MENU

Πώς θα εκτυλισσόταν ένας Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας

Καθώς βρισκόμαστε στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, διαπιστώνει εύκολα κανείς πως στη γεωπολιτική «σκακιέρα» έχουν σημειωθεί δραματικές
αλλαγές σε σχέση με μόλις μια δεκαετία πριν. Παράγοντες όπως η κρίση στην Ευρώπη, ο συριακός εμφύλιος με την άνοδος του ISIS και τη μεταναστευτική κρίση, οι ολοένα αυξανόμενες αντιπαλότητες και εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας και οι ενέργειες της Ρωσίας όσον αφορά στην Ουκρανία, με αποτέλεσμα τη δημιουργία «ψυχροπολεμικών» εντάσεων με τη Δύση διαμορφώνουν ένα επικίνδυνο «ψηφιδωτό», στο οποίο δεν είναι δύσκολο να διαβλέψει κανείς τον κίνδυνο μιας γενικευμένης ένοπλης σύρραξης, σε κλίμακα ακόμη και υπερδυνάμεων.
Η αυξανόμενη αντιπαλότητα ανάμεσα στην Κίνα και τις ΗΠΑ αποτελεί σε μεγάλο βαθμό «καρπό» της ταχύτατης οικονομικής ανόδου της Λαϊκής Δημοκρατίας και της ανάδειξής της σε οικονομική υπερδύναμη- η οποία αναπόφευκτα συνοδεύτηκε από μέριμνα για τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεών της, προκαλώντας προβληματισμούς στη Δύση, και ειδικότερα στις ΗΠΑ, οι οποίες εδώ και καιρό έχουν στρέψει την προσοχή τους στον Ειρηνικό. Λαμβάνοντας υπόψιν «φορτισμένες» συμβολικές κινήσεις όπως η στρατιωτική παρέλαση για την «Ημέρα της Νίκης» επί της Ιαπωνίας και το βίντεο που τη συνόδεψε, αλλά και πιο «χειροπιαστά» ζητήματα, όπως η δημιουργία τεχνητών νησιών για στρατιωτική χρήση στον Ειρηνικό (συνοδευόμενη από εντάσεις λόγω πτήσεων αμερικανικών κατασκοπευτικών) και η «κόντρα» για την κυβερνοκατασκοπεία, δεν είναι δύσκολο πλέον να φανταστεί κανείς μια ένοπλη σύγκρουση μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ στο κοντινό μέλλον.
Πώς θα μπορούσε να ξεκινήσει ένας πόλεμος
Όπως γράφει στο The Commentator ο Μάικλ Όστιν, αναλυτής του American Enterprise Institute, τρεις τρόποι με τους οποίους θα μπορούσε να ξεκινήσει μια τέτοια σύγκρουση είναι οι εξής:
  • -Ατύχημα: Το αμερικανικό ναυτικό αποστέλλει πολεμικά πλοία σε απόσταση μικρότερη των 12 μιλίων από τα τεχνητά νησιά (στο σύμπλεγμα Σπράτλι), με αποτέλεσμα η Κίνα να θεωρήσει ότι παραβιάζονται τα χωρικά της ύδατα. Ακολουθεί θερμό επεισόδιο με καταστροφικές συνέπειες.
  • -Προσχεδιασμένη ενέργεια: Η Κίνα έχει «ποντάρει» τη γεωπολιτική υπόληψή της στη νοτιοανατολική Ασία πάνω στις αξιώσεις της στη Θάλασσα Νότιας Κίνας και την κατασκευή των νησιών. Ως εκ τούτου, η κινεζική ηγεσία μπορεί να αποφασίσει ότι αξίζει να διακινδυνεύσει ένα θερμό επεισόδιο με τις ΗΠΑ εάν αυτό πρόκειται να σταματήσει τις αμερικανικές «παραβιάσεις» στην περιοχή, ποντάροντας στο ότι οι Αμερικανοί δεν θα ρισκάρουν κάτι τέτοιο, ενώ είναι ανοικτές κρίσεις στη Μ. Ανατολή και την Ουκρανία.
  • -Έμμεση σύγκρουση: Ακόμα και χωρίς απευθείας αναμετρήσεις με τις ΗΠΑ, η Κίνα θα μπορούσε να ακολουθήσει πιο επιθετική στρατηγική (από άποψης ναυτικών και αεροπορικών αναχαιτίσεων) απέναντι σε «τρίτες» χώρες, με τις οποίες έχει ήδη εντάσεις, όπως οι Φιλιππίνες και το Βιετνάμ- ενώ υπενθυμίζεται πάντα η «παραδοσιακή» ένταση με την Ιαπωνία και την Ταϊβάν, αντιπαράθεση με τις οποίες όμως θεωρείται ότι θα έφερνε 100% τις ΗΠΑ σε μια πιθανή αναμέτρηση.
victory day china

