MENU

Η νύχτα που δεν θα ξημέρωνε ποτέ.

Πήραν την πόλη, πήραν την!
Ο θρήνος από μέσα δυνάμωσε,πέταξε πάνω από τη Βασιλεύουσα, έφθασε μέχρι το θρόνο του Θεού κι Εκείνος απόστρεψε το πρόσωπο του!

Πήραν την πόλη, πήραν την!


Οι Άγγελοι φτερούγισαν από τη Κωνσταντινούπολη και χάθηκαν πάνω στα ουράνια.

Ηχήσαν οι καμπάνες  σπάσανε τα σήμαντρα τουςραγίσαν οι καρδιές τους.
  Πήραν την πόλη, πήραν την!
Πέθανε ο Αυτοκράτωρ, χάθηκε φτερούγισε μακριά ο δικέφαλος μαύρος αετός.

Πήραν την πόλη, πήραν την!

Ξεσχίσαν οι φωνές τους λάρυγγες των τυραννισμένων που χάναν τις ελπίδες τους που βλέπανε μπροστά τους τον θάνατο, σκλαβιά,μαύρα, κατάμαυρα τα χρόνια τους.

Πήραν την πόλη πήραν την!

Δακρύσαν οι εικόνες, φιλήθηκαν για στερνή φορά, οι Χριστιανοί μετέλαβαν όσοι πρόλαβαν.

Εάλω η Πόλις!

Βούιξαν οι καμπάνες της Αγιά Σοφιάς.Δονήθηκε η πλάση.Τρεμούλιασε στα χέρια του Δεσπότη το Άγιο Δισκοπότηρο!

Εάλω η Πόλις!

Μια κραυγή βγαλμένη από χιλιάδες στόματα που μπορούσαν ακόμη να ουρλιάζουν την απόγνωσή τους.Μια φωνή που αγκάλιασε ολόκληρη την Βασιλεύουσα,πέρασε από τα πατημένα τειχιά κι έφτασε στους κάμπους, που βουβάθηκαν, στη θάλασσα, που ανατρίχιασε κι έπαψε για μια στιγμή να στέλνει τα κύματά της να γλείφουνε τα πόδια της Πόλης που είχε πέσει.
Οι μανάδες σφίξανε στην αγκαλιά τους τα παιδιά τους, τα κρύψανε στον κόρφο τους να μην ιδούν τον θάνατο που ζύγωνε, τα κυρτά σπαθιά που υψώνονταν πάνω από τα κεφάλια τους.
Αρχοντολόι και λαός, ανθρωποθάλασσα ανταριασμένη,'ετρεξαν, μπροστά στα κύματα των Τούρκων που μπαίνουν στην πατημένη Πόλη, στις Εκκλησιές να βρούν σωτηρία κοντά στους Αγγέλους που,ΑΛΟΙΜΟΝΟ, είχαν πια φύγει,κοντά στις εικόνες που ΔΑΚΡΥΖΑΝ,δίπλα στις καμπάνες που σκίζαν τον αγέρα με τις βαριές, απελπισμένες τους φωνές:

ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ!

ΤΟ ΤΕΛΟΣ Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟ ΞΕΨΥΧΙΣΜΑ!
"Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θά 'ναι".


Η Άλωση της Πόλης (Θεόφιλος 1930)



Πρόλογος βιβλίου,(Κωνσταντίνος Παλαιολόγος 1952), το οποίο κυκλοφορεί σε δύο τόμους του Κώστα Δ. Κυριαζή (1920-1991), γεννήθηκε και έζησε στην Αθήνα.

Εκδότης και διευθυντής της εφημερίδας 'ΕΘΝΟΣ'βαθύς γνώστης της βυζαντινής βιβλιογραφίας τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο για το βιβλίο του "ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ".Στα κείμενα του αναπλάθει την εποχή του Βυζαντίου δίνοντας με ρεαλισμό το αντιθετικό κλίμα της ραδιουργίας και της αυτοθυσίας.Η ζωή τα έθιμα, τα ήθη,συνθέτουν το πλαίσιο των ιστορικών του μυθιστορημάτων.


ΚΩΣΤΑ.Δ.ΚΥΡΙΑΖΗ.(ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ)
Ο πρόλογος του βιβλίου...


