του Κώστα Ράπτη,Καθώς η Τουρκία υποδέχεται τον Βλαντίμιρ Πούτιν για την θεμελίωση του ρωσικής κατασκευής πυρηνικού σταθμού του Ακούγιου και κατόπιν για την τριμερή συνάντηση κορυφής
Τουρκίας-Ρωσίας-Ιράν αύριο Τετάρτη στην Άγκυρα, η αρθρογράφος Μπαρτσίν Γινάντς της Hurriyet Daily News σημειώνει πόσο αναντίστοιχο είναι αυτό το «φλερτ” με τις τουρκικές προτεραιότητες. Για την ακρίβεια, υποστηρίζει, όπως το θέτει ήδη με τον τίτλο του τελευταίου άρθρου της, ότι «Η Τουρκία πέφτει στην παγίδα της Ρωσίας”.
Η Ρωσία δεν περιλαμβάνεται καν στον κατάλογο των δέκα πρώτων προορισμών των τουρκικών εξαγωγών, ο οποίος συγκροτείται αποκλειστικά από δυτικές χώρες, που πλέον βρίσκονται στην πλειονότητά τους σε κακό επίπεδο σχέσεων με την Άγκυρα. Αντιθέτως, λόγω της ενεργειακής εξάρτησης της Τουρκίας, η Ρωσία βρίσκεται πάντοτε στην πρώτη τριάδα των χωρών προέλευσης των τουρκικών εισαγωγών – και η ανισορροπία αυτή στις διμερείς σχέσεις δεν αντισταθμίζεται από την παρουσία Ρώσων τουριστών, τουλάχιστον όχι αν αναλογισθεί κανείς ότι ο αριθμός τους περίπου ισούται με αυτόν των Γερμανών τουριστών, οι οποίοι πάντως δεν έλειψαν ούτε στις πολιτικά δυσκολότερες στιγμές των τουρκογερμανικών σχέσεων.
Για τη Γινάντς, η ανισορροπία δεν περιορίζεται μόνο στο οικονομικό πεδίο. Οι έξυπνες χώρες, τονίζει, δεν αφήνονται να στριμωχτούν από τους αντιπάλους τους. Αλλά στη συριακή κρίση, η Τουρκία έχει πέσει στην παγίδα της Ρωσίας, του Ιράν και του Άσαντ.
Οι επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού κατά των Κούρδων της Συρίας, υπενθυμίζει η Γινάντς, δεν θα ήταν εφικτές χωρίς την ανοχή της Ρωσίας, η οποία ελέγχει τον συριακό εναέριο χώρο. Όμως, το αντάλλαγμα ήταν να μείνει η Τουρκία σιωπηλή, όταν η Δαμασκός και η οι σύμμαχοί της ανακτούσαν από τους αντικυβερνητικούς αντάρτες το Χαλέπι, την ανατολική Γούτα και τώρα τη Ντούμα.
Το αποτέλεσμα είναι όσο η Τουρκία εκκαθαρίζει τα σύνορά της από το PYD (συριακή θυγατρική του ΡΚΚ), να αναδιπλώνονται σε άλλο σημείο των τουρκικών συνόρων οι υποχωρούντες τζιχαντιστές αντάρτες. Πρόκειται για μία εξέλιξη η οποία καθιστά την Τουρκία ευάλωτη σε εκβιασμούς, μεταξύ άλλων διότι ο τουρκικός πληθυσμός (ιδίως των μεγάλων αστικών κέντρων που οδεύουν σύντομα σε δημοτικές εκλογές) δυσφορεί όλο και περισσότερο για την παρουσία των Σύρων προσφύγων – και ασφαλώς άλλο ένα προσφυγικό κύμα δεν θα ήταν ευπρόσδεκτη εξέλιξη για τους κυβερνώντες.
Συνολικά μιλώντας, η ενίσχυση του «κουρδικού κινδύνου”, μετά την απόφαση της Κεντρικής Διοίκησης (Centcom) του αμερικανικού στρατού να στηριχτεί στους μαχητές του PYD, έφερε την Άγκυρα στην άβολη θέση να πρέπει να εγκαταλείψει, αν και όχι ρητά, την έως τότε πολιτική της υπέρ της «αλλαγής καθεστώτος” στη Δαμασκό, εφόσον πλέον συμπράττει με τους μεγάλους προστάτες του Άσαντ.
Αλλά και οι μπίζνες με τις οποίες η Άγκυρα επιχειρεί να δέσει τις νέες της φιλίες (λ.χ. το εργοστάσιο του Ακούγιου, ο αγωγός ρωσικού φυσικού αερίου Turkish Stream και κυρίως η παραγγελία τεσσάρων συστοιχιών S-400, μη συμβατών με τα συστήματα του ΝΑΤΟ) λειτουργούν ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία περαιτέρω απομάκρυνσης της Τουρκίας από τη Δύση.