Παράλληλα, σε άρθρο του Μάικλ Πίλσμπερι (διευθυντής του Center on Chinese Strategy, Hudson Institute) στο Foreign Policy, επισημαίνεται η έλλειψη εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δύο πλευρές: «Οι Κινέζοι στρατιωτικοί και πολιτικοί ηγέτες πιστεύουν ότι η χώρα τους βρίσκεται στο επίκεντρο των αμερικανικών πολεμικών σχεδιασμών. Με άλλα λόγια, το Πεκίνο πιστεύει ότι οι ΗΠΑ ετοιμάζονται για το ενδεχόμενο σύγκρουσης με την Κίνα- και ότι πρέπει να ετοιμαστεί και αυτό από την πλευρά του». Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλοί Κινέζοι αξιωματούχοι έχουν κατά καιρούς εκφράσει ανησυχίες για τον ολοένα και αυξανόμενο αριθμό δημοσιεύσεων από αμερικανικούς φορείς για το ενδεχόμενο ενός τέτοιου πολέμου- και τους τρόπους με τους οποίους οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να επικρατήσουν. «Αλλά και η Κίνα κάνει το ίδιο πράγμα. Το 2013, οι στρατηγοί Πενγκ Γκουανγκτζάν και Γιάο Γιούζι ανανέωσαν το κλασικό πλέον εγχειρίδιο, “Η Επιστήμη της Πολεμικής Στρατηγικής”, ζητώντας από το Πεκίνο να μεριμνήσει για την ποιότητα και ποσότητα των πυρηνικών όπλων, ώστε να κλείσει το κενό με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία...πολλοί εκτός Πενταγώνου μπορεί να εκπλαγούν από το πόσοι ανώτεροι Αμερικανοί αξιωματούχοι ανησυχούν για έναν πόλεμο με την Κίνα».
Πώς θα εκτυλισσόταν ένας πόλεμος
Σε αυτό το πλαίσιο, η RAND Corporation πραγματοποίησε μια μεγάλης κλίμακας έρευνα- ανάλυση σχετικά με το πώς θα εξελισσόταν μια τέτοια σύγκρουση και ποια είναι η ισορροπία δυνάμεων σε δύο σενάρια, ένα με επίκεντρο την Ταϊβάν και ένα με επίκεντρο τα νησιά Σπράτλι. Όπως επισημαίνεται, μέσα σε διάστημα 20 ετών, οι ένοπλες δυνάμεις της Λαϊκής Δημοκρατίας έχουν μεταμορφωθεί από μια μεγάλη αλλά απαρχαιωμένη δύναμη σε μια μοντέρνα πολεμική μηχανή, η οποία μπορεί να βρίσκεται ακόμα πίσω από τις ΗΠΑ, αλλά έχει κλείσει κατά πολύ το χάσμα- ενώ παράλληλα έχει και το πλεονέκτημα της εγγύτητας στις ζώνες όπου αναμένεται να λάβουν χώρα οι αναμετρήσεις. «Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η Κίνα δεν βρίσκεται κοντά στο να φτάσει τις ΗΠΑ από πλευράς συνολικών δυνατοτήτων, αλλά και ότι δεν χρειάζεται να το κάνει για να τις προκαλέσει στην περιφέρειά της. Επίσης, αν και η δυνατότητα προβολής ισχύος σε μεγαλύτερες αποστάσεις παραμένει περιορισμένη, η εμβέλειά της αυξάνεται, και στο μέλλον η αμερικανική στρατιωτική κυριαρχία πιθανώς να αμφισβητηθεί σε μεγάλες αποστάσεις από τις ακτές της Κίνας».
1- Κινεζικές επιθέσεις κατά αμερικανικών αεροπορικών βάσεων

