MENU

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ (από ένα παλιό αναγνωστικό)

Το σπήλαιο και η Φάτνη.Τά παιδιά στό διπλανό δωμάτιο σχεδίασαν τό σπήλαιο καί τή Φάτνη. Μέσα τοποθέτησαν μιά μεγάλη κι ωραία εικόνα μέ τή Γέννηση του Χριστού. Όλα πήραν μέρος στή Χριστουγεννιάτικη αυτή γιορτή, γιά νά ευχαριστήσουν τόν παππού. Τό σπήλαιο φωτιζόταν με αναμμένα κεράκια. Έχυναν τέτοιο φως που κανένας νόμιζε πως βρίσκεται σέ σπήλαιο αληθινό.

Ο παππούς κοιτάζει και δέν μπορεί να κρατήσει, τη συγκίνηση του. Σηκωνει το χερι και κάνει το σταυρό του.

Τα παιδιά ψέλνουν:

«Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει…»

Τα τροπάρια αυτά τα είχαν μάθει στο σχολείο. Και τη γιορτή εκεί την είχαν δει και τώρα την έκαμαν στο σπίτι. Γι αυτό και την σχεδίασαν καλά. Απ΄ όλες τις φωνές πιο γλυκειά είναι του Λάμπρου. Αυτός ήταν το πιο μικρό εγγόνι του παππού.

Άμα τελείωσε η γιορτή, ο παππούς πήρε τα εγγόνια κοντά του και τα χάιδεψε. Με δυσκολία έβρισκε λόγια να τα ευχαριστήσει.

Τέτοια ωραία χριστουγεννιάτικη γιορτή ο παππούς δεν είχε ξαναγιορτάσει.



***************

Τά Χριστούγεννα του γερο-Μάνθου


Είναι παραμονή των Χριστουγέννων. Ό γερο – Μάνθος κατέβηκε άπό τά κτήματα του στό χωριό. Θέλει νά γιορτάσει τή μεγάλη γιορτή μέ τά παιδιά του, νά πάει καί στην εκκλησία νά μεταλάβει. Στό χωριό έχει μεγάλους γιους καί δώδεκα εγγόνια.

Τή νύχτα πού χτύπησε ή καμπάνα, δλοι ξεκίνησαν γιά τήν εκκλησία. Ό παππούς φορεί τήν καινούρια φορεσιά του καί περπατεΐ καμαρωτός.

Στήν εκκλησία άναψε μιά μεγάλη λαμπάδα.

Προσκύνησε κι ασπάστηκε τήν εικόνα μέ τή Γέννηση του Χριστού. Τά παιδιά πήγαν κοντά

στον ψάλτη νά βοηθήσουν. Ψέλνουν μαζί του.

«Ή γέννησίς Σου, Χριστέ ό Θεός ημών…»


Τί γλυκά πού ακούονται οι ψαλμωδίες! Τί ωραίες πού είναι οι άγιες ευχές, πού διαβάζει ο παπα-Νικόλας! Ό παππούς όλα τά παρακολουθεί μέ προσοχή.

Όταν ή θεία λειτουργία τελείωσε, ό γερο-Μάνθος πλησίασε καί κοινώνησε. Έπειτα ό παπα – Νικόλας κοινώνησε καί τά παιδιά καί τούς άλλους καί τους έδωσε αντίδωρο.

Γεμάτοι άπ’ τη χάρη τοΰ Θεοϋ γυρίζουν τώρα όλοι στό σπίτι. Αρχίζει πιά νά χαράζει. Οί πετεινοί διαλαλούν πώς ξημέρωσε. Κικιρίκου! κικιρίκου!

Ό παππούς κάθεται στή γωνιά. Όλοι σκύβουν καί τοϋ φιλούν τό χέρι. Πρώτα οί νύφες, ύστερα οί γιοί, ύστερα τά εγγόνια.

— Χρόνια πολλά, παππού! Νά μας ζήσεις! Νά γιορτάσουμε καί του χρόνου καλά Χριστού-γεννα!

Ό παππούς συγκινημένος τους δίνει τήν ευχή του.


Από το παλιό Ανανγνωστικό της Β Δημοτικού,Αθήνα 1979