Κάθε τι που γεννιέται είναι γραμμένο να πεθαίνει... Άνθρωποι και αυτοκρατορίες ακολουθούν πιστά μέσα στους αιώνες την ίδια πάντα γραμμή. Άλλοι άνθρωποι έζησαν ταπεινά, άλλοι πλούσια, άλλοι μεγαλούργησαν και άλλοι έσβησαν χωρίς να αφήσουν πίσω τους ούτε μια πράξη που να την θυμούνται όσοι τους ακολούθησαν. Με τις αυτοκρατορίες συμβαίνει το ίδιο, μεγάλωσαν, ανδρώθηκαν, κατέκτησαν χώρες και λαούς, και χάθηκαν. Μερικές κράτησαν αιώνες, άλλες λίγα χρόνια μοναχά. Μερικές φώτισαν σαν λαμπρό μετέωρο τον κόσμο και μερικές έκαναν τους λαούς να αναπνεύσουν, όταν πέθαναν εκείνοι που τις δημιούργησαν.

Η Ελληνική Αυτοκρατορία, η Βυζαντινή, στάθηκε διαφορετική από τις άλλες. Ιδρύθηκε από έναν Κωνσταντίνο και έσβησε με έναν Κωνσταντίνο, γράφοντας πράξεις που κόβουν την ανάσα εκείνου που τις αναλογίζεται, είτε γιατί είναι πολύ μεγάλες είτε γιατί είναι απαίσιες και φριχτές. Αυτοκράτορες και Αυτοκρατόρισσες κάθησαν στο θρόνο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, λαμπρύνοντας την πρωτεύουσα με κτήρια, με εκκλησίες και αγωνίστηκαν για το κράτος τους ενάντια στους εχθρούς που το επιβουλεύονταν. Αυτοκράτορες και Αυτοκρατόρισσες ανέβηκαν στο πρώτο θρόνο της Οικουμένης, γεμίζοντάς τον αίματα, σκορπίζοντας την συμφορά ολόγυρά τους... Η Αυτοκρατορία έζησε κοντά 1.100 χρόνια, γνωρίζοντας όλες τις τροπές της μοίρας: τη δόξα, το μεγαλείο, την κατάπτωση.

Η Αυτοκρατορία, όμως, δεν ήταν δυνατόν να πέσει και να χαθεί χωρίς την τελευταία πράξη. Και η τελευταία πράξη, το ψυχορράγημα, το κλείσιμο της αυλαίας, ήταν αντάξιο της παράδοσής της. Έπεσε έπειτα από μια πνευματική αναγέννηση, που όμοιά της δεν είχε δει ποτέ ο κόσμος. Ο Μυστράς έγινε το λίκνο της φιλοσοφίας, οι αρχαίοι συγγραφείς βγήκαν απο τα σκονισμένα ράφια τους, οι λαοί της Ευρώπης γνώρισαν, χάρη σε εκείνον, τον ουμανισμό. Ο Πλήθων Γεμιστός, ο Βησσαρίων, φώτισαν τους λαούς της Δύσης με το στοχασμό τους. Η Αυτοκρατορία ψυχορραγούσε, οι άνθρωποι όμως είχαν ανοίξει πια τα μάτια τους, γύρευαν κάτι - και το βρήκαν. Η Αυτοκρατορία χανόταν, τα φτερά του δικέφαλου αετού του Βυζαντίου δεν χτυπούσαν με την παλιά τους ορμή. Η Αυτοκρατορία χαροπάλευε, όμως δεν έσβησε όπως οι άλλες, οι πολλές, χάθηκε έπειτα από αγώνα επικό, από μάχες, από προσπάθειες για αναστύλωση, που αλοίμονο, δεν καρποφόρησαν.

Κάθε στιγμή της Ιστορίας γυρεύει έναν άνθρωπο, και αν ο άνθρωπος φύγει από τα στενά του όρια, πνευματικά και φυσικά, η Ιστορία τον αγκαλιάζει, τον στεφανώνει, τον παραδίδει στους αιώνες σαν παράδειγμα για τις επόμενες γενεές. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία γύρεψε τον άνθρωπό της, 1.100 χρόνια δεν μπορούσαν να σβηστούν με μια πράξη ταπεινή, ανθρώπινη ίσως. Γύρεψε τον ήρωα, τον αρνητή της υποταγής, το σύμβολο. Ήθελε έναν άνθρωπο που η ζωή του δεν θα σπαταλιόταν σε χαροκόπια και γιαρτάσια, αλλά σε αγώνες. Ήθελε μια καρδιά που δεν θα γνώριζε τη χαρά ούτε το φόβο, έναν άνδρα που θα ανέβαινε σκαλί σκαλί τον Γολγοθά του. Έναν Αυτοκράτορα, τον τελευταίο Αυτοκράτορα, που μαζί του θα χανόταν και η Αυτοκρατορία. Και ο άνθρωπος, ο Βασιλιάς, βρέθηκε. Η Ιστορία έπρεπε να κλείσει τον μεγάλο της κύκλο. Τον έκλεισε μέσα στο σάλαγο της μάχης, μέσα στα γκρεμισμένα τείχη, εκεί, στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου έπεσε με το σπαθί στο χέρι, χωρίς να υποταχθεί ως το τέλος, χωρίς ποτέ του να λυγίσει ή να λιγοψυχήσει ο Κωνσταντίνος Δραγάσης Παλαιολόγος.