j11

Δεδομένης της σημασίας της αεροπορικής ισχύος στους πρόσφατους πολέμους, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι η Κίνα επεδίωξε να βρει τρόπους εξουδετέρωσης των αμερικανικών δυνατοτήτων σε αυτό τον τομέα. Σε αυτό το πλαίσιο, έχουν αναπτυχθεί βαλλιστικοί πύραυλοι και βλήματα cruise που απειλούν τις προκεχωρημένες αμερικανικές αεροπορικές βάσεις. Από μια χούφτα βαλλιστικών πυραύλων με συμβατικές κεφαλές το 1996, θεωρείται πως πλέον η Κίνα έχει περίπου 1.400 βαλλιστικούς πυραύλους και εκατοντάδες cruise. Αν και τα περισσότερα είναι μικρής εμβέλειας, περιλαμβάνεται και σημαντικός αριθμός βλημάτων μέσης εμβέλειας που θα μπορούσαν να χτυπήσουν τις βάσεις στην Ιαπωνία. Επίσης, έχει αυξηθεί κατά πολύ και η ακρίβεια, από εκατοντάδες μέτρα τη δεκαετία του 1990, στα 5-10 μέτρα σήμερα. Επίσης, οι εμβέλειες έχουν αυξηθεί, από μικρές (κάτω των 1.000 χλμ) στις μεσαίες (1.000-3.000χλμ).
Τα μοντέλα της RAND για επιθέσεις με βαλλιστικούς πυραύλους κατά της βάσης Καντένα (η πλησιέστερη στα Στενά της Ταϊβάν αμερικανική βάση) υποδεικνύουν ότι ακόμα και ένας μικρός αριθμός πυραύλων ακριβείας θα μπορούσε να επιφέρει παύση επιχειρήσεων για κάποιες κρίσιμες ημέρες, στην πρώτη φάση των εχθροπραξιών- ενώ εντατικές επιθέσεις θα μπορούσαν να κάνουν το ίδιο για εβδομάδες. Αν και βελτίωση των αμερικανικών αμυνών θα μπορούσε να μειώσει την απειλή, θεωρείται ότι οι κινεζικοί πύραυλοι αναπόφευκτα θα δυσχεράνουν τις αμερικανικές δυνατότητες επιχειρήσεων από προκεχωρημένες βάσεις.

2- Η μάχη για την απόκτηση αεροπορικής υπεροχής

f22

Από το 1996 και μετά οι ΗΠΑ ενισχύουν τις αεροπορικές τους δυνατότητες με μαχητικά πέμπτης γενεάς, περιλαμβανομένων του F-22 και του (αμφιλεγόμενου ακόμα) F-35. Η Κίνα έχει αντικαταστήσει πολλά από τα απαρχαιωμένα, δεύτερης γενεάς μαχητικά της, που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος της αεροπορίας της το 1996, με μαχητικά τετάρτης γενεάς, που πλέον απαρτίζουν περίπου τη μισή της αεροπορική ισχύ.
Για τους σκοπούς των δύο σεναρίων, τα μοντέλα εξέτασαν τον αριθμό των μαχητικών που θα χρειάζονταν οι ΗΠΑ στον δυτικό Ειρηνικό για να νικήσουν μια κινεζική αεροπορική εκστρατεία. Όπως έδειξαν τα αποτελέσματα, οι αμερικανικές απαιτήσεις είναι αυξημένες κατά πολύ σε σχέση με το 1996. Στην περίπτωση του σεναρίου της Ταϊβάν (2017) θεωρείται ότι οι Αμερικανοί διοικητές δεν θα είναι σε θέση να βρουν τις βάσεις που θα απαιτούνται για επιχειρήσεις διαρκείας επτά ημερών, και ως εκ τούτου θα ακολουθούσαν μια πιο «υπομονετική» στρατηγική μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας, κάτι όμως που θα αύξανε τον κίνδυνο για τις επίγειες και ναυτικές δυνάμεις. Στο σενάριο για τα Σπράτλι τα πράγματα είναι καλύτερα, καθώς απαιτούνται σχεδόν οι μισές δυνάμεις.

