MENU

Ο Οργουελ «ζει» στο πορτοφόλι σου

Του Δημήτρη Κούλαλη,ΕΛΛΟΓΑ ΠΑΡΑΛΟΓΑ «Η κατάργηση των μετρητών (…) θα πρέπει να εκληφθεί ως μακροπρόθεσμο σχέδιο και δεν συνιστά άμεση μετατόπιση σε μια κοινωνία χωρίς  μετρητά.(…) Η διαδικασία κατάργησης θα ήταν πιο ελκυστική εάν βασιζόταν σε μεμονωμένες επιλογές των καταναλωτών και στη βάση κέρδους- κόστους -καθώς- φαίνεται εξ ολοκλήρου ακίνδυνη -ωστόσο- χρειάζεται προσαρμογή (και) σε πολιτικό επίπεδο. -Κι αυτό γιατί- μπορεί να υπάρξουν δικαιολογημένες αντιρρήσεις. (…) Η δυσαρέσκεια των οικογενειών και των μικρών επιχειρήσεων μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνικές εντάσεις (…) επομένως, σε απώλειες- όσον αφορά- το ΑΕΠ. (…) Σε κάθε περίπτωση, -η προσπάθεια- να επιβληθεί η κατάργηση με διάταγμα πρέπει να αποφευχθεί, δεδομένης της δημοφιλίας των μετρητών. Χρειάζεται ένα στοχευμένο πρόγραμμα ευαισθητοποίησης ώστε να αρθεί η καχυποψία σχετικά με την κατάργηση».

Αυτά είναι μερικά μόνο απ’ όσα επεσήμανε σε Έκθεσή του («The Macroeconomics of De- Cashing» )το ΔΝΤ στις 27/3/2017.

***

Η συζήτηση για την κατάργηση των συναλλαγών με μετρητά εισήλθε δυναμικά στο προσκήνιο τα τελευταία 2 χρόνια, μεσούσης της παγκόσμιας ύφεσης και με ένα γιγάντιο χρέος να εκκρεμεί. Έπειτα από την αποτυχία των μέτρων που πάρθηκαν για τη στήριξη του χρηματοπιστωτικού τομέα (ποσοτική χαλάρωση, κεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος με κρατικά κονδύλια από τις ΚΤ κ.ά.), άρθρα «ειδικών» που μιλούν για «οικονομική επανάσταση», αναλύσεις και σωρεία διαφημιστικών μηνυμάτων από τράπεζες κατέκλυσαν τον δημόσιο λόγο. Ως επιστέγασμα αυτών, ήλθαν στη συνέχεια οι επισημάνσεις στο Νταβός της Ελβετίας πέρυσι και φέτος, περί του επωφελούς, όπως υποστήριξε η πρόεδρος του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, αναγκαίου και αναπόφευκτου χαρακτήρα αυτής της εξέλιξης.

Βέβαια, δεν προσδιορίστηκε σχεδόν από κανέναν ποιος θα… ωφεληθεί από την κατάργηση των μετρητών. Λέμε σχεδόν από κανέναν, γιατί, σύμφωνα με τα όσα αποκάλυψε κατά τη διάρκεια του World Economic Forum στέλεχος της Morgan Stanley, μέσω της κατάργησης δίνεται η δυνατότητα, σε περιόδους κρίσεων ρευστότητας και φερεγγυότητας, επιβολής μεγαλύτερων αρνητικών επιτοκίων. Πρακτική, η οποία ευελπιστούν ότι θα ωθήσει τους πολίτες να ξοδέψουν ευκολότερα και περισσότερο τα χρήματα τους. Μιας και στην πραγματική οικονομία το επιτόκιο είναι εκείνο το ποσοστό που απεικονίζει την απόδοση (κέρδος) που έχει κάποιος (λόγου χάρη η τράπεζα) που δανείζει χρήματα σε κάποιον άλλον (δανειολήπτης) ή αντίστοιχα ο καταθέτης που αποταμιεύει τα χρήματά του στην τράπεζα.

Όμως, τι συμβαίνει όταν η τράπεζα ή το κράτος δεν θέλουν να μένουν τα χρήματα μέσα στις τράπεζες αλλά να κινούνται στην αγορά, δηλαδή στις επιχειρήσεις;

Πολύ απλά ρίχνουν τα επιτόκια μέχρι εκείνα να φτάσουν στο μηδέν ή και σε αρνητικά νούμερα. Κάτι που σημαίνει ότι όποιος έχει καταθέσεις στην τράπεζα, με την επιβολή αρνητικού επιτοκίου πληρώνει την τράπεζα για να του φυλάξει τα χρήματά του. Παραδείγματος χάρη, ένα αρνητικό επιτόκιο της τάξης του -5% θα έχει ως αποτέλεσμα σε έναν χρόνο κάποιος να πάρει 95 σεντς για κάθε ένα ευρώ που έχει στην τράπεζα.