(Βράδυ Δευτέρας 28 Μαϊου.Ηνύχτα που δεν θα ξημέρωνε ποτέ.)

 Τελευταίος λόγος  Κωνσταντίνου Παλαιολόγου


«Ευγενέστατοι άρχοντες και εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί, και γενναιότατοι συστρατιώτες, και όλος ο πιστός και τίμιος λαός, ξέρετε καλά πως έφτασε η ώρα που ο εχθρός της πίστης μας θέλει με κάθε τέχνασμα και τρόπο να μας στενοχωρήσει περισσότερο και να μας κάνει πόλεμο σφοδρό, με μεγάλες συγκρούσεις και συρράξεις από στεριά και θάλασσα, για να κατορθώσει και να χύσει το δηλητήριό του, σαν φίδι, και να μας καταπιεί σαν ανήμερο λιοντάρι. Σας λέω λοιπόν να σταθείτε αντρειωμένοι και γενναιόψυχοι, όπως κάνατε πάντοτε ως τώρα εναντίον των εχθρών της πίστης. Σας παραδίνω την εκλαμπρότατη και φημισμένη αυτή πόλη, πατρίδα σας και βασίλισσα των πόλεων. Ξέρετε καλά, αδέρφια, ότι για τέσσερις λόγους οφείλουμε όλοι να προτιμήσουμε το θάνατο παρά τη ζωή: πρώτον, για την πίστη και την ευσέβειά μας· δεύτερον, για την πατρίδα· τρίτον, για το βασιλέα και το Χριστό· και τέταρτον, για τους συγγενείς και φίλους.

Λοιπόν αδέρφια, αν οφείλουμε να αγωνιστούμε μέχρι θανάτου για έναν και μόνο από τους τέσσερις αυτούς λόγους, πολύ περισσότερο για όλους μαζί, όπως προφανώς κατανοείτε. Αν για τις αμαρτίες μας παραχωρήσει ο Θεός τη νίκη στους ασεβείς, θα διακινδυνεύσουμε υπέρ της πίστεως της αγίας που μας παραχώρησε ο Χριστός με το αίμα του. Αυτό είναι το σπουδαιότερο απ’ όλα. Τι θα ωφεληθεί κανείς αν κερδίσει τον κόσμο όλο και χάσει την ψυχή του; Δεύτερον, χάνουμε έτσι μια περίφημη πατρίδα και, ακόμη, την ελευθερία μας. Τρίτον, χάνουμε την άλλοτε περιφανή και σήμερα ντροπιασμένη, ταπεινωμένη και εξουθενωμένη βασιλεία, η οποία γίνεται έρμαιο του ασεβούς τυράννου. Τέταρτον, στερούμεθα τις προσφιλείς γυναίκες και τα παιδιά μας και τους συγγενείς μας.