3- Αμερικανική διείσδυση στον κινεζικό εναέριο χώρο

b2

Η ενίσχυση της κινεζικής αεράμυνας αποτελεί λόγο ανησυχίας για την αμερικανική διοίκηση, καθώς δυσκολεύει τις επιχειρήσεις κοντά ή μέσα στον κινεζικό εναέριο χώρο. Το 1996, τα περισσότερα αντιαεροπορικά συστήματα μακράς εμβέλειας ήταν κινεζικά αντίγραφα του απαρχαιωμένου σοβιετικού SA-2. Αυτό έχει αλλάξει, με εξελιγμένα συστήματα (περίπου 200) με εμβέλειες που φτάνουν και τα 200 χλμ. Σε συνδυασμό με τη βελτίωση στον τομέα της αεροπορικής ισχύος, τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα- αλλά παράλληλα οι ΗΠΑ έχουν σημειώσει μεγάλη πρόοδο στις δυνατότητες διείσδυσής τους, χάρη σε περισσότερα stealth αεροσκάφη, καθώς και νέα αεροσκάφη για αποστολές καταστολής αεράμυνας.
Το μοντέλα που χρησιμοποιήθηκαν έδειξαν αξιοσημείωτη βελτίωση της κατάστασης για την Κίνα κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 1996 και 2017 στο σενάριο της Ταϊβάν, ωστόσο στο σενάριο των Σπράτλι τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα για τις ΗΠΑ.

4- Αμερικανικές επιθέσεις κατά κινεζικών βάσεων

f35

Αν και η διείσδυση στον κινεζικό εναέριο χώρο έχει γίνει δυσκολότερη, η ανάπτυξη νέων γενεών όπλων ακριβείας δίνει σημαντικό πλεονέκτημα στις ΗΠΑ, με μεγάλο εύρος όπλων μακράς εμβέλειας, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από πολλές πλατφόρμες. Αυτό επιτρέπει στις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ να πλήξουν περισσότερους στόχους, προκαλώντας μεγαλύτερη ζημιά με κάθε επίθεση.
Εξομοιώνοντας επιθέσεις σε 40 κινεζικές αεροπορικές βάσεις εντός εμβέλειας μαχητικών από την Ταϊβάν (χωρίς εναέριο ανεφοδιασμό), και κατά των (πολύ λιγότερων) βάσεων στα Σπράτλι, τα μοντέλα έδειξαν ότι, ενώ το 1996 οι αμερικανικές επιθέσεις θα μπορούσαν να «κλείσουν» τις βάσεις για 8 ώρες (μέσος όρος), το χρονικό αυτό διάστημα έχει αυξηθεί στις 2-3 ημέρες το 2010 και αναμένεται να μείνει ίδιο το 2017. Πρακτικά, υπολογίζεται ότι οι αμερικανικές αεροπορικές δυνάμεις θα μπορούσαν να «κλείσουν» όλες τις βάσεις στα Σπράτλι για την πρώτη εβδομάδα των επιχειρήσεων.

5- Κινεζικές επιχειρήσεις κατά μονάδων επιφανείας

chinese submarine

Οι κινεζικές ένοπλες δυνάμεις έχουν δώσει μεγάλη έμφαση στην αντιμετώπιση των αμερικανικών μονάδων κρούσης αεροπλανοφόρων (carrier strike groups- CSG), αναπτύσσοντας αξιόπιστες και εξελιγμένες δυνατότητες παρακολούθησης/ εντοπισμού πέρα από τον ορίζοντα (OTH-over the horizon) και αναγνώρισης, με στρατιωτικούς δορυφόρους και συστήματα ραντάρ. Επίσης, ιδιαίτερη μέριμνα έχει ληφθεί για την ανάπτυξη βαλλιστικών βλημάτων για χρήση κατά πλοίων (ASBM), που αποτελούν νέα απειλή για το αμερικανικό ναυτικό. Ωστόσο, οι «πολυδιαφημισμένοι» ASBM αποτελούν πραγματικό αίνιγμα όσον αφορά στο αν θα είναι πραγματικά τα «carrier killer» όπλα που προβάλλονται από τα ΜΜΕ ή αν τα αμερικανικά αντίμετρα θα αποδειχθούν επαρκή.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η εκσυγχρονισμένη κινεζική αεροπορία και ο υποβρύχιος στόλος αποτελούν απειλή που δεν γίνεται να αγνοηθεί: Μεταξύ του 1996 και του 2015, ο αριθμός των σύγχρονων κινεζικών ντιζελοκίνητων υποβρυχίων έχει αυξηθεί από 2 στα 41, και σχεδόν όλα φέρουν πυραύλους cruise, πέρα από τορπίλες. Γενικότερα, θεωρείται ότι τα κινεζικά υποβρύχια αποτελούν απόλυτα υπαρκτή και υπολογίσιμη απειλή, τόσο στο σενάριο της Ταϊβάν, όσο και των Σπράτλι, με τις δυνατότητες της Λαϊκής Δημοκρατίας να αναμένεται να συνεχίσουν να σημειώνουν αυξητική τάση και μετά το 2017.

