MENU

Περάσαμε ένα Βράδυ στο Σπίτι μιας Οικογένειας που ζει Χωρίς Ρεύμα

Βράδυ Τετάρτης, κολλημένοι στην κίνηση. Το Ολυμπιακός-Γιουβέντους, στο Καραΐσκάκη, αρχίζει σε 30 λεπτά και στο γήπεδο φτάνουν..
και οι τελευταίοι οπαδοί. Άλλοι με αυτοκίνητο κι άλλοι με τον ηλεκτρικό. Τα βαγόνια βάφτηκαν κόκκινα.

Έχουμε καθυστερήσει αλλά ο Νίνο δεν βιάζεται. «Έτσι κι αλλιώς εγώ δεν κοιμάμαι», μου λέει στο τηλέφωνο. «Φυλάω το σπίτι».

Λεωφόρος Ειρήνης, και μετά της δεξαμενές ανηφορίζουμε την Ελευθερίας. Ανεβαίνουμε ψηλά, όχι προς τον θρόνο του Ξέρξη, αλλά προς το σπίτι μιας πενταμελούς οικογένειας που τα τελευταία χρόνια ζει χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα. Όχι, δεν τους το έκοψε η ΔΕΗ, «κατέλαβαν» ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι.

Στο Πέραμα είχα ξαναπάει το 2008, στο ξεκίνημα δηλαδή της κρίσης. Πολίτες, Μικρασιάτες, Πόντιοι και νησιώτες που ήρθαν το ’30 για τα ναυπηγεία. Εργάτες, ανεργία, hip hop και Low Bap. Θυμάμαι πως μου είχε κάνει εντύπωση ότι σε ένα σπίτι έμεναν οι παππούδες, οι γονείς, τα παιδιά και καμιά φορά τα δισέγγονα. Όχι από επιλογή, από φτώχεια.

Ο Φρόγκι και η Σάντυ μας αντιλαμβάνονται πρώτοι και αρχίζουν το γάβγισμα. Ο Ρίκο δίπλα τους νιαουρίζει. Η Κούλα, ο Νίνο και η μικρή Μαρία μας περιμένουν υπό το φως των κεριών. «Είμαστε ρομαντικά», το σύνηθες αστείο τους. Η ώρα είναι 10:00. Ο Γιάννης και η Χριστίνα επιστρέφουν από το σχολείο. «Πηγαίνουν νυχτερινό για να μπορούν να διαβάσουν στο φως της ημέρας», θα μου πει η μαμά Κούλα.

Ο Νίνο δούλευε σε βυτία. Το 2007, όμως, όταν έχασε τη δουλειά του. Η οικογένεια δεν είχε να πληρώσει τα ενοίκια, κι έτσι τους έκαναν έξωση. Από το τριάρι της Νίκαιας έσωσαν μόνο κάποια ρούχα και το τραπέζι της κουζίνας. Τα υπόλοιπα κατασχέθηκαν. Ο Νίνο άλλαξε πολλές δουλειές, άλλαξαν και πολλά σπίτια. Πέρασαν κι από ξενώνα αστέγων. Έμειναν μάλιστα περισσότερο απ’ όσο δικαιούνταν. Εκεί, γέννησε η Κούλα την μικρή Μαρία. Είχε περάσει και ο Φασούλας, Δήμαρχος τότε, και τους είχε δώσει συγχαρητήρια για την διακόσμηση του δωματίου. «Η Κούλα με τα χεράκια της το είχε φτιάξει. Κούλα από Κυριακή», λέει ο Νίνο.



Ένα διάστημα έμεναν στο αυτοκίνητο έξω από τα νεκροταφεία. Ο Νίνο και γιος του κουβαλούσαν στεφάνια και έπαιρναν από ένα 10ευρω. Ο Κούλα έπλενε τις μικρές στις τουαλέτες της εκκλησίας. Ευτυχώς που ένας φίλος είπε στον Νίνο για το εγκαταλελειμμένο σπίτι στο Πέραμα.



Ο Γιάννης είναι 20 ετών, η Χριστίνα 14 ετών και η Μαρία 7 ετών. Έχουν τρία κρεβάτια στην σειρά. Το κρεβάτι του Γιάννη έχει μια κουβέρτα με τον spiderman, της Μαρίας με την Barbie και της Χριστίνας με λουλούδια. Η Χριστίνα είναι η καλή μαθήτρια της οικογένειας. Έχει βραβευτεί μάλιστα για τις επιδόσεις της. «Τα φτωχά παιδιά έχουν χάρισμα από τον Θεό», μου λέει η μαμά της.



Όταν κοιμούνται σβήνουν τα κεριά. Ο Γιάννης φοβάται μην πάρουν καμιά μέρα φωτιά. Και ο Νίνο φοβάται, γι’ αυτό δεν κοιμάται τα βράδια. «Εδώ ψηλά συμβαίνουν παράξενα πράματα…» μου λέει. Φυλάει σκοπιά και προστατεύει το σπίτι και την οικογένεια. Μαζεύει γόπες από τα πεζοδρόμια, τις κόβει και κάνει τον δικό του καπνό για να καπνίσει.