Βάζοντας, δηλαδή, τα χρήματά σου σε ένα ασφαλές μέρος, όπως για παράδειγμα σε μια ΚΤ ή σε κάποιο κρατικό ομόλογο, αυτόματα χάνεις λίγα από αυτά.

Το ομολογούσε άλλωστε και το στέλεχος του ΔΝΤ, Alex Kireyef: «(…)Η κατάργηση των μετρητών», έγραφε, «πρέπει να βελτιώσει τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Με τα περισσότερα χρήματα να έχουν τη μορφή μεταβιβάσιμων καταθέσεων, οι ΚΤ θα είναι σε θέση να ασκήσουν επιρροή στους όρους ρευστότητας και στις πιστώσεις καλύτερα με την πολιτική επιτοκίου τους». Ενώ αποκαλυπτικό ήταν και το σχόλιο των «Financial Times» πριν από λίγο καιρό, το οποίο υποστήριζε ότι «η ύπαρξη μετρητών περιορίζει την ικανότητα των ΚΤ να ενισχύσουν μια οικονομία που είναι σε ύφεση».

«Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν», εξηγούσε ο Πολ Μέισον στην εφημερίδα “Guardian”, «ότι αυτά τα μέτρα οδήγησαν στην ολοένα και αυξανόμενη δημοφιλία των μετρητών (…). Μια έρευνα της Τράπεζας της Αγγλίας δείχνει ότι η ζήτηση σε μετρητά αυξήθηκε γρηγορότερα από ό,τι το ΑΕΠ σε πολλές χώρες. Επομένως, οι κεντρικές τράπεζες αντιμετωπίζουν μια επιπλέον πρόκληση: πώς να επιβάλουν τα αρνητικά επιτόκια στα ίδια τα μετρητά.

Τεχνολογικά, δεν μπορείς. Εάν οι άνθρωποι κρατούν τις οικονομίες τους σε φυσικό νόμισμα, αυτό διατηρεί την αξία του και σε περιόδους αποπληθωρισμού. Η αγοραστική δύναμη των αποταμιευμένων μετρητών αυξάνεται, ακόμα κι αν η αξία των μετοχών και των τραπεζικών καταθέσεων μειώνεται. (…) Η άφιξη των αρνητικών επιτοκίων για τις τράπεζες, από κοινού με κάποιους νέους κανόνες που επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να κατάσχουν καταθέσεις πάνω από ένα προστατευόμενο κατώτατο όριο, είναι σίγουρο ότι θα αυξήσουν την ευαισθητοποίηση των καταθετών σχετικά με την αξία των μετρητών και θα ενθαρρύνουν σοβαρές εκκλήσεις για την κατάργησή τους.

Εάν συμβεί αυτό, θα είναι η έσχατη απόδειξη της εξουσίας των οικονομικών πάνω στους ανθρώπους» (https://www.theguardian.com/commentisfree/2016/feb/15/crime-terrorism-and-tax-evasion-why-banks-are-waging-war-on-cash).

***

Στις αρχές του χρόνου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε την πρόθεσή της να «διερευνήσει τη σημασία των ενδεχόμενων ανώτατων ορίων στις πληρωμές με μετρητά», προκειμένου να εφαρμοστούν διαπεριφερειακά μέτρα το 2018.

Τα μέγιστα όρια στις συναλλαγές με μετρητά υπάρχουν ήδη στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και η γενική τάση είναι προς τα κάτω.

Το 2011, η Βουλγαρία, έπειτα από απόφαση του υπ. Οικ. Σ. Τζάνκοφ ,ο οποίος αφού έφυγε κακήν κακώς απ’ τη θέση του, έλαβε έδρα στο Χάρβαρντ, ήταν η πρώτη χώρα που έθεσε όριο (2.500 ευρώ) στις συναλλαγές με μετρητά. Η Ιταλία -στην ίδια κατεύθυνση οδεύει και η Πορτογαλία- έχει θέσει όριο στις 3.000. Ακόμη, την περασμένη χρονιά, η Ισπανία, όπως και η Γαλλία, μετά την αποκάλυψη ότι οι μακελάρηδες του Charlie Hebdo έκαναν χρήση μετρητών, έθεσε τα 1.000 ευρώ ως ανώτατο όριο. Ενώ, ένα νέο νομοσχέδιο στη Δανία επιτρέπει στα καταστήματα να μη δέχονται μετρητά.