6- Αμερικανικές επιχειρήσεις κατά μονάδων επιφανείας

carrier hornet

Στο πλαίσιο της μελέτης αξιολογήθηκαν οι κινεζικές δυνατότητες αμφίβιας επίθεσης και οι αμερικανικές δυνατότητες βύθισης των κινεζικών αποβατικών σκαφών. Όπως διαπιστώθηκε, αν και οι αμερικανικές δυνατότητες έχουν μειωθεί από το 1996, εξακολουθούν να παραμένουν μεγάλες. Η Κίνα έχει ενισχύσει τις αμφίβιες δυνάμεις της από το 1996 και μετά (θεωρείται ότι θα έχουν διπλασιαστεί το 2017), καθώς και τις ανθυποβρυχιακές της δυνατότητες (περισσότερα πλοία και ελικόπτερα). Ως εκ τούτου, η αμερικανική αποτελεσματικότητα όσον αφορά στη δράση των υποβρυχίων κατά των κινεζικών αποβατικών δυνάμεων έχει μειωθεί- αλλά και πάλι, το 2017 εκτιμάται ότι από μόνα τους τα αμερικανικά υποβρύχια θα είναι σε θέση να καταστρέψουν το 40% των κινεζικών αποβατικών δυνάμεων μέσα σε επτά ημέρες επιχειρησιακής δράσης- απώλειες που θα ήταν καταστροφικές για τους Κινέζους. Αν ληφθεί υπόψιν και η δράση αεροσκαφών και πλοίων επιφανείας με πυραύλους cruise, τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα για την Κίνα- ακόμα και αν η αλήθεια είναι πως οι ΗΠΑ δεν έχουν δώσει και πολύ μεγάλη έμφαση στον τομέα των πυραύλων κατά μονάδων επιφανείας από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μετά, κάτι που τώρα έχει αρχίσει να αλλάζει.

7-Αμερικανικές αντιδιαστημικές (counterspace) επιχειρήσεις

spy satellite

Οι ΗΠΑ, με 526 δορυφόρους, έχουν πολύ πιο εκτεταμένες υποδομές σε τροχιά από την Κίνα με τους 132. Η Κίνα προσπαθεί να κλείσει το κενό, αυξάνοντας τις εκτοξεύσεις δορυφόρων. Σημειώνεται ότι «παραδοσιακά» οι ΗΠΑ φαίνονταν διστακτικές όσον αφορά στην ανάπτυξη αντιδιαστημικών συστημάτων, αφ'ενός επειδή κάτι τέτοιο συνεπάγεται «νομιμοποίησή» τους, και αφ'ετέρου λόγω της δικής τους εξάρτησης από το δορυφορικό δίκτυο. Αυτό άλλαξε το 2002, με την έγκριση χρηματοδότησης για την ανάπτυξη επιλεγμένων δυνατοτήτων, με έμφαση στις παρεμβολές και το μπλοκάρισμα εχθρικών δορυφόρων επικοινωνιών. Επίσης, υπάρχει η δυνατότητα αξιοποίησης πειραματικών ή διπλής χρήσης συστημάτων, όπως σταθμών laser ranging, για κατάδειξη στόχων σε άλλα μέσα ή «τύφλωση» κινεζικών δορυφόρων- ενώ δεν πρέπει να παραβλέπεται και η δυνατότητα χρήσης αντιβαλλιστικών όπλων (πυραύλους αναχαίτισης βαλλιστικών βλημάτων) εναντίον δορυφόρων.

8- Κινεζικές αντιδιαστημικές επιχειρήσεις

chinese satellite

Η Κίνα αναπτύσσει εντατικά τις δυνατότητές της στον κλάδο, έχοντας επδείξει δυνατότητες καταστροφής δορυφόρων το 2007, με πυραυλική δοκιμή εναντίον παροπλισμένου μετεωρολογικού δορυφόρου σε ύψος 850 χλμ. Επίσης, το 2014 θεωρείται πως έγιναν δοκιμές αντιβαλλιστικών πυραύλων, και εκτιμάται ότι περιελάμβαναν τον αντιδορυφορικό ρόλο. Ωστόσο, όπως και στην περίπτωση των ΗΠΑ, πολιτικοί λόγοι θεωρείται ότι μάλλον θα εμποδίσουν τη χρήση τέτοιων μέσων. Πιο πιθανή (και ανησυχητική για τις ΗΠΑ) θεωρείται η χρήση ρωσικής προέλευσης συστημάτων παρεμβολών, καθώς και λέιζερ για «τύφλωση» δορυφόρων. Η μεγαλύτερη απειλή είναι απέναντι στους δορυφόρους τηλεπικοινωνιών και τα συστήματα imaging.

