλευρά ενήργησε σωστά.
Τέλος, το ΔΝΤ με το μανδύα της Τρόικα εκτέλεσε εν ψυχρώ την Ελλάδα – με την επιβολή των εγκληματικών μνημονίων (ανάλυση), με τους εσφαλμένους συντελεστές (άρθρο) κοκ. Δυστυχώς δε τα ΜΜΕ της χώρας συνηγόρησαν στο έγκλημα, πείθοντας έναν μεγάλο αριθμό Ελλήνων πως επρόκειτο για ένα πικρό μεν αλλά απαραίτητο φάρμακο που θα βοηθούσε στην εξυγίανση της οικονομίας – κάτι που φυσικά διαψεύσθηκε παταγωδώς.
Εν τούτοις, όσες ευθύνες και αν προσάψει κανείς στον τότε πρωθυπουργό, οφείλει να αναγνωρίσει πως κάποια στιγμή κατάλαβε τα τεράστια λάθη του – κρίνοντας από την προσπάθεια του να τα διορθώσει, όταν ανακοίνωσε την πρόθεση του να διεξαχθεί ένα δημοψήφισμα, πριν την υπογραφή της θανατικής καταδίκης της Ελλάδας (PSI).
Δυστυχώς τότε είμαστε σχεδόν οι μόνοι που το υποστηρίξαμε (ανάλυση), γνωρίζοντας πως τα ανταλλάγματα που θα απαιτούνταν έναντι της διαγραφής (άρα της χρεοκοπίας για τις αγορές), καθώς επίσης το κόστος της για την Ελλάδα (τράπεζες, δημόσιοι οργανισμοί, ομολογιούχοι κοκ.), θα ήταν τρομακτικό – όπως άλλωστε φάνηκε αργότερα.
Ακόμη χειρότερα, ο πρωθυπουργός ανατράπηκε μετά από τις πιέσεις που ασκήθηκαν εκ μέρους της γερμανίδας καγκελαρίου, καθώς επίσης του Γάλλου προέδρου – ενώ ο «Βρούτος» ήταν ο τότε υπουργός οικονομικών του, ο οποίος έβαλλε ουσιαστικά την ταφόπλακα στην Ελλάδα.
Εν προκειμένω ο άνθρωπος αυτός, χωρίς να γνωρίζουμε βέβαια γιατί έκανε το αποτρόπαιο έγκλημα, υπεξαίρεσε την εξουσία και συμμάχησε με τους δανειστές – υπογράφοντας την υπαγωγή των ομολόγων της χώρας στο αγγλικό δίκαιο, την απαγόρευση της μετατροπής του εξωτερικού χρέους σε εθνικό νόμισμα, καθώς επίσης την υποθήκευση ολόκληρης της Ελλάδας.Όλα αυτά σε μία χρονική στιγμή που οι δανειστές φοβόντουσαν όσο τίποτα άλλο μία ελληνική χρεοκοπία – η οποία μπορεί μεν να ήταν επώδυνη, αλλά θα οδηγούσε τη χώρα στην έξοδο από την κρίση, ενδεχομένως με ένα δικό της εθνικό νόμισμα.
Ειδικότερα, τότε θα μπορούσε η χώρα να προβεί σε αναβολή πληρωμών, να μετατρέψει όλο το εξωτερικό χρέος της σε δραχμές και στη συνέχεια να το πληρώνει στο δικό της νόμισμα – οπότε η υποτίμηση του δεν θα επιβάρυνε μόνο την ίδια αλλά, επίσης, τους δανειστές της, ενώ το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος θα μειωνόταν πληθωριστικά.
Επομένως, αυτός που δολοφόνησε τελικά την Ελλάδα ή, καλύτερα, αυτός που της έδωσε τη χαριστική βολή, δεν ήταν ούτε ο κ. Παπανδρέου, ούτε οι προηγούμενες κυβερνήσεις – αλλά ο υπουργός που τον ανέτρεψε, για λόγους που μόνο ο ίδιος γνωρίζει (φυσικά πρόκειται για την υποκειμενική μας άποψη).
Έκτοτε η Ελλάδα ήταν και θα είναι έρμαιο των δανειστών, χάθηκε εντελώς η εθνική της κυριαρχία, η οικονομία της πηγαίνει και θα πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, ενώ μόνο τυχόν μαζική εξέγερση των Πολιτών της θα μπορούσε ίσως να αλλάξει τα δεδομένα – κάτι που όμως πολύ δύσκολα θα συμβεί, αφού πλέον οι Έλληνες ελέγχονται πλήρως από τις δυνάμεις κατοχής, έχοντας πια συμβιβαστεί και σκύψει το κεφάλι.
Η τελευταία ευκαιρία της πατρίδας μας πάντως χάθηκε το 2014, όπου ακόμη θα μπορούσε να σωθεί ρυθμίζοντας τα χρέη της, εάν υπήρχε πολιτική σταθερότητα – κάτι που δυστυχώς δεν σεβάσθηκε η κυβέρνηση που ανέτρεψε την προηγούμενη, υπεξαιρώντας με τη σειρά της την εξουσία, αναιρώντας όλες τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, αντιστρέφοντας το δημοψήφισμα και υπογράφοντας ένα ακόμη θανατηφόρο μνημόνιο.
Υστερόγραφο: Όπως συμπεραίνεται από το παραπάνω γράφημα, μετά το 2010 το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος μειώθηκε μεν αισθητά από την πολιτική των μνημονίων, κάτω από αυτό της Ιταλίας, αλλά μόνο εις βάρος των μισθών των εργαζομένων – αφού έπαψαν να γίνονται εκείνες οι επενδύσεις που αυξάνουν επί πλέον την ανταγωνιστικότητα.
Εκτός αυτού, τα εισοδήματα των Ελλήνων εξαϋλώθηκαν από τις υπερβολικές αυξήσεις των φόρων – οπότε η εγχώρια κατανάλωση κατέρρευσε, η ύφεση βάθυνε και χάθηκαν εντελώς τα όποια πλεονεκτήματα του περιορισμού του εργατικού κόστους, όπως τεκμηριώνεται από τη συνεχή μείωση των εξαγωγών.
Βασίλης Βιλιάρδος