Ο αλιτήριος αυτός αμιράς έχει πενήντα εφτά ημέρες αφότου ήρθε, και μας πολιορκεί και μας πολεμάει νυχθημερόν, με κάθε τέχνασμα και με όλη του την ισχύ. Χάρη στον παντεπόπτη Χριστό και Κύριό μας, διώχτηκε ντροπιασμένος κακήν κακώς πολλές φορές ως τώρα από τα τείχη. Μη δειλιάσετε και τώρα, αδερφοί, επειδή το τείχος έπεσε σε μερικά μέρη από τα βλήματα και τις εκπυρσοκροτήσεις των τηλεβόλων, γιατί, όπως και εσείς βλέπετε, όπως μπορούσαμε το διορθώσαμε. Εμείς κάθε ελπίδα μας τη στηρίζουμε στην ακαταμάχητη δύναμη του Θεού. Αυτοί έχουν πλήθος όπλα και στρατό και ιππικό, αλλά εμείς έχουμε πίστη στο όνομα του Κυρίου και σωτήρα και, δεύτερον, στα χέρια μας και τη δύναμή μας, που μας χάρισε η θεία πρόνοια. Ξέρω ότι αυτό το αναρίθμητο μπουλούκι των εχθρών, καθώς είναι η συνήθειά τους, θα βαδίσει εναντίον μας με βαναυσότητα και με έπαρση, με πολύ θράσος και βία, για να μας συνθλίψουν, λόγω του ολιγάριθμου της παράταξής μας, και να μας καταπονήσουν με την κούραση, και με φωνές πολλές και ισχυρές να μας φοβίσουν. Τις φλυαρίες τους αυτές τις ξέρετε καλά και δεν είναι ανάγκη να μιλήσουμε γι’ αυτές. Και σε λίγη ώρα θα τα κάνουν όλα αυτά, και θα πετάξουν πάνω μας σαν άμμο της θάλασσας αναρίθμητες πέτρες, βέλη και βλήματα. Ελπίζω να μη μας βλάψουν με αυτά, γιατί βλέποντάς σας χαίρομαι πολύ και τρέφω τη σκέψη μου με ελπίδες σαν κι αυτή, δηλαδή πως, αν και είμαστε λίγοι, είμαστε ωστόσο πολύ επιδέξιοι, επιτήδειοι, ρωμαλέοι, δυνατοί, ικανοί για μεγάλα έργα, και καλά προπαρασκευασμένοι. Με τις ασπίδες σας καλύπτετε καλά τα κεφάλια σας στις συμπλοκές και τις συρράξεις. Το δεξί σας χέρι, που κρατάει τη ρομφαία, να είναι πάντοτε μακρύ. Οι περικεφαλαίες σας, οι θώρακες και η σιδερέ νια πανοπλία σας είναι πολύ ικανά, όπως και τα άλλα σας όπλα, και στη συμπλοκή θα σας εξυπηρετήσουν πολύ. Οι αντίπαλοι ούτε έχουν τέτοια ούτε γνωρίζουν να τα χρησιμοποιούν. Εσείς είσαστε, επίσης, προστατευμένοι πίσω από τα τείχη, και οι απροστάτευτοι δύσκολα προχωρούν. Γι’ αυτό γίνετε μαχητές έτοιμοι, ισχυροί και μεγαλόψυχοι, για όνομα του Θεού. 


Ήρθε λοιπόν, αδερφοί, και μας απέκλεισε, και κάθε μέρα έχει ανοιχτό το αχανές στόμα του για να βρει ευκαιρία να μας καταπιεί, εμάς και την Πόλη που έκτισε ο τρισμακάριστος και μέγας βασιλεύς Κωνσταντίνος, και την αφιέρωσε στην πάναγνη και αειπάρθενη δέσποινά μας, τη Θεοτόκο· και τη χάρισε σ’ εκείνη, ώστε να είναι Κυρία της Πόλεως, αλλά και σύμμαχός της και σκέπη της πατρίδας μας και καταφύγιο των χριστιανών, ελπίδα και χαρά όλων των Ελλήνων, το καύχημα όλων που ζουν κάτω από τον ήλιο. Και αυτός ο ασεβέστατος την άλλοτε περιφανή και ζωηρή σαν ρόδο του αγρού Πόλη θέλει να την υπαγάγει υπό την εξουσία του. 

Και γενικά, αφού στράφηκε προς όλους, είπε: «Δεν έχω καιρό να πω περισσότερα· μοναχά το ταπεινωμένο σκήπτρο μου το αναθέτω στα χέρια σας, για να το διαφυλάξετε με προθυμία. Σας παρακαλώ ακόμα, και ζητώ την αγάπη σας, να είστε πειθαρχικοί στους στρατηγούς σας, τους δημάρχους και τους εκατόνταρχους, ο καθένας κατά την τάξη του, τη θέση του και την υπηρεσία του. Να ξέρετε τούτο: αν από μέσα από την καρδιά σας φυλάξετε τις εντολές μου, ελπίζω στο Θεό ότι θα λυτρωθούμε από την παρούσα δίκαιη απειλή του. Δεύτερον, σας περιμένει στον ουρανό το αδαμάντινο στεφάνι, και η μνήμη σας θα είναι αιώνια και άξια στον κόσμο». Με αυτά τελείωσε τη δημηγορία του, ευχαριστώντας με δάκρυα και στεναγμούς το Θεό, ενώ όλοι, με ένα στόμα, του αποκρίνονταν με δάκρυα λέγοντας: «θα πεθάνουμε για την πίστη του Χριστού και την πατρίδα μας». Τα άκουσε ο αυτοκράτωρ και, αφού τους ευχαρίστησε θερμά, υποσχόμενος πολλές δωρεές, τους είπε τέλος: «Λοιπόν, αδερφοί και συμμαχητές, να είσαστε έτοιμοι το πρωί. Με τη χάρη και την αρετή που μας δώρισε ο Θεός και με τη βοήθεια της Αγίας Τριάδος, στην οποία αναθέτουμε “την πάσαν ελπίδα μας”. Θα κάνουμε τον εχθρό να φύγει κακήν κακώς και ντροπιασμένος από εδώ».