9-Κυβερνοπόλεμος

cyber warfare

Η κινεζική δραστηριότητα στον κυβερνοχώρο έχει αποτελέσει λόγο έντονων τριβών μεταξύ των δύο χωρών, καθώς υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι πολλές από τις δραστηριότητες κυβερνοκατασκοπείας που προέρχονται από την Κίνα σχετίζονται με τον κινεζικό στρατό- οποίος διατηρεί οργανωμένες μονάδες κυβερνοπολέμου από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, τη στιγμή που η US Cyber Command ιδρύθηκε μόλις το 2009. Ωστόσο, παρά την εικόνα της «σαρωτικής κινεζικής κυβερνοεπίθεσης» που προβάλλεται στα ΜΜΕ, θεωρείται πάρα πολύ πιθανό ότι, υπό συνθήκες πολέμου, οι αμερικανικές επιδόσεις θα προκαλέσουν έκπληξη, καθώς η Cyber Command συνεργάζεται στενά με την NSA και, ως γνωστόν, οι δυνατότητες της διαβόητης πλέον υπηρεσίας τείνουν να μαθαίνονται...αρκετά μετά τη χρήση τους. Επίσης, αξίζει να υπενθυμιστεί ότι το Stuxnet, που χρησιμοποιήθηκε κατά του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, θεωρείται πως ήταν αμερικανικής-ισραηλινής προέλευσης- και επρόκειτο για ένα κυβερνοόπλο που εξέπληξε τους πάντες, ως προάγγελος της «νέας εποχής» του κυβερνοπολέμου.
Όσον αφορά στον ευρύτερο τομέα της κυβερνοασφαλείας (επιπτώσεις κυβερνοεπιθέσεων, διαχείριση δικτύων, γενική αντοχή) οι ΗΠΑ θεωρείται πως έχουν το πλεονέκτημα. Αν και η Κίνα βελτιώνει τις επιδόσεις της, δεν μπορεί να αγνοηθούν τα τεράστια επίπεδα μόλυνσης από malware στη χώρα. Γενικότερα πάντως, εκτιμάται πως, σε περίπτωση σύγκρουσης, ο τομέας του κυβερνοπολέμου θα είναι γεμάτος εκπλήξεις, και από/για τις δύο πλευρές.

10- Πυρηνικά όπλα

chinese missile

Εξετάζοντας το κεφάλαιο των πυρηνικών όπλων υπό το πρίσμα της σταθερότητας στον συσχετισμό δυνάμεων (το κατά πόσον μπορεί να διατηρήσει η μία πλευρά δυνατότητες δεύτερου πλήγματος σε περίπτωση πρώτου πλήγματος από την άλλη), διαπιστώνεται ότι η κατάσταση για την Κίνα έχει βελτιωθεί από το 1996 και μετά για την Κίνα, που έχει βελτιώσει τόσο την ποιότητα όσο και την ποσότητα, κυρίως με φορητούς πυραύλους και υποβρύχια.
Οι ΗΠΑ ασχολούνται με τον εκσυγχρονισμό του πυρηνικού οπλοστασίου, ωστόσο οι συνθήκες START και New START μειώνουν των αριθμό των κεφαλών και συστημάτων παράδοσής τους σε επιχειρησιακή ετοιμότητα. Ωστόσο, ακόμα και έτσι, το αριθμητικό πλεονέκτημα είναι συντριπτικό υπέρ των Αμερικανών, με αναλογία τουλάχιστον 13 προς 1. Ένα κινεζικό πρώτο χτύπημα σε καμία περίπτωση δεν θα κατάφερνε να στερήσει τη δυνατότητα αντεπίθεσης από τις ΗΠΑ. Όσον αφορά στην Κίνα, μέχρι το 2003 θεωρούνταν ότι ελάχιστα πυρηνικά όπλα θα κατάφερναν να γλιτώσουν από ένα αμερικανικό πρώτο πλήγμα. Τα δεδομένα έχουν αλλάξει πλέον, και εκτιμάται ότι η απόπειρα εξουδετέρωσης του κινεζικού πυρηνικού οπλοστασίου μέσω ενός «αφοπλιστικού» πρώτου πλήγματος δεν αποτελεί αξιόπιστη επιλογή.