Βέβαια, σε αμφότερα τα πεδία συνεργασίας η Άγκυρα επιχειρεί να μεταχειρισθεί τη νέα φιλία της με τη Μόσχα περισσότερο ως μοχλό για να επαναδιαπραγματευτεί τη σχέση της με τις ΗΠΑ (λ.χ. να εξασφαλίσει την απόσυρση των μαχητών του PYD ανατολικά του Ευφράτη ή τη συγκατάθεση του Κογκρέσου στην προμήθεια συστημάτων Patriot, αντί για τους S-400). Όμως πρόκειται για ακροβασία με υψηλό ρίσκο και αμφίβολα αποτελέσματα – σε αντίθεση με τα συγκεκριμένα, έστω και οριοθετημένα, κέρδη της ρωσικής πλευράς.
Η Ρωσία δεν περιλαμβάνεται καν στον κατάλογο των δέκα πρώτων προορισμών των τουρκικών εξαγωγών, ο οποίος συγκροτείται αποκλειστικά από δυτικές χώρες, που πλέον βρίσκονται στην πλειονότητά τους σε κακό επίπεδο σχέσεων με την Άγκυρα. Αντιθέτως, λόγω της ενεργειακής εξάρτησης της Τουρκίας, η Ρωσία βρίσκεται πάντοτε στην πρώτη τριάδα των χωρών προέλευσης των τουρκικών εισαγωγών – και η ανισορροπία αυτή στις διμερείς σχέσεις δεν αντισταθμίζεται από την παρουσία Ρώσων τουριστών, τουλάχιστον όχι αν αναλογισθεί κανείς ότι ο αριθμός τους περίπου ισούται με αυτόν των Γερμανών τουριστών, οι οποίοι πάντως δεν έλειψαν ούτε στις πολιτικά δυσκολότερες στιγμές των τουρκογερμανικών σχέσεων.
Για τη Γινάντς, η ανισορροπία δεν περιορίζεται μόνο στο οικονομικό πεδίο. Οι έξυπνες χώρες, τονίζει, δεν αφήνονται να στριμωχτούν από τους αντιπάλους τους. Αλλά στη συριακή κρίση, η Τουρκία έχει πέσει στην παγίδα της Ρωσίας, του Ιράν και του Άσαντ.
Οι επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού κατά των Κούρδων της Συρίας, υπενθυμίζει η Γινάντς, δεν θα ήταν εφικτές χωρίς την ανοχή της Ρωσίας, η οποία ελέγχει τον συριακό εναέριο χώρο. Όμως, το αντάλλαγμα ήταν να μείνει η Τουρκία σιωπηλή, όταν η Δαμασκός και η οι σύμμαχοί της ανακτούσαν από τους αντικυβερνητικούς αντάρτες το Χαλέπι, την ανατολική Γούτα και τώρα τη Ντούμα.
Το αποτέλεσμα είναι όσο η Τουρκία εκκαθαρίζει τα σύνορά της από το PYD (συριακή θυγατρική του ΡΚΚ), να αναδιπλώνονται σε άλλο σημείο των τουρκικών συνόρων οι υποχωρούντες τζιχαντιστές αντάρτες. Πρόκειται για μία εξέλιξη η οποία καθιστά την Τουρκία ευάλωτη σε εκβιασμούς, μεταξύ άλλων διότι ο τουρκικός πληθυσμός (ιδίως των μεγάλων αστικών κέντρων που οδεύουν σύντομα σε δημοτικές εκλογές) δυσφορεί όλο και περισσότερο για την παρουσία των Σύρων προσφύγων – και ασφαλώς άλλο ένα προσφυγικό κύμα δεν θα ήταν ευπρόσδεκτη εξέλιξη για τους κυβερνώντες.
Συνολικά μιλώντας, η ενίσχυση του «κουρδικού κινδύνου”, μετά την απόφαση της Κεντρικής Διοίκησης (Centcom) του αμερικανικού στρατού να στηριχτεί στους μαχητές του PYD, έφερε την Άγκυρα στην άβολη θέση να πρέπει να εγκαταλείψει, αν και όχι ρητά, την έως τότε πολιτική της υπέρ της «αλλαγής καθεστώτος” στη Δαμασκό, εφόσον πλέον συμπράττει με τους μεγάλους προστάτες του Άσαντ.
Αλλά και οι μπίζνες με τις οποίες η Άγκυρα επιχειρεί να δέσει τις νέες της φιλίες (λ.χ. το εργοστάσιο του Ακούγιου, ο αγωγός ρωσικού φυσικού αερίου Turkish Stream και κυρίως η παραγγελία τεσσάρων συστοιχιών S-400, μη συμβατών με τα συστήματα του ΝΑΤΟ) λειτουργούν ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία περαιτέρω απομάκρυνσης της Τουρκίας από τη Δύση.
Βέβαια, σε αμφότερα τα πεδία συνεργασίας η Άγκυρα επιχειρεί να μεταχειρισθεί τη νέα φιλία της με τη Μόσχα περισσότερο ως μοχλό για να επαναδιαπραγματευτεί τη σχέση της με τις ΗΠΑ (λ.χ. να εξασφαλίσει την απόσυρση των μαχητών του PYD ανατολικά του Ευφράτη ή τη συγκατάθεση του Κογκρέσου στην προμήθεια συστημάτων Patriot, αντί για τους S-400). Όμως πρόκειται για ακροβασία με υψηλό ρίσκο και αμφίβολα αποτελέσματα – σε αντίθεση με τα συγκεκριμένα, έστω και οριοθετημένα, κέρδη της ρωσικής πλευράς.