Η Κούλα έχει θέμα με την καθαριότητα. Αλλιώς δεν περνάει η μέρα. Κάθε 2,5 μήνες παίρνει ένα οικογενειακό επίδομα 200 ευρώ. Τα μόνα έσοδα της οικογένειας. Πρώτα πρώτα αγοράζει χλωρίνες για το σπίτι.

Ο Νίνο είναι 53. «Σε αυτήν την ηλικία κανένας δεν με παίρνει στην δουλειά». Η Κούλα είναι 39. Ήταν μαγείρισσα αλλά τώρα δεν βρίσκει δουλειά ούτε για λάντζα. Κάθεται όλη μέρα στο σπίτι. Βάφει και ξεβάφει τα νύχια της. «Δεν έχω πιστολάκι. Δεν έχω που να βράσω και τα ρολά μου», μου λέει.



Ψυγείο υπάρχει, κουζίνα υπάρχει, τηλεόραση υπάρχει. Μόνο που όλα αυτά δεν λειτουργούν χωρίς ρεύμα. Τρώνε μία φορά την ημέρα από το συσσίτιο του Αη Γιώργη. Κι όταν, το απόγευμα, τα παιδιά πουν «Μαμά πεινάμε», παίρνει σβάρνα τα αρτοποιεία μήπως και έχει περισσέψει καμιά τυρόπιτα. «Εδώ όλοι έχουν ανάγκη και δεν μπορείς να βασιστείς σε κανέναν» μου λέει. «Ο Νίνο είναι διαβητικός κι αφήνουμε την ινσουλίνη στο μπαλκόνι. Αν υπήρχαν σχέσεις θα μπορούσαμε να την βάλουμε στο ψυγείο κάποιου γείτονα. Οι γειτονιές όμως δεν είναι όπως παλιά». Ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ τους βοηθάει καμιά φορά. Λίγο ψωμί, λίγο τυράκι και γάλα για τα παιδιά.

Τα ρούχα τα πλένει η Κούλα στο χέρι και μπάνιο κάνουν με κρύο νερό. Το καλοκαίρι είναι εντάξει, τον χειμώνα όμως τα πράματα δυσκολεύουν. Κοιμούνται με παπλώματα και διαβάζουν με μπουφάν. Πόρτες και παράθυρα τους έβαλαν ομάδες εθελοντών και τα έπιπλα του σπιτιού τα πήραν από τα «ΧΑΡΙΖΟΝΤΑΙ», στις αγγελίες των εφημερίδων. Φοιτητές που φεύγουν και ζευγάρια που μετακομίζουν, χαρίζουν πολυθρόνες, καναπέδες και σύνθετα.



Το σπίτι έχει παντού εικόνες Αγίων. Μετά την γέννηση της μικρής, η Κούλα είχε μείνει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στο κρεβάτι και προσεύχονταν. Τώρα που είναι καλά αποφάσισαν να χωρίσουν με τον Νίνο. Θα μείνουν όμως μαζί «γιατί ένα σπίτι έχει δύο κολόνες», μου λένε, «και πάντα θα μας ενώνουν τα παιδιά».

Η Μικρή μου δείχνει τα τετράδιά της. Παίρνει πάντα άριστα. Το πρωί ξυπνάει στις 6 για να φτιάξει τα μαλλιά της. Δεν θέλει να αργεί στο σχολείο και η κατηφόρα είναι μεγάλη. Η Χριστίνα, η μεγάλη αδερφή, κάποτε είχε και έναν υπολογιστή. Τον πούλησαν όμως για να αγοράσουν τρόφιμα. Πριν λίγους μήνες είχε βρει κι ένα τηλέφωνο αφής. Τηλεφώνησε όμως η κοπέλα που το έχασε και της το επέστρεψαν. Αυτό ήταν μεγάλη απογοήτευση για την Χριστίνα.

Οι γονείς έχουν κινητά. Τα φορτίζουν στην πρόνοια για να επικοινωνούν με τον Γιάννη και να μαθαίνουν που βρίσκονται τα παιδιά και τι ώρα θα επιστρέψουν στο σπίτι. Έχουν κι ένα παλιό κορσάκι. Δεν έχει όμως βενζίνη για να κινηθεί.

Η μικρή έμαθε στο σκοτάδι. Τα μεγάλα παιδιά όμως αρχίζουν να αντιδρούν. Πιο πολύ από ένα πιάτο ζεστό φαγητό, πιο πολύ από ένα γεμάτο ψυγείο ή ένα ζεστό μπάνιο, νιώθω πως θέλουν μια τηλεόραση, ένα λάπτοπ, ένα τηλέφωνο που να μπαίνει στο ίντερνετ, για να μπορούν να νιώσουν κι αυτοί, όπως οι συμμαθητές τους.