Ἀπὸ τὸ Χρονικὸν τοῦ Μεγάλου Λογοθέτου Γεωργίου Σφραντζῆ ἢ Φραντζῆ
Ἐκδοθὲν ἐν Κερκύρᾳ ἔτει 1477


Ἐμεῖς μέν, εὐγενέστατοι Ἄρχοντες καὶ ἐκλαμπρότατοι δήμαρχοι καὶ στρατηγοὶ καὶ γενναιότατοι στρατιῶται καὶ πᾶς ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός, καλὸς οἴδατε ὅτι ἔφθασεν ἡ Ὥρα καὶ ὁ ἐχθρὸς τῆς πίστεως ἡμῶν βούλεται ἵνα μετὰ πάσης τέχνης καὶ μηχανῆς ἰσχυροτέρως στενοχωρήσῃ ἡμᾶς καὶ πόλεμον σφοδρὸν μετὰ συμπλοκῆς μεγάλης καὶ συρρήξεως ἐκ τῆς χέρσου καὶ θαλάσσης δώσῃ ἡμῶν μετὰ πάσης δυνάμεως, ἵνα, εἰ δυνατόν, ὡς ὄφις τὸν ἰὸν ἐκχύσῃ καὶ ὡς λέων ἀνήμερος καταπίῃ ἡμᾶς. Διὰ τοῦτο λέγω καὶ παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα στῆτε ἀνδρείως καὶ μετὰ γενναίας ψυχῆς, ὡς πάντοτε ἕως τοῦ νῦν ἐποιήσατε, κατὰ τὸν Ἐχθρῶν τῆς πίστεως ἡμῶν. Παραδίδωμι δὲ ὑμῖν τὴν ἐκλαμπροτάτην καὶ περίφημον ταύτην πόλιν καὶ πατρίδα ἡμῶν καὶ βασιλεύουσαν τῶν πόλεων. Καλῶς οὖν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσερά τινα ὀφείλεται κοινῶέ ἐσμεν πάντες ἵνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν, πρῶτον μὲν ὅπερ τῆς πίστεως ἡμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὅπερ πατρίδος, τρίτον ὅπερ τοῦ βασιλέως ὡς Χριστοῦ Κυρίου, καὶ τέταρτον ὅπερ συγγενῶν καὶ φίλων. Λοιπόν, ἀδελφοί, ἐὰν χρεῶσταί ἐσμεν ὑπὲρ ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου πολλὰ μᾶλλον ὅπερ πάντων ἡμεῖς, ὡς βλέπετε προφανῶς, καὶ ἐκ πάντων μέλλομεν ζημιωθῆναι.
Ἐὰν διὰ τὰ ἐμὰ πλημμελήματα παραχωρήσῃ ὁ Θεὸς τὴν νίκην τοῖς ἀσεβέσιν, ὅπερ τῆς πίστεως ἡμῶν τῆς Ἁγίας, ἣν Χριστὸς ἐν τῷ οἰκείῳ αἵματι ἡμῖν ἐδωρήσατο, κινδυνεύομεν, ὅ ἐστι κεφάλαιον πάντων. Καὶ ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδίσῃ τις καὶ τῶν ψυχῶν ζημιωθῇ, τί τὸ ὄφελος; Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως ὑστερούμεθα καὶ τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν. Τρίτον βασιλείαν τήν ποτε μὲν περιφανῆ, νῦν δὲ τεταπεινωμένην καὶ ἐξουθενωμένην ἀπωλέσαμεν, καὶ ὑπὸ τοῦ τυράννου καὶ ἀσεβοῦς ἄρχεται. Τέταρτον δὲ καὶ φιλτάτων τέκνων καὶ συμβίων καὶ συγγενῶν ὑστερούμεθα. Αὐτὸς δὲ ὁ ἀλιτήριος ὁ ἀμηρᾶς πεντήκοντα καὶ ἑπτὰ ἡμέρας ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ἡμᾶς ἐλθὼν ἀπέκλεισεν καὶ μετὰ πάσης μηχανῆς καὶ ἰσχύος καθ᾿ ἡμέραν τε καὶ νύκτα οὐκ ἐπαύσατο πολιορκῶν ἡμᾶς καὶ χάριτι τοῦ παντεπόπτου Χριστοῦ Κυρίου ἡμῶν ἐκ τῶν τειχῶν μετὰ αἰσχύνῃς ἄχρι τοῦ νῦν πολλάκις κακῶς ἀπεπέμφθη. Τὰ νῦν δὲ πάλιν, ἀδελφοί, μὴ δειλιάσητε, ἐὰν καὶ τοῖχος μακρόθεν ὀλίγον ἐκ τῶν κρότων