Ο προϊστορικός αυτός οικισμός αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του Αιγαίου στα..
προϊστορικά χρόνια. Οι πρώτοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στη Σαντορίνη τη Νεολιθική Εποχή. Στο ξεκίνημα της εποχής του χαλκού οι αρχαιολόγοι μιλούν ήδη για οικισμό στο Ακρωτήρι. Τα επόμενα χρόνια ο οικισμός μεγάλωσε και χάρη στο λιμάνι του αναδείχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα του Αιγαίου. Ο πλούτος έδωσε την ευκαιρία στους κατοίκους του Ακρωτηρίου να δημιουργήσουν ένα μοναδικό πολιτισμό, με μια πορεία 4000 χρόνων, στο χώρο του Αιγαίου.
Η μεγάλη του έκταση (περίπου 200 στρέμματα), η άριστη πολεοδομική του οργάνωση, το αποχετευτικό του δίκτυο, τα περίτεχνα πολυώροφα κτήρια του με τον έξοχο τοιχογραφικό διάκοσμο, την πλούσια επίπλωση και οικοσκευή μαρτυρούν για τη μεγάλη του ανάπτυξη.
Τα ποικίλα εισηγμένα προϊόντα που βρέθηκαν μέσα στα κτήρια δείχνουν πόσο ευρύ ήταν το πλέγμα των εξωτερικών σχέσεων του Ακρωτηρίου. Διατηρούσε στενές σχέσεις με τη Μινωική Κρήτη αλλά βρισκόταν σε επικοινωνία και με την Ηπειρωτική Ελλάδα, τη Δωδεκάνησο, την Κύπρο, τη Συρία και την Αίγυπτο.
Η ζωή στην πόλη τελείωσε απότομα το τελευταίο τέταρτο του 17ου π.χ. αιώνα, όταν οι κάτοικοί της αποφάσισαν να την εγκαταλείψουν εξαιτίας ισχυρών σεισμών. Η έκρηξη του ηφαιστείου ακολούθησε. Τα ηφαιστειακά υλικά που κάλυψαν την πόλη και ολόκληρο το νησί προστάτευσαν ως σήμερα τα κτήρια και το περιεχόμενό τους, όπως έγινε και στην Πομπηία.
Στοιχεία για την κατοίκηση του Ακρωτηρίου της Θήρας κατά την προϊστορική εποχή άρχισαν να έρχονται στο φως από το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Οι συστηματικές όμως ανασκαφές άρχισαν εκεί το 1967 από τον καθηγητή Σπυρίδωνα Μαρινάτο υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Στοιχεία για την κατοίκηση του Ακρωτηρίου της Θήρας κατά την προϊστορική εποχή άρχισαν να έρχονται στο φως από το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Οι συστηματικές όμως ανασκαφές άρχισαν εκεί το 1967 από τον καθηγητή Σπυρίδωνα Μαρινάτο υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Ο Μαρινάτος αποφάσισε να ανασκάψει στο Ακρωτήρι ελπίζοντας ότι θα επαληθεύσει μια παλιά του θεωρία που είχε δημοσιεύσει από τη δεκαετία του ’30, ότι η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας προκάλεσε την κατάρρευση του πολιτισμού της Μινωικής Κρήτης. Μετά το θάνατο του Μαρινάτου, στα 1974, η ανασκαφή συνεχίζεται υπό την διεύθυνση του καθηγητή Χρίστου Ντούμα.
Η αρχιτεκτονική του οικισμού
Τα κτίρια είχαν δύο ή τρεις ορόφους και πολλά δωμάτια. Τα πλουσιότερα ήταν κατασκευασμένα από πελεκητές πέτρες, τα οποία, για αυτόν τον λόγο, οι αρχαιολόγοι τα ονομάζουν ξεστές. Τα υπόλοιπα κτίρια ήταν κατασκευασμένα από τούβλα λάσπης ενισχυμένα με άχυρα, ξύλα και γύψο. Η θεμελίωση κατά κανόνα ήταν ρηχή και πολλές φορές υπήρχε τεχνητή επίχωση. Σε δύο περιπτώσεις, κάτω από την Ξεστή και κάτω από τα θεμέλια του μεσοκυκλαδικού κτιρίου, πάνω στα ερείπια του οποίου χτίστηκε η Δυτική οικία, βρέθηκε στρώση από χαλαρά θραύσματα πορώδους λάβας διατομής 4 με 6 εκατοστών , η οποία έπαιζε τον ρόλο σεισμικής μόνωσης.
Τα δάπεδα των ορόφων κατασκευάζονταν από ξύλα και καλάμια, πάνω στα οποία υπήρχε πατημένο χώμα, στο οποίο συχνά τοποθετούσαν σχιστολιθικές πλάκες ή βότσαλα. Με ξύλα και καλάμια κατασκευαζόταν και η στέγη, πάνω στην οποία τοποθετούσαν, επίσης, πατημένο χώμα, το οποίο δρούσε ως μονωτικό και εξασφάλιζε δροσιά το καλοκαίρι και ζέστη το χειμώνα.
Οι κάτω όροφοι χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες, εργαστήρια ή μύλοι, ενώ οι πάνω όροφοι ήταν οι χώροι διαμονής των κατοίκων. Στα πιο πλούσια σπίτια, συχνά, οι τοίχοι των πάνω ορόφων ήταν διακοσμημένοι με τοιχογραφίες. Οι δρόμοι της πόλης ήταν λιθόστρωτοι. Η αποχέτευση των κτιρίων γινόταν με πήλινους σωλήνες που βρίσκονταν μέσα στους τοίχους των κτιρίων και κατέληγαν σε χτιστούς υπονόμους κάτω από τους λιθόστρωτους δρόμους.oge.