Η Ελλάδα, έθεσε το ανώτατο όριο στα 500 ευρώ. Κάτι που σημαίνει, σε αδρές γραμμές, ότι οποιαδήποτε νόμιμη αγορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας άνω των 500 ευρώ θα γίνεται με πλαστικό χρήμα ή με συναλλαγές μέσω κινητών τηλεφώνων (mobile money)- [Νaked capitalism, 30/1/2017, «Things just got serious in Europe’s war on cash»].

Αυτά, μόνο στην Ευρώπη, χωρίς να αναφερθούμε ενδελεχώς στη διαρκή προσπάθεια τραπεζικών κολοσσών όπως η Citigroup (ναι, η τράπεζα που πλήρωσε δισεκατομμύρια δολάρια σε πρόστιμα για παράνομες πρακτικές και χειραγώγηση της αγοράς) να επισπεύσουν τις «ανέπαφες συναλλαγές» στην αφρικανική ήπειρο. Ή, για το γεγονός ότι, πίσω από την κατάργηση άνω του 80% των κυκλοφορούντων μετρητών ανά αξία στην Ινδία, κρυβόταν η Ουάσινγκτον και πολλοί… βετεράνοι σε αυτό που ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος της Βundesbank ονόμασε «πόλεμο συμφερόντων μεταξύ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για τα μετρητά».

Ποιοι ήταν αυτοί; Η ομάδα Better Than Cash Alliance, η οποία ιδρύθηκε το 2012 (τα γραφεία της στεγάζονται στο Ταμείο Ανάπτυξης Κεφαλαίου των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη και έχει χρηματοδοτηθεί από το Ίδρυμα Gates, το Dell Foundation Mastercard, από ορισμένα Ιδρύματα που φημολογείται ότι έχουν σχέσεις με τις υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ, όπως το Ίδρυμα Ford και το USAID. Επίσης, από το δίκτυο Omidyar του ιδρυτή του e-Bay, Pierre Omidyar, τη Visa κ.ά.).

Σύμφωνα με την («κατηγορούμενη» για φιλορωσικές τοποθετήσεις) ιστοσελίδα «Zero Hedge», «(…)το πρόγραμμα Catalyst -το πρόγραμμα κατάργησης των μετρητών στην Ινδία- δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια εκτεταμένη συμμαχία του Better Than Cash, ενισχυμένη από ινδικές και ασιατικές οργανώσεις με έντονο επιχειρηματικό ενδιαφέρον για μια πολύ πιο μειωμένη χρήση των μετρητών». Ενώ, σύμφωνα πάντα με την ιστοσελίδα, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι «η σύμπραξη για την προετοιμασία της προσωρινής απαγόρευσης των περισσότερων μετρητών στην Ινδία συμπίπτει με τη θητεία του Raghuram Rajan στο πηδάλιο της Reserve Bank of India. (…) Ο Rajan, είναι καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο [στο οποίο είχε διδάξει και παλιότερα]. Από το 2003 έως το 2006 διετέλεσε Chief Economist του ΔΝΤ στην Ουάσινγκτον -ενώ- είναι μέλος – και- του Group of Thirty».

Ιδιότητες, καθόλου τυχαίες…

***

«Τα μετρητά θα εξαφανιστούν μέσα στα επόμενα 10 χρόνια»

John Cryan, συν-διευθύνων σύμβουλος της Deutsche Bank

Όμως, πέραν της καταγραφής των συμβάντων, τι πραγματικά παίζει με τα μετρητά;

Μερικά από τα πιο σημαντικά επιχειρήματα των ακτιβιστών της κατάργησης είναι τα εξής:
Πατάσσεται ή, τουλάχιστον, αντιμετωπίζεται σημαντικά, η φοροδιαφυγή, η εγκληματικότητα και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
Μέσω της κατάργησης θα παρέχεται ευκολότερη πρόσβαση στην οικονομία σε περιοχές όπου είναι λίγα τα ΑΤΜ και οι τράπεζες.
Πρόκειται για σύστημα με υψηλούς δείκτες ασφαλείας.

Το σημαντικότερο, όμως, όλων (κάτι που δεν λέγεται «παραέξω») είναι ότι σε έναν κόσμο χωρίς μετρητά όλες οι καταθέσεις θα αποτελούν πρωτογενές χρήμα, επομένως κεφάλαιο που δεν μπορεί να χαθεί, καθιστώντας έτσι, και εδώ είναι το σημαντικότερο, αδύνατη τη μαζική φυγή καταθέσεων.

Όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Jim Leaviss, επικεφαλής σταθερών επιτοκίων λιανικής στην M&G Investments: «Τώρα, είναι εύκολο για τους πολίτες απλώς να φυλάξουν τα χρήματά τους σε χρηματοκιβώτιο ή κάτω από το στρώμα, με την κατάργηση των μετρητών όμως δεν θα υπάρχει διαφυγή» («The Telegraph», 13/6/2015).

Κάτι τέτοιο, σε ένα τρομερά ασταθές οικονομικό περιβάλλον, πιθανότατα να σημαίνει πολλά για τις πραγματικές επιδιώξεις που κρύβονται πίσω από την εξάλειψη των μετρητών…



Πριν προχωρήσουμε στην εξέταση της βασιμότητας των επιχειρημάτων, θα ήταν ωφέλιμο να γνωρίζουμε ποιοι προωθούν την κατάργηση των μετρητών.

Σημαντική βοήθεια σ’ αυτή μας την αναζήτηση, μας προσέφερε το βιβλίο του δημοσιογράφου – οικονομικού αναλυτή της γερμανικής εφημερίδας «Handelsblatt», Νόρμπερτ Χέρινγκ, («Η κατάργηση των μετρητών και οι συνέπειές της», Λιβάνης), ο οποίος πριν από λίγους μήνες μάς είχε παραχωρήσει μια άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη στο «Ν.» ( η συνέντευξη είναι διαθέσιμη εδώ: http://www.nostimonimar.gr/normpert-cheringk-i-amesa-ofelimeni-apo-tin-katargisi-ton-metriton-tha-ine-i-trapezes-ke-i-eteries-pliroforikis/).

Εδώ, συναντάμε, μεταξύ άλλων, τα ονόματα των: Λάρι Σάμερς ( του ανθρώπου, ο οποίος: 1. αν και τώρα «εναντιώνεται» στο μεγάλο κεφάλαιο*, ήταν εκείνος που ως υπ. Οικ. των ΗΠΑ, μαζί με τον Α. Γκρίνσπαν και τον Ρ. Ρούμπιν, αμφότεροι θιασώτες της πολιτικής της μη παρέμβασης, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην κρίση των subprimes, 2. όπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων, απασχολείται σε μια σειρά εμπορικών εταιρειών fintech, οι οποίες έχουν τεράστιο συμφέρον σε μια κοινωνία στην οποία θα ‘χουν εκλείψει τα μετρητά)· του Μάριο Ντράγκι, του προέδρου της ΕΚΤ και πρώην μεγαλόσχημου στελέχους της Goldman Sachs, ο οποίος το 2012 δήλωνε ότι «το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο έχει τελειώσει και όποιος οπισθοχωρήσει σε θέματα κοινωνικού προϋπολογισμού, θα δεχθεί αμέσως την τιμωρία των αγορών», του πρώην επικεφαλής οικονομολόγου του ΔΝΤ Κεν Ρόγκοφ, του Μάριο Μόντι, κ.ά.

Κοινή συνισταμένη όλων, όπως αποκαλύπτει ο Χέρινγκ, είναι ότι αποτελούν μια στενή ομάδα που εμπερικλείει το Χάρβαρντ, το ΜΙΤ, κλειστά club εκατομμυριούχων, όπως το Group of Thirty και η Λέσχη Μπίλντεμπεργκ και, φυσικά, το σύμβολο του απόλυτου καπιταλισμού: Την Goldman Sachs.

***

Όταν το 2012, ο Γενικός Εισαγγελέας στο Εφετείο του Παλέρμο, Roberto Scarpinato, προσεκλήθη στο γερμανικό Κοινοβούλιο με σκοπό να προωθήσει τη συζήτηση για τις μεταρρυθμίσεις στον τρόπο πάταξης του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος, είχε δηλώσει: «(…) χρόνια τώρα, η Γερμανία είναι ένας από τους αγαπημένους προορισμούς της μαφίας για να επανεπενδύει τα χρήματά της». Άποψη, η οποία εδράζεται στην πεποίθηση ότι επειδή οι Γερμανοί προτιμούν τα μετρητά ( το 2014, μόλις το 18,5% των συναλλαγών πληρωμής έγινε με κάρτες, ενώ, σύμφωνα με τον “Economist”, σε αρκετά καταστήματα υπάρχουν ενδείξεις που ενημερώνουν ότι “μόνο μετρητά” γίνονται δεκτά), η χώρα αυτομάτως καθίσταται αγαπημένος προορισμός των κεφαλαίων της μαφίας και των τρομοκρατών. Στο ίδιο μήκος κύματος και η Έκθεση του Πίτερ Σαντς (πρώην συμβούλου της Standard Chartered, ο οποίος προσελήφθη στο Χάρβαρντ από τον Σάμερς) που υποστηρίζει εν πολλοίς ότι τα μετρητά, ιδιαίτερα τα χαρτονομίσματα υψηλής αξίας, χρησιμοποιούνται από εγκληματικά ή και τρομοκρατικά δίκτυα. Ωστόσο, πρόκειται για ένα επιχείρημα που, μάλλον, δεν έχει στέρεα βάση. Κι αυτό γιατί, οι εγκληματίες ή και οι τρομοκράτες, αντί για μετρητά, μπορούν κάλλιστα να χρησιμοποιήσουν εναλλακτικές όπως ο χρυσός, ο οποίος χωράει άνετα στην εσωτερική τσέπη ενός μπουφάν και σύμφωνα με τους διεθνείς τελωνειακούς κανόνες συνιστά αγαθό που δεν χρειάζεται να δηλωθεί στο τελωνείο. Ακόμη, είναι νωπή η υπόθεση της ιστοσελίδας Silk Road που διακινούσε ναρκωτικά μέσω του διαδικτύου και πληρωνόταν με το ψηφιακό νόμισμα Bitcoin.

***

Έγραφε η «Καθημερινή» στις 29/7/2017: «(…)Τα POS είναι ένας πόλεμος που μαίνεται. Αφού (…) αναλύθηκε διεξοδικά ποιοι κερδίζουν από την τοποθέτησή τους και ποιοι χάνουν, γεννήθηκαν και νέα αντάρτικα από όσους (κυρίως) επιθυμούν να φοροδιαφεύγουν».

Η πάταξη της φοροδιαφυγής είναι ένα από τα λάβαρα της εκστρατείας κατά των μετρητών. Εν μέρει, έχουν δίκιο όσοι το υποστηρίζουν. Ωστόσο, όπως είπαμε, εν μέρει. Διότι, όταν αναλύεις ένα θέμα πρέπει να λαμβάνεις υπόψη σου όλες τις παραμέτρους.

Ίσως κάποιοι, όμως, να χρειάζονται ένα μικρό… φρεσκαρισματάκι στη μνήμη τους.

Καθώς, δεν γίνεται, από τη μία, οι σάλπιγγες της δημοσιότητας, με τους φλαουτίστικους λυρικισμούς τους, να «μάχονται» κατά της φοροδιαφυγής, όταν, από την άλλη, ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο, μόνο στις ΗΠΑ, 367 από τις 500 μεγαλύτερες εταιρείες που βρίσκονται στη λίστα του περιοδικού «Fortune», «Fortune 500» (περίπου το 73%), έχουν τουλάχιστον μία θυγατρική, φοροδιαφεύγοντας έτσι νόμιμα.

Δεν μπορεί να ποιούν την νήσσαν οι «σταυροφόροι» της κατάργησης, όταν η συνολική αξία του offshore ιδιωτικού πλούτου ανέρχεται στα 5.800 δισ. ευρώ, ποσό που ισοδυναμεί με το 8% του χρηματοοικονομικού πλούτου των νοικοκυριών, εκ των οποίων μάλιστα τα 1.000 δισ. ευρώ βρίσκονται υπό τη μορφή καταθέσεων λίγο ή πολύ αδρανών και τα υπόλοιπα 4.800 δισ. υπό τη μορφή μετοχών, ομολόγων και επενδύσεων (G. Zucman, «Ο κρυμμένος πλούτος των εθνών», Εφ.Συν.). Ενώ, όπως πολύ σωστά επεσήμανε ο Philip Alston, καθηγητής νομικής στο πανεπιστήμιο της Ν. Υόρκης: «Έχει σχεδιαστεί ένα φορολογικό σύστημα -παγκοσμίως- που διευκολύνει τις πολυεθνικές να φοροδιαφεύγουν με αντάλλαγμα ένα κομμάτι ψωμί» (Guardian, 4/11/2010).

Για να τον συμπληρώσει ο συγγραφέας John Lancester από τη στήλη του στους Νew York Times (10/1/2017): «εάν υπήρχε μια μεγάλη, πειστική, συστηματική προσπάθεια να φορολογηθούν τα κρυμμένα περιουσιακά στοιχεία των πλουσίων, να συμπεριληφθούν στα ίδια πρότυπα που περιορίζουν τους υπόλοιπους και μια προσπάθεια να γίνει σαφές ότι όλοι παίζουμε με τους ίδιους κανόνες – τότε ίσως μπορούμε να αρχίσουμε να μιλάμε για την κατάργηση των μετρητών. Μέχρι τότε, θα έπρεπε να έχουμε κατά νου την παρατήρηση του Ντοστογιέφσκι -που έλεγε ότι- το χρήμα, είναι ελευθερία κομμένη σε νομίσματα».

***

«Δεν θέλουμε κάποιος να παρακολουθεί ψηφιακά αυτό που αγοράζουμε, τρώμε και πίνουμε, ποια βιβλία διαβάζουμε και ποιες ταινίες παρακολουθούμε.(…) Θα πολεμήσουμε παντού ενάντια στους κανόνες»

Harald Mahrer, υφυπουργός Οικονομίας της Αυστρίας

Όσον αφορά την ασφάλεια που υπόσχονται οι «ανέπαφες συναλλαγές», ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι στη Σουηδία, στη χώρα στην οποία -όπως και στην Ιαπωνία- εφαρμόζονται επίσημα αρνητικά επιτόκια κι όπου τα μετρητά αντιπροσωπεύουν μόλις το 2% της εγχώριας οικονομίας, το 2014 ο αριθμός των ηλεκτρονικών απατών άγγιξε τις 240 χιλ., αριθμός διπλάσιος σε σχέση με δέκα χρόνια πριν.

Ακόμη, καταναλωτικές οργανώσεις προειδοποιούν ότι η συστηματική χρήση πλαστικού-ηλεκτρονικού χρήματος αυξάνει τον κίνδυνο παραβίασης της ιδιωτικότητας (ακόμη και οι Σουηδοί που κερδίζουν από όλη αυτήν την κατάσταση, όπως ο Jacob de Geer, ιδρυτής της εταιρείας παραγωγής κινητών αναγνωστών καρτών iZettle, επισημαίνουν ότι «ο Big Brother μπορεί να βλέπει ακριβώς αυτό που κάνεις αν αγοράζεις πράγματα μόνο ηλεκτρονικά»**) καθιστώντας παράλληλα ευπρόσβλητους τους πολίτες απέναντι στην κλιμακούμενη εγκληματικότητα του διαδικτύου. Ενώ, σύμφωνα με την “Guardian”, «οι ηλικιωμένοι στο βόρειο τμήμα της υπαίθρου, που τείνουν να γνωρίζουν λιγότερα σε σχέση με την τεχνολογία, φθονούν την οικονομική ισχύ της Στοκχόλμης και του Γκέτεμποργκ, που σήμερα είναι σχεδόν αποκλειστικά αστικές ζώνες χωρίς μετρητά. Ο Εθνικός Οργανισμός Συνταξιούχων είναι βασικός παράγοντας στον συνασπισμό «Cash Uprising», που μάχεται για να διασφαλίσει ότι οι ηλικιωμένοι Σουηδοί μπορούν ακόμα να καταθέσουν και να αφαιρέσουν μετρητά από τις τράπεζες».

Τέλος, το ίδιο το ΔΝΤ παραδέχεται ότι «η κατάργηση των μετρητών κάθε είδους αφήνει και τα άτομα και τα κράτη πιο ευάλωτα στις διασπάσεις, οι οποίες μπορεί να εκτείνονται από διακοπές ρεύματος έως κυβερνοεπιθέσεις».

Ο πολιτικός επιστήμονας C. B. Macpherson, στο έργο του «The Political Theory of Possessive Individualism: From Hobbes to Locke», επεσήμανε γλαφυρά πως «τα μέλη της τάξης της εργασίας (…) στην πραγματικότητα δεν είναι πλήρη μέλη του πολιτικού σώματος, ούτε έχουν δικαίωμα να είναι -γιατί- δεν ζουν και δεν μπορούν να ζήσουν μια έλλογη ζωή».

Κάνοντας την αναγωγή και φέρνοντας αυτόν τον τρόπο σκέψης στο θέμα μας, μπορούμε να πούμε ότι η οικονομική εμβάθυνση την οποία υπόσχεται η κατάργηση των μετρητών δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ένα προπαγανδιστικό φληνάφημα διαμέσου του οποίου επιδιώκεται η υφαρπαγή της συναίνεσης των μεσαίων και κατώτερων οικονομικά στρωμάτων.

Αυθαίρετο συμπέρασμα; Όχι, δα!

Το ομολογεί, για άλλη μια φορά, το… λαλίστατο ΔΝΤ. «(…) Δεν είναι άμεσα προφανές», διαβάζουμε, «ότι η κατάργηση των μετρητών θα βοηθούσε στη βελτίωση της οικονομικής ένταξης. Εάν ο φτωχότερος δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στους υπολογιστές ή τα κινητά τηλέφωνα, θα χάσει το σημαντικότερο οικονομικό πλεονέκτημα στο οποίο στηρίζεται για να αποταμιεύσει: Τα μετρητά. (…) Σημαντικές ομάδες πληθυσμού, οι οποίες δεν είναι ακόμη εξοικειωμένες με τις ψηφιακές πληρωμές, ενδέχεται να αισθανθούν ότι μειονεκτούν, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνική πίεση. Επίσης, η σιωπηρή μορφή κοινωνικής προστασίας που χρησιμοποιείται σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες με τη μορφή φοροελαφρύνσεων θα εξαλειφθεί σε μεγάλο βαθμό και θα πρέπει να αντικατασταθεί με αμεσότερες μορφές κοινωνικής προστασίας» (ΔΝΤ, «The Macroeconomics of De- Cashing», 27/3/2017).

***

«Θα ήταν ολέθριο εάν οι πολίτες είχαν την εντύπωση ότι τους παίρνουν σταδιακά τα χρήματα»

Jens Weidmann, Πρόεδρος της Deutsche Bundesbank

Έχοντας αναπτύξει και απαντήσει στη βασικότερη επιχειρηματολογία των πολέμιων των μετρητών ερχόμαστε να μπήξουμε το ερευνητικό μας μαχαίρι στην καρδιά του ζητήματος: Ποιοι πραγματικά θα ωφεληθούν από μια τέτοια εξέλιξη;

Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, ανατρέξαμε και πάλι στις σελίδες του βιβλίου του Νόρμπερτ Χέρινγκ. Τα όσα γράφει ο έγκριτος οικονομικός αναλυτής είναι αποκαλυπτικά.

Η κατάργηση των μετρητών, αφενός επιτρέπει στις τράπεζες να καρπώνονται σημαντικά χρηματικά οφέλη από τον ρόλο του μεσάζοντα στις συναλλαγές, αφετέρου αφαιρεί «από τους ανθρώπους κάθε δυνατότητα να ‘’φυλάσσουν’’ τα χρήματά τους στις τράπεζες, με άλλα λόγια να δανείζουν τις τράπεζες. Φυλακίζονται με τα χρήματά τους στη σφαίρα επιρροής των τραπεζών και αδυνατούν πλέον να τα βγάλουν και να τα τοποθετήσουν σε ασφαλές μέρος όταν υπάρχουν φόβοι χρεοκοπίας της τράπεζας. Τότε οι τράπεζες μπορούν να ενεργούν πολύ πιο απροκάλυπτα, αφού δεν έχουν λόγο να φοβούνται για πανικό απόσυρσης καταθέσεων (bank run), εφόσον κάνουν σχετικά συντονισμένες κινήσεις. Μπορούν να αναλαμβάνουν μεγαλύτερους κινδύνους και να συνάπτουν πιο προσοδοφόρες συμφωνίες και με τα κέρδη να διασφαλίζουν ακόμη μεγαλύτερη πολιτική επιρροή. Εξάλλου, οι τράπεζες βαράνε το ντέφι και οι πολιτικοί χορεύουν. Το αποκορύφωμα είναι ότι η τραπεζική εποπτεία ανάγεται όλο και περισσότερο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπου δεν υφίσταται κανένας δημοκρατικός έλεγχος. (…) Η ανώτερη εποπτεύουσα αρχή, η ΕΚΤ, -η οποία- ενδιαφέρεται περισσότερο για το καλό των τραπεζών απ’ ό,τι των πολιτών, είναι πολιτικά ανεξάρτητη, χωρίς καμία σοβαρή υποχρέωση λογοδοσίας. Αν υλοποιηθεί η όλο και εντονότερα απαιτούμενη από κοινού διασφάλιση των καταθέσεων, οι τράπεζες θα απομακρυνθούν εντελώς από τον έλεγχο και την πρόσβαση των εθνικών κυβερνήσεων και θα μπορούν να ικανοποιούν την αδηφαγία τους ανενόχλητες.(…) Και τότε ποιος θα σταματήσει τις τράπεζες και την ΕΚΤ;

Κι αν τα όσα υποστηρίζει ο Χέρινγκ δεν ικανοποίησαν το «λαίμαργο» αναγνωστικό σας ταμπεραμέντο, ο υπερεθνικός οργανισμός που ακούει στο όνομα ΔΝΤ (στον οποίο, καθ΄ ομολογία τού πρώην Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι, «κυριαρχεί σε μεγάλο βαθμό η Αμερική και η προέλευσή του ανάγεται σε αμερικανική πρωτοβουλία» [«Η μεγάλη σκακιέρα», Λιβάνης, 1998], μας δίνει άλλη μία αποστομωτική απάντηση.

«(…)Εκείνο το οποίο προσπαθούν να επιτύχουν οι αρχές μέσω της προώθησης της κατάργησης των μετρητών είναι ο έλεγχος κάθε πτυχής των πολιτών, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης των χρημάτων τους, ή της ώθησης των προσωπικών τους αποταμιεύσεων προς τις τράπεζες»…



Κάτι ακόμη. Αν και αυτή η πρώτη προσέγγιση της προώθησης της σταδιακής εξάλειψης των κερμάτων και των χαρτονομισμάτων τελειώνει κάπου εδώ, θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε δυο πράγματα:
Τα όσα έγραφε ο Πίτερ Σαντς στη μελέτη του με τίτλο «Μaking it Harder for The Bad Guys: The Case for Eliminating High Denomination Notes», αναφορικά με την επέκταση της παρακολούθησης των πολιτών, πέραν των όσων εκτελούν χρηματοοικονομικές συναλλαγές μέσω τραπεζών κι άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. «Αν (…) η κοινωνία έχει αποφασίσει ότι πρόκειται για κάτι ανεκτό στο πλαίσιο της πάταξης χρηματοπιστωτικών εγκλημάτων, τότε θα ήταν παράδοξο να μη διευρύνουμε τον έλεγχο αυτόν και στην αυτοεπιλεγείσα ομάδα όσων χρησιμοποιούν χαρτονομίσματα μεγάλης αξίας για πραγματοποίηση συναλλαγών και για αποταμίευση».

Είμαστε βέβαιοι ότι τόσο εσείς, όσο κι εμείς, δεν έχετε έρθει κι ενδεχομένως δεν προβλέπεται να έρθετε στο εγγύς μέλλον σε επαφή, ας πούμε, με ένα πεντακοσάρικο. Οπότε και μπορεί κάποιος να σκεφτεί, ωραία, ας τους παρακολουθήσουν, εμένα, τι με νοιάζει;

Ωστόσο, ας αναρωτηθούμε: Πόσο απέχει η πρόταση του κυρίου καθηγητή από την φαντασίωση του πρώην Αρχηγού του επιτελείου του Λευκού Οίκου, Ντικ Τσένεϊ περί της σύστασης ενός κράτους σε διαρκή συναγερμό, «με την ευρύτερη δυνατή γνώση (total information awareness) για τις σκέψεις και τις προθέσεις των πολιτών του» (Γιάννης Λούλης, «Ομπάμα, πώς γκρεμίστηκαν οι αυταπάτες», Καστανιώτης, 2014);
Την κίνηση της Γερμανίδας Καγκελαρίου να καλέσει τους ευρωβουλευτές να μην προσεγγίσουν τον Κανονισμό της Ε.Ε. (2016) για τη διασφάλιση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων «μόνο από τη σκοπιά της προστασίας των δεδομένων», αλλά να λάβουν σοβαρά υπόψη τους και την οικονομική αξία της ανεμπόδιστης επεξεργασίας δεδομένων από τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες. «Τα δεδομένα είναι η πρώτη ύλη του μέλλοντος», είχε δηλώσει στο συνέδριο των μελών του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος τον Σεπτέμβριο του 2015, σε μια εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε με την… ευγενική χορηγία της Google, της Facebook, της Γερμανικής Ένωσης για την Ψηφιακή Οικονομία και του Ομοσπονδιακού Συνδέσμου Γερμανικών Εταιρειών Συμμετοχών.

***

Ως εκ τούτου, καλό θα ήταν να έχουμε στο μυαλό μας αυτό που μας τόνισε ο Χέρινγκ στο κλείσιμο της συζήτησής μας: «Οι συμβουλευτικές εταιρείες προτρέπουν τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών να συλλέγουν και να αξιοποιούν τις εν λόγω πληροφορίες, μεταξύ άλλων, κάνοντάς μας να αγοράζουμε περισσότερα απ’ όσα θέλουμε. Όσον αφορά την κυβέρνηση: Θα θέλατε έναν Ερντογάν ή έναν Τραμπ, αν κυβερνούσε τη χώρα σας, να έχει τη δύναμη να κατασκοπεύει τα οικονομικά στοιχεία του καθενός και να αποφασίζει ποιοι μπορούν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν το σύστημα πληρωμών και ποιοι όχι; (…) Η δρομολόγηση για την κατάργηση των μετρητών είναι σίγουρα ανησυχητικό στοιχείο μιας ευρύτερης αλλαγής, η οποία συνίσταται από κυβερνήσεις που γίνονται ολοένα (…) και πιο αυταρχικές, θέλοντας να επιτύχουν όλο και μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στους πολίτες τους. (…) Θα προτιμούσα να έχω μετρητά σε τέτοιες καταστάσεις».

* The Washington Post, 16/12/2016, «Ιt’s time to kill the $100 bill»