καὶ τῶν πτωμάτων τῶν ἐλεπόλεων ἔπεσε, διότι, ὡς ὑμεῖς θεωρεῖτε, κατὰ τὸ δυνατὸν ἐδιορθώσαμεν πάλιν αὐτό. Ἡμεῖς πᾶσαν τὴν ἐλπίδα εἰς τὴν ἄμαχον δόξαν τοῦ Θεοῦ ἀνεθέμεθα, οὗτοι ἐν ἅρμασι καὶ οὖτοι ἐν ἵπποις καὶ δυνάμει καὶ πλήθει, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν πεποίθαμεν, δεύτερον δὲ καὶ ἐν ταῖς ἡμετέραις χερσὶ καὶ ῥωμαλεότητι, ἣν ἐδωρήσατο ἡμῖν ἡ θεία δύναμις. Γνωρίζω δὲ ὅτι αὕτη ἡ μυριαρίθμητος ἀγέλη τῶν ἀσεβῶν, καθὼς ἡ αὐτῶν συνήθεια, ἐλεύσονται καθ᾿ ἡμῶν μετὰ βαναύσου καὶ ἐπηρμένης ὀφρῦος καὶ θάρσους πολλοῦ καὶ βίας, ἵνα διὰ τὴν ὀλιγότητα ἡμῶν θλίψωσι καὶ ἐκ τοῦ κόπου στενοχωρήσωσι, καὶ μετὰ φωνῶν μεγάλων καὶ ἀλαλαγμῶν ἀναριθμήτων, ἵνα ἡμᾶς φοβήσωσι. Τὰς τοιαύτας αὐτῶν φλυαρίας καλῶς οἴδατε, καὶ οὐ χρῇ λέγειν περὶ τούτων. Καὶ ὥρα ὀλίγοι τοιαῦτα ποιήσωσι, καὶ ἀναριθμήτους πέτρας καὶ ἕτερα βέλη καὶ ἐλεβολίσκους, ὡσεὶ ἄμμον θαλασσῶν ἄνωθεν ἡμῶν πτήσουσι, δι᾿ ὧν, ἐλπίζω γάρ, οὐ βλάψωσι, διότι ὑμᾶς θεωρῶ καὶ λίαν ἀγάλλομαι καὶ τοιαύταις ἐλπίσι τὸν λογισμὸν τρέφομαι, ὅτι εἰ καὶ ὀλίγοι πάνυ ἐσμέν, ἀλλὰ πάντες ἐπιδέξιοι καὶ ἐπιτήδειοι ῥωμαλέοι τε καὶ ἰσχυροὶ καὶ μεγαλήτορες καὶ καλῶς προπαρασκευασμένοι ὑπάρχετε. Ταῖς ἀσπίσιν ὑμῶν καλῶς τὴν κεφαλὴν σκέπεσθε ἐπὶ τῇ συμπλοκῇ καὶ συρρήξει. Ἡ δεξιὰ ὑμῶν ἡ τὴν ῥομφαῖαν ἔχουσα μακρὰν ἔστω πάντοτε. Αἱ περικεφαλαίαι ὑμῶν καὶ οἱ θώρακες καὶ οἱ σιδηροῖ ἱματισμοὶ λίαν εἰσὶν ἱκανοὶ ἅμα καὶ τοῖς λοιποῖς ὅπλοις, καὶ ἐν τῇ συμπλοκῇ ἔσονται πάνυ ὠφέλιμα, ἃ οἱ ἐνάντιοι οὐ χρῶνται, ἀλλ᾿ οὔτε κέκτηνται.
Καὶ ὑμεῖς ἔσωθεν τῶν τειχῶν ὑπάρχετε σκεπόμενοι, οἱ δὲ ἀσκεπεῖς μετὰ κόπου ἔρχονται. Διό, ὦ συστρατιῶται γίγνεσθε ἕτοιμοι καὶ στερεοὶ καὶ μεγαλόψυχοι διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ. Μιμηθῆτε τούς ποτε τῶν Καρχηδονίων ὀλίγους ἐλέφαντας, πὼς τοσοῦτον πλῆθος ἵππων Ῥωμαίων τῇ φωνῇ καὶ θέᾳ ἐδίωξαν, καὶ ἐὰν ζῷον ἄλογον ἐδίωξε πόσον μᾶλλον ἡμεῖς ἡ τῶν ζῴων καὶ ἀλόγων ὑπάρχοντες κύριοι, καὶ οἱ καθ᾿ ἡμῶν ἐρχόμενοι ἵνα παράταξιν μεθ᾿ ἡμῶν ποιήσωσιν ὡς ζῷα ἄλογα καὶ χείρονές εἰσιν. Οἱ πέλται ὑμῶν καὶ ῥομφαῖοι καὶ τὰ τόξα καὶ ἀκόντια πρὸς αὐτοὺς πεμπέτωσαν παρ᾿ ἡμῶν. Καὶ οὕτως λογίσθητε ὡς ἐπὶ ἀγρίων χοίρων καὶ πληθὺν κυνήγιον, ἵνα γνώσωσιν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι οὐ μετὰ ἀλόγων ζῴων ὡς αὐτοί, παράταξιν ἔχουσιν, ἀλλὰ μετὰ κυρίων καὶ αὐθεντῶν αὐτῶν καὶ ἀπογόνων Ἑλλήνων καὶ Ῥωμαίων. Οἴδατε καλῶς ὅτι ὁ δυσσεβὴς αὐτὸς ὁ ἀμηρὰς καὶ ἐχθρὸς τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως χωρὶς εὔλογον αἰτίας τινος τὴν ἀγάπην ἣν εἴχομεν ἔλυσεν, καὶ τοὺς ὅρκους αὐτοῦ τοὺς πολλοὺς ἠθέτησεν ἀντ᾿ οὐδενὸς λογιζόμενος καὶ ἐλθὼν αἰφνιδίως φρούριον ἐποίησεν ἐπὶ τὸ στενὸν τοῦ Ἀσωμάτου, ἵνα καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν δύνηται βλάπτειν ἡμᾶς. Τοὺς ἀγροὺς ἡμῶν καὶ κήπους καὶ παραδείσους καὶ οἴκους πυριαλώτους ἐποίησε, τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν τοὺς Χριστιανοὺς ὅσους εὗρεν, ἐθανάτωσε καὶ ἠχμαλώτευσε, τὴν φιλίαν ἡμῶν ἔλυσεν. Τοὺς δὲ τοῦ Γαλατᾶ, ἐφιλίωσε, καὶ αὐτοὶ χαίρονται, μὴ εἰδότες καὶ αὐτοὶ οἱ ταλαίπωροι τὸν τοῦ γεωργοῦ παιδὸς μῦθον, τοῦ ἐψήνοντος τοὺς κοχλίας καὶ εἰπόντος. Ὦ ἀνόητα ζῷα, καὶ τὰ ἑξῆς.
Ἐλθὼν οὖν ἀδελφοί, ἡμᾶς ἀπέκλεισε, καὶ καθ᾿ ἑκάστην τὸ ἀχανὲς αὐτοῦ στόμα χάσκων, πῶς εὕρῃ καιρὸν ἐπιτήδειον ἵνα καταπίῃ ἡμᾶς καὶ τὴν πόλιν ταύτην, ἣν ἀνήγειρεν ὁ τρισμακάριστος ἐκεῖνος καὶ τῇ πανάγνῳ δεσποίνῃ ἡμῶν Θεοτόκῳ καὶ ἀειπαρθένῳ Μαρίᾳ ἀφιέρωσεν καὶ ἐχαρίσατο τοῦ κυρίαν εἶναι καὶ βοηθὸν καὶ σκέπην τῇ ἡμετέρα πατρίδι καὶ καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν, ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων τὸ καύχημα πᾶσι τοῖς οὖσιν ὑπὸ τὴν τοῦ ἡλίου ἀνατολήν. Καὶ οὖτος ὁ ἀσεβέστατος τήν ποτε περιφανῆ καὶ ὀμφακλίζουσαν ὡς ῥόδον τοῦ ἀγροῦ βούλεται ποιήσαι ὑπ᾿ αὐτόν. Ἣ ἐδούλωσε σχεδόν, δύναμαι εἰπεῖν, πᾶσαν τὴν ὑφ᾿ ἥλιον καὶ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτῆς Πόντον καὶ Ἀρμενίαν, Περσίαν καὶ Παμφλαγονίαν, Ἀμαζόνας καὶ Καππαδοκίαν, Γαλατίαν καὶ Μηδίαν, Κολχοὺς καὶ Ἴβηρας, Βοσποριανοὺς καὶ Ἀλβάνους, Συρίαν καὶ Κιλικίαν καὶ Μεσσοποταμίαν, Φοινίκην, Βακτριανοὺς καὶ Σκύθας, Μακεδονίαν καὶ Θετταλίαν, Ἑλλάδα, Βοιωτία, Λοκροὺς καὶ Αἰτωλούς, Ἀκαρνανίαν, Ἀχαΐαν καὶ Πελοπόννησον, Ἤπειρον καὶ τὸ Ἰλλυρικὸν Λύχνιτας κατὰ τὸ Ἀδριατικόν, Ἰταλίαν, Τουσκίνους, Κέλτους καὶ Κελτογαλάτας, Ἰβηρίαν τε καὶ ἕως τῶν Γαδείρων, Λιβύαν καὶ Μαυριτανίαν καὶ Μαυρουσίαν, Αἰθιοπίαν, Βελέδας, Σκούδην, Νουμιδίαν καὶ Ἀφρικὴν καὶ Αἴγυπτον, αὐτὸς τὰ νῦν βούλεται δουλώσαι καὶ τὴν κυριεύουσαν τῶν πόλεων, ζυγῷ ὑποβαλεῖν καὶ δουλείᾳ καὶ τὰς ἁγίας ἐκκλησίας ἡμῶν, ἔνθα ἐπροσκυνεῖτο ἡ Ἁγία Τριὰς καὶ ἐδοξολογεῖτο τὸ πανάγιον, καὶ ὅπου οἱ ἄγγελοι ἠκούοντο ὑμνεῖν τὸ θεῖον καὶ τὴν ἔνσαρκον τοῦ Θεοῦ Λόγου οἰκονομίαν, βούλεται ποιῆσαι προσκύνημα τῆς αὐτοῦ βλασφημίας καὶ τοῦ φληναφοῦ ψευδοπροφήτου Μωάμεθ, καὶ κατοικητήριον ἀλόγων καὶ καμήλων. Λοιπὸν ἀδελφοὶ καὶ συστρατιῶται, κατὰ νοῦν ἐνθυμηθῆτε ἵνα τὸ μνημόσυνον ὑμῶν καὶ ἡ μνήμη καὶ ἡ φήμη καὶ ἡ ἐλευθερία αἰωνίως γενήσηται.



Αποσπάσματα από το λόγο του Μωάμεθ,


«Ω αγαπητά μου παιδιά, από το Θεό, τον προφήτη του Μωάμεθ και εμένα τον ίδιο το δούλο του, σας παρακαλώ και σας ικετεύω να κάνετε αύριο έργο αξιομνημόνευτο, όπως και οι πριν από μας παντού ως τα τώρα έκαναν, όπως είναι φανερό, και με προθυμία, γενναιότητα και μεγαλοψυχία να περάσετε σαν φτερωτοί με τις σκάλες πάνω από το τείχος. Και τη φήμη που κέρδισαν οι πρόγονοί μας και τους χάρισε ο Θεός μη γίνετε αφορμή εσείς να τη χάσουμε· αντίθετα, πλησίασε η ώρα να την αυξήσουμε κατά πολύ»....


 «Αν μερικοί από σας σκοτωθούν, όπως είναι φυσικό στους πολέμους, και γραφτό της μοίρας του καθενός, ξέρετε πολύ καλά τι λέει ο προφήτης μας στο Κοράνι: εκείνος που θα πεθάνει υπό τέτοιες συνθήκες θα δειπνήσει και θα πιει στον παράδεισο, ολόσωμος μαζί με το Μωάμεθ· και με παιδιά!!! και με ωραίες γυναίκες και παρθένες θα αναπαυτεί σε τόπο χλοερό και αρωματισμένο από λουλούδια, θα λουστεί σε ωραιότατο λουτρό και θα έχει τα πάντα από το Θεό σε εκείνο τον τόπο. Και πάλι, σ’ αυτή τη ζωή, όλος ο στρατός και οι άρχοντες της αυλής μου, αν νικήσουμε, ο μισθός που θα έχουν από μένα κατ’ αναλογία θα είναι διπλάσιος για τον καθέναν απ’ όσα έχουν τώρα· αυτός θ’ αρχίζει από σήμερα και θα καταβάλλεται ως το τέλος της ζωής τους. Για τρεις ημέρες η Πόλη θα είναι δική σας. Ό,τι κι αν αρπάξετε ή βρείτε, χρυσό ή ασημένιο σκεύος και ρούχα, αιχμαλώτους —άντρες και γυναίκες, μικρούς και μεγάλους— κανείς δε θα μπορεί να σας τα ζητήσει ή να σας ενοχλήσει στο ελάχιστο». Αφού τελείωσε το λόγο του, τους όρκισε να διαφυλάξουν όσα τους διέταξε. Αυτοί χάρηκαν πολύ ακούγοντάς τα, και με μια φωνή αλάλαξαν όλοι στη γλώσσα τους: «Αλλάχ, Αλλάχ Μεεμέτ ρεσούλ Αλλάχ!» που σημαίνει «ο Θεός των Θεών, και ο Μωάμεθ ο Προφήτης του».