MENU

Tέλος ο Τσακαλώτος; Δεν τον υπολογίζει ο Τσίπρας

Χρέος και QE «έφαγαν» τον Τσακαλώτο ενώ τα ψωμιά του Αλέξη είναι μετρημένα. Στο Μέγαρο Μαξίμου πάντως ακόμη ψάχνουν διαφυγή και είναι ενδεικτικό της απελπισίας ότι ο Πρωθυπουργός βασίζεται πλέον σε Τζανακόπουλο και (ξανά) Παππά αλλά και στους χρυσοπληρωμένους συμβούλους.

Γράφει η Gillian Rothschild

Το περίφημο αφήγημα για ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης με παράλληλη διασφάλιση μέτρων απομείωσης του χρέους και ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατέρρευσε και μαζί του παρέσυρε τον στενό πυρήνα της κυβέρνησης προκαλώντας ανακατατάξεις στα κέντρα επιρροής στο Μέγαρο Μαξίμου.

Ο Αλέξης Τσίπρας χαράσσει πλέον τη στρατηγική του βασιζόμενος κυρίως στους Δημήτρη Τζανακόπουλο και Νίκο Παππά, ο οποίος ήταν παρών στην προ εβδομάδων συνάντηση του πρωθυπουργού με τη διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ στο Πεκίνο ενώ ρόλο στον σχεδιασμό του Μεγάρου Μαξίμου διαδραματίζει η Rothschild, που λειτουργεί ως σύμβουλος με την οποία συνεργάζεται η κυβέρνηση για τα θέματα του χρέους.

Ευκλείδης Τσακαλώτος και Γιώργος Χουλιαράκης βρίσκονται στην απέξω: στον Τσακαλώτο ο Αλέξης χρεώνει ότι ανέδειξε επικοινωνιακά ως κρίσιμα θέματα τα μέτρα για το χρέος και κυρίως την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, με αποτέλεσμα, πλέον, ο ίδιος ο πρωθυπουργός να περνάει κάτω από τον πήχυ.

Υπό το πρίσμα των τελευταίων εξελίξεων η κυβέρνηση εμφανίζεται ευάλωτη στις επιθέσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης, αλλά και εκτεθειμένη έναντι των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι κλήθηκαν να ψηφίσουν τις επώδυνες περικοπές σε συντάξεις και αφορολόγητο με το επιχείρημα ότι έτσι θα άνοιγε ο δρόμος για το χρέος και το QE και τώρα δεν έχουν τι να ψελλίσουν στους ψηφοφόρους.

Για το λόγο αυτό και το αφήγημα του Μεγάρου Μαξίμου κάνει και αυτό κωλοτούμπα και η έμφαση δίνεται, πλέον, όχι στο χρέος και στο QE, αλλά στη λήψη μιας απόφασης που θα σταθεροποιεί την ελληνική οικονομία και θα δημιουργεί όρους για ταχεία ανάπτυξη.

Ο Τσίπρας επιδιώκει η όποια συμφωνία με τους δανειστές να ολοκληρωθεί στο Eurogroup της επόμενης εβδομάδας, εάν είναι έστω οριακά βελτιωμένη από εκείνη που παρουσιάστηκε στις 22 Μαΐου.

Δεν θέλει να φθάσει το ελληνικό ζήτημα στη Σύνοδο Κορυφής αφού ακόμη και αν υπάρξουν αποτελέσματα, οι τελικές αποφάσεις θα πρέπει να επικυρωθούν σε νέο έκτακτο Eurogroup, εξέλιξη που συνεπάγεται νέες καθυστερήσεις και αβεβαιότητες που θα βυθίσουν την ελληνική οικονομία σε κύκλο αστάθειας.

Ηδη, τις βάσεις για ακόμη περισσότερη φτώχεια στην Ελλάδα έβαλε η ψήφιση του νέου πακέτου μέτρων για την περίοδο 2018-2021. Η συνταγή με την οποία σκοπεύει η κυβέρνηση να παραγάγει τα πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% είναι απλή και κλασική: βύθιση των κοινωνικών παροχών, συμπεριλαμβανομένων και των συντάξεων, και αύξηση των φόρων.

Αυτοί μάλιστα που θα κληθούν να σηκώσουν το μεγαλύτερο βάρος είναι οι χαμηλόμισθοι και οι χαμηλοσυνταξιούχοι, δηλαδή αυτοί που «φλερτάρουν» με τα όρια της φτώχειας.

Το ΕΚΑΣ θα εκλείψει, η αύξηση των φορολογικών εσόδων θα προκύψει κυρίως από τη μείωση του αφορολογήτου που πλήττει τα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, εφάπαξ οικονομική ενίσχυση όπως αυτή που δόθηκε το 2014 αλλά και το 2016 δεν προγραμματίζεται μέχρι και το 2021, ενώ ο προϋπολογισμός του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος σχεδιάζεται να παραμείνει αμετάβλητος μέχρι και τις αρχές της επόμενης 10ετίας. Μειωμένος θα είναι και ο προϋπολογισμός του ΕΟΠΥΥ ενώ το μοναδικό κονδύλι του κρατικού προϋπολογισμού στο οποίο προβλέπεται να υπάρξει σημαντική αύξηση είναι η μισθολογική δαπάνη του Δημοσίου.

Για τις κοινωνικές παροχές, το 2015 δόθηκαν 38,916 δισ. ευρώ, ενώ για φέτος προβλέπεται να διατεθούν περίπου 39,051 δισ. ευρώ. Μέχρι το 2021, το συγκεκριμένο κονδύλι θα πρέπει να έχει ψαλιδιστεί στα 37,147 δισ. ευρώ. Δεδομένου μάλιστα ότι υπάρχει πρόβλεψη για αύξηση του ΑΕΠ, η δαπάνη για τις κοινωνικές παροχές, από το 22% του ΑΕΠ το 2016 και το 21,6% του 2017, θα γκρεμιστεί στο 17,6% μέχρι το 2021.

Ποιος θα… πληρώσει αυτή τη μείωση των κοινωνικών παροχών κατά 1,9 δισ. ευρώ μέσα στην επόμενη 4ετία; Κατά κύριο λόγο οι χαμηλοσυνταξιούχοι –υφιστάμενοι και μελλοντικοί– οι οποίοι κινδυνεύουν να βρεθούν πλέον κάτω από το όριο της φτώχειας, κάτι που είχαν αποφύγει μέχρι σήμερα λόγω της επιδοματικής πολιτικής του κράτους που καταργείται αλλά και της διασφάλισης των χαμηλών συντάξεων που πλέον δεν